Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Η καταιγίδα



Η Χρύσα καθόταν στο παγκάκι του πάρκου περιμένοντας τον Πέτρο να έρθει. Η ώρα περνούσε κι αυτός δεν φαινόταν πουθενά. Την ώρα που πήγε στο πάρκο, ένας λαμπερός ήλιος έλαμπε στον ουρανό και αν και ήταν αρχές Δεκέμβρη , δεν είχε καθόλου κρύο. Τώρα, τρεις ώρες μετά, μαύρα σύννεφα είχαν μαζευτεί στον ουρανό κι ένιωσε το κρύο να διαπερνά το λεπτό φόρεμα, που φορούσε.
Τύλιξε τα χέρια γύρω από το κορμί της και ψάχνοντας ζεστασιά, σκεφτόμενη πως ήταν τα δικά του χέρια που την αγκάλιαζαν κι αμέσως ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της. Κοίταξε το βιβλίο, που είχε ακουμπισμένο μπροστά στα πόδια της και συνέχισε να διαβάζει, αδιάφορη για τον καιρό, που χειροτέρευε, αδιάφορη για το κρύο και τον έξω κόσμο.
Διάβαζε τις περιπέτειες της Ηλιαχτίδας και του Φεγγαρένιου, που αν και γεννήθηκαν κάτω από τον ίδιο ουρανό, χωρίστηκαν από την Μέρα και την Νύχτα κι απέμειναν ο καθένας μόνος . Στα χρόνια που έζησαν χώρια, προσπάθησαν να προσαρμοστούν στο περιβάλλον τους και να ξεχάσουν την μοναξιά και τους πόθους της ψυχής. Όταν αντάμωσαν τυχαία ξανά, είχαν περάσει πολλά χρόνια, αλλά αναγνώρισαν ο ένας τον άλλο με την πρώτη φευγαλέα ματιά, με το πρώτο δειλό άγγιγμα κι αποφάσισαν πως δεν θα αφήσουν τίποτα να τους χωρίσει.
Η Χρύσα σήκωσε τα μάτια για μια στιγμή από το βιβλίο με το παραμύθι και κοίταξε την ώρα στο κινητό της. Είχε αργήσει να έρθει και δεν είχε στείλει κάποιο μήνυμα. Στην αρχή δεν ανησύχησε , γιατί δεν κυνηγούσαν τους λεπτοδείχτες , όταν ήταν να βρεθούν. Ήξεραν κι οι δυο πως η αγάπη τους είναι αμοιβαία ,όπως κι η ανάγκη της επαφής και της επικοινωνίας, που με το ζόρι τους κάλυπτε. Για να μην εμφανιστεί μέχρι τώρα, σίγουρα υπήρχε κάποιος σοβαρός λόγος.
Αναστέναξε κοιτάζοντας το βιβλίο μ’ ένα περίεργο σκοτεινό βλέμμα. Όλα τα βιβλία που διάβαζε , τα τραγούδια που άκουγε, οι ταινίες που έβλεπε, όλα μιλούσαν για αυτήν και τον Πέτρο. Η ιστορία τους γραμμένη, τραγουδισμένη, σκηνοθετημένη, κάτω από μια άλλη ματιά, ήταν η ίδια ιστορία. Ο έρωτας ήταν ο καλλιτέχνης, που ζωγράφιζε στον άδειο καμβά της ψυχής της και όλα γύρω της τον υμνούσαν και τον προσκυνούσαν. Ο εγωισμός του έρωτα την έκανε να φαντάζεται, πως όλα μιλούσαν γι’ αυτούς.
Έσκυψε πάλι πάνω στο βιβλίο, συνεχίζοντας να διαβάζει το παραμύθι. Η Ηλιαχτίδα μάλωνε με τον Ήλιο και τις υπόλοιπες Αχτίδες, έδινε μάχη με τα σύννεφα και το σκοτάδι, προσπαθώντας να ξεκλέψει μια μικρή στιγμή για να είναι μαζί με τον Φεγγαρένιο. Κι αυτός από την πλευρά του, παραμέριζε τα αστέρια, έτρεχε βιαστικός, πριν έρθει ακόμα η Νύχτα, έκλεβε τον χρόνο της Μέρας, για να βρεθεί κοντά της. Κι αυτές οι στιγμές, που ήταν μαζί, αν και σύντομες τις περισσότερες φορές, τους γέμιζαν δύναμη για την επόμενη μάχη, για την επόμενη συνάντηση, για την επόμενη στιγμή, που θα γλιστρούσαν ο ένας μέσα στον άλλο.
Κάθε συνάντηση, αντί να καθησυχάζει τον πόθο και την ανάγκη τους, την μεγάλωνε. Ψάχνανε απελπισμένα τρόπο, να ενωθούν για πάντα και να μείνουν μαζί αγκαλιά, μ’ ενωμένα τα χείλια τους σ’ ένα ατέλειωτο φιλί, που θα είχε την ζεστασιά της Ηλιαχτίδας παρήγορο φως του Φεγγαρένιου. Γι’ αυτό το φιλί , που ακόμα δεν είχαν δώσει, γι’ αυτό το μοναδικό φιλί, που θα σήμαινε την αρχή μιας νέας εποχής, παρέμεναν μαχόμενοι, έκρυβαν την απελπισία τους με καμώματα τρελά, μιλούσαν με τις ώρες μέσω της Πούλιας και του Αυγερινού, που κάνανε τους αγγελιοφόρους. Αλλά η λύτρωση αργούσε να έρθει.
Η Χρύσα δεν σήκωσε το κεφάλι, όταν έπεσαν επάνω της οι πρώτες στάλες της βροχής. Δεν προφυλάχτηκε , όταν άρχισε ο αέρας να λυσσομανά γύρω της. Πήρε μόνο στην αγκαλιά της το βιβλίο για να το προστατέψει από την καταιγίδα και τυλιγμένη σαν μικρή μπάλα γύρω του, συνέχισε να διαβάζει. Με πείσμα και με πάθος, αγνοώντας την βροχή, τα μουσκεμένα ρούχα και μαλλιά, το κρύο και τα δόντια της, που χτυπούσαν δυνατά, συνέχισε να διαβάζει.
Είχε πια νυχτώσει για τα καλά, όταν σήκωσε τελικά το κεφάλι της. Έπρεπε να παραδεχτεί πως δεν θα ερχόταν σήμερα. Έπρεπε να προσπαθήσει να μαζέψει τα κομμάτια της ψυχής της, που άφησε η απουσία του και να συνεχίσει. Γιατί αύριο, θα τον έβλεπε σίγουρα. Γιατί αύριο, θα ερχόταν να την συναντήσει. Κι αυτή έπρεπε να είναι εκεί. Και να τον περιμένει.
Κοίταξε με τρυφερότητα το βιβλίο, που κρατούσε τόση ώρα σφιχτά. Λίγο πριν το τέλος, η Ηλιαχτίδα και ο Φεγγαρένιος, ένωναν τα χείλη τους επιτέλους, στο δικό τους μοναδικό φιλί κι έδιναν στο παραμύθι, το τέλος που του ταίριαζε. Ο αέρας είχε πια κοπάσει κι η βροχή είχε σταματήσει, όταν σηκώθηκε από το παγκάκι. Έκοψε ένα μουσκεμένο τριαντάφυλλο και το έβαλε σελιδοδείχτη στην τελευταία σελίδα του παραμυθιού. Άφησε το βιβλίο στην θέση, που καθόταν τόση ώρα κι έφυγε.
Ο νεαρός άντρας, έφτασε ξέπνοος στο πάρκο, λίγα λεπτά μετά. Κοίταξε με απελπισία το άδειο παγκάκι κι έκατσε, κρατώντας το κεφάλι του με τα χέρια του. Είχε χλομιάσει και τα χέρια του έτρεμαν, όταν έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα από το τσαντάκι του. Άναψε το τσιγάρο και πήρε μια βαθειά ρουφηξιά , κοιτώντας με θολά μάτια μπροστά του. Δεν την πρόλαβε. Κι ήξερε πόσο της κόστισε. Ένιωσε τον πόνο στο στήθος του να μεγαλώνει, καθώς για μια απειροελάχιστη στιγμή σκέφτηκε πως ίσως την έχασε για πάντα.
Τότε πρόσεξε το βιβλίο και τον αυτοσχέδιο σελιδοδείχτη του. Το σήκωσε με προσοχή και διάβασε το τέλος του παραμυθιού. Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του, καθώς το φεγγάρι ξεπρόβαλε μέσα από τα σύννεφα. Έβγαλε ένα στυλό από το τσαντάκι του κι έγραψε κάτι στο εξώφυλλο του βιβλίου. Πήρε το τριαντάφυλλο και το έβαλε στην τσέπη του. Το άφησε πάλι προσεχτικά στην προηγούμενη θέση του και έφυγε τρέχοντας. Είχε ακόμα ελπίδες να την προλάβει, είχαν ακόμα ελπίδες.
Την επόμενη μέρα , ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό. Τίποτα δεν θύμιζε την καταιγίδα , που πέρασε από το πάρκο, εκτός από κάποιες ξεχασμένες σταγόνες στα λουλούδια και τα μαζεμένα σε σωρούς κιτρινισμένα φύλλα . Ένα νεαρό κορίτσι σταμάτησε μπροστά στο παγκάκι, που βρίσκονταν ακόμα αφημένο το βιβλίο. Το πήρε στα χέρια της με περιέργεια. Ήταν στεγνό και μύριζε τριαντάφυλλο. Το ξεφύλλισε με προσοχή κι ανακάλυψε με έκπληξη πως όλες οι σελίδες του ήταν λευκές. Ξανακοίταξε το εξώφυλλο, που είχε ζωγραφισμένο έναν κύκλο και στην μέση του μία μόνο λέξη γραμμένη με στυλό. Αυτό το «Εμείς» δεν την βοήθησε να καταλάβει τίποτα, ούτε όταν μια λαμπερή ηλιαχτίδα έπεσε επάνω του και το φώτισε..

18 σχόλια:

  1. Λέω τώρα Φωτεινή μου και όχι αφελώς..μήπως θα έπρεπε κάποια στιγμή να τα εκδώσεις..; Έτσι σαν αντίσταση κατά του παραμυθιάσματος των σημερινών καιρών.Ένα παραπάνω χαμόγελο για μας τους ρομαντικούς παραβάτες..!! :)

    Την Καλησπέρα μου κι ενα τρυφερό φιλί.:)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αγαπημένο μου Αερικό,

    Σ' ευχαριστώ για την προτροπή, το χαμόγελο και το "μας"..
    Μου αρέσει το "εμείς"..Εμείς, οι ρομαντικοί παραβάτες, αντιστεκόμαστε με παραμύθια στα παραμυθιάσματα και το "εμείς" πλαταίνει..

    Την καληνύχτα μου κι ένα συνένοχο χαμόγελο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. .....Ο έρωτας ήταν ο καλλιτέχνης, που ζωγράφιζε στον άδειο καμβά της ψυχής της.......

    ζωγράφισες και εσύ στις ψυχές μας όμορφες εικόνες και συναισθήματα.

    Προσθέστε με στο εμείς!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Καλέ μου George,

    Η θέση σου σε μας, τους Ρομαντικούς Παραβάτες, ήταν κρατημένη..:)

    Καλό σου βράδυ κι ένα μεγάλο χαμόγελο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. τι μαγεια αναδυει αυτη η ιστορια...
    γραφεις υπεροχα...στο εχουν ξαναπει ομως...
    φτιαχνεις πολυχρωμες εικονες στη ασπρομαυρη φαντασια του νου...
    να συνεχισεις ετσι..
    σε φιλω!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ομορφη ιστορια κι αυτη Φωτεινη μου.
    Συνηθως λευκες ειναι οι σελιδες.
    Καλο σου απογευμα
    :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. πάντα η ίδια αγωνία..πάντα περιμένω να μπορώ για να αφοσιωθώ με όλα μου σε κάθε παραμύθι σου...ποτέ δεν απογοητεύτηκα..το έχεις που λέμε...
    κανονικά θα πρέπει να ανησυχήσεις αδερφάκι για το μεγάλο μου σχόλιο :) μα έπρεπε να στα πω...

    τα παραμύθια σου
    μου θυμίζουν κάτι ξεχασμένα φλερτ μιας ωραίας εποχής...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Αγαπητή Lockheart,

    Ο έρωτας είναι μαγεία και χαίρομαι, που βοηθώ να αναδειχτούν τα χρώματά του..

    Την καληνύχτα μου κι ένα κόκκινο φιλί

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Αγαπημένη μου Νάντια,

    Οι λευκές σελίδες είναι το μέλλον του σήμερα κι αυτό το εκμεταλλευόμαστε όλοι..

    Καλό σου βράδυ κι ένα γλυκοχαμόγελο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Αγαπημένε μου αδερφούλη,

    Η αλήθεια είναι πως το μεγάλο σου σχόλιο, με ανησύχησε λίγο :)

    Δεν ξεχνάμε τις ωραίες εποχές, τις κουκουλώνουμε...

    Καλό σου βράδυ και μια νεραϊδούλα για να σου τραβάει τα μαλλιά όταν ξεχνάς..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Αγαπημένο Τέρας :),

    Σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και τις ευχές.

    Καλό σου βράδυ και καλές γιορτές

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Καλησπερα φωτεινη μου δυσκολη ιστορια
    οπως η λευκες σελιδες. ομορφα γραμμενη .
    Σου ευχομαι καλη χρονια!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. Καλέ μου λύκε,
    Δύσκολο είναι να έχουν γραφτεί όλες οι σελίδες και να έχει μείνει μόνο ο επίλογος κι ακόμα δυσκολότερο, να μην έχει μείνει τίποτα για να γραφτεί..

    Την καλησπέρα μου,τις ευχές μου κι ένα λυκοαστέρι για να φωτίζει τον δρόμο σου..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  14. ΠΕΡΑΣΑ ΦΙΛΗ ΜΟΥ ΝΑ ΕΥΧΗΘΩ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙΣ ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  15. Ακόμη και το αδύνατο μοιάζει δυνατό , όπως το να ενωθεί η Ηλιαχτίδα με το Φεγγάρι, όταν υπάρχει αγάπη. Έτσι, η Ηλιαχτίδα έσμιξε με τον Φεγγαρένιο...και η Χρύσα με τον Πέτρο, και οι σελίδες στο τέλος έμειναν λευκές για τις επόμενες ιστορίες αγάπης.

    Πανέμορφη ιστορία :) Βλέπω πως οι νεραιδούλες σου δε σταματάνε να πετάνε, πασπαλίζοντας το blog σου με αστερόσκονη! :)

    ΥΓ: Θα συμφωνήσω με το Αερικό... ;)
    ~Φαίη~

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  16. Φίλε μου Σκρουτζάκο,

    Σ' ευχαριστώ για τις ευχές και ανταποδίνω μ'ένα χαμόγελο κι ένα μελομακάρονο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  17. Ζαχαρένια μου Φαίη,

    Η αγάπη όλα τα μπορεί..

    Όσο για τις νεραιδούλες και την αστερόσκονη...πάρε το μαγικό σου φτυάρι κι έλα να συμμαζέψουμε εδώ λίγο!!
    (και μην ξεχάσεις φεύγοντας την κάρτα του επίτιμου μέλους για τους Ρομαντικούς Παραβάτες!!)

    Τα νεραιδοφιλιά μου κι μια φεγγαροαγκαλιά :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  18. Αγαπητέ Δήμο,

    Σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και για την πρόσκληση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή