Παρασκευή 24 Απριλίου 2009

Ο κυνηγός κι η ελαφίνα



Κάποτε ζούσε σε ένα τόπο μακρινό, ένας νεαρός άντρας περήφανος και δυνατός. Ήταν δίκαιος και συνάμα σκληρός, αλλά είχε ευαίσθητη καρδιά και η ματιά του ήταν τρυφερή. Του άρεσε πολύ να κυνηγάει στα δάση και συχνά γυρνούσε ξημερώματα σπίτι κουρασμένος, αλλά ευχαριστημένος από αυτήν την ενασχόληση, που κρατούσε τις αισθήσεις του σε εγρήγορση και του επέτρεπε να είναι μόνος με τον ευατό του.
 Σύντομα, αυτό που ξεκίνησε σαν χόμπι, έγινε το μόνιμο επάγγελμά του. Γνώριζε πλέον τα δάση στην γύρω περιοχή σαν την παλάμη του και η ψυχή του άρχισε να αποζητά καινούρια μέρη και διαφορετικά θηράματα. Έτσι, μια ωραία μέρα, έβαλε τα ρούχα του δρόμου, ζώστηκε το σπαθί του, που δεν αποχωριζότανε ποτέ, πήρε το τόξο του και ξεκίνησε για το δάσος των ελαφιών.
 Μετά από πολύωρο ταξίδι, έφτασε στον προορισμό του. Το δάσος ήταν μαγευτικό και ο ήλιος, που τρυπούσε μέσα από τα δέντρα, του έφτιαξαν την διάθεση. Άρχισε να κοιτάζει γύρω του ψάχνοντας τα σημάδια των ελαφιών. Ακολουθώντας τα ίχνη, έφτασε μπροστά σε μια λίμνη. Στην άκρη της είδε μία ελαφίνα, που έπινε νερό.
 Έπιασε αργά ένα βέλος από την φαρέτρα του και ετοιμάστηκε να σημαδέψει όταν ξαφνικά η ελαφίνα σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Τα μάτια της ήταν υγρά και ήταν εμφανές πως έκλαιγε. Ξαφνιασμένος ο κυνηγός την κοίταξε στα μάτια για μια ατέλειωτη στιγμή και κατέβασε το τόξο του. Την πλησίασε με βήματα αργά για να μην την τρομάξει.
 Η ελαφίνα δεν κουνήθηκε. Δεν προσπάθησε να φύγει. Τον περίμενε ακολουθώντας με το βλέμμα της κάθε του βήμα. Όταν έφτασε κοντά της, άπλωσε το χέρι και την χάιδεψε τρυφερά. "Γιατί κλαις, ελαφίνα μου; Τι σου συμβαίνει" την ρώτησε.
"Είμαι μόνη κι όσο νερό κι αν πίνω δεν ξεδιψώ. Είμαι εδώ, μέρες τώρα, πίνοντας από το πρωί κι η δίψα μου, αντί να καταλαγιάζει, μεγαλώνει. "
 Χωρίς να διστάσει ο κυνηγός έβγαλε το παγούρι του και της έδωσε να πιει. Ήπιε διστακτικά στην αρχή και μετά με βουλιμία το κρύο νερό. Τον κοίταξε και χαμογέλασε. Ο κυνηγός κίνησε να φύγει. Με την άκρη του ματιού του είδε την ελαφίνα να τον ακολουθεί.
"Δεν μπορώ να σε πάρω μαζί μου. Αν θέλεις μπορούμε να βρισκόμαστε το βράδυ. Κι εγώ θα σου φέρνω κρύο νερό να ξεδιψάς" της είπε και συνέχισε τον δρόμο του.
Έτσι κι έγινε. Οι μέρες περνούσαν και κάθε βράδυ συναντιόταν με την ελαφίνα μετά το σούρωπο και μιλούσαν. Κι ο κυνηγός άρχισε να συνηθίζει την παρουσία της και να αποζητά τα υγρά της μάτια, που τον κοιτούσαν με θαυμασμό και αγάπη. Αλλά, άρχισε να του λείπει κι η πολύτιμη μοναξιά του.
Ένα πρωινό, ενώ περπατούσε κοντά στην λίμνη, είδε να μαζεύεται ένα κοπάδι ελάφια. Έσκυβαν, έπιναν νερό, έφευγαν και ξαναρχόταν, έπαιζαν και πηδούσαν. Ένα από αυτά καθόταν μόνο του και καθρεφτίζονταν στο νερό για ώρα. Ο κυνηγός έβαλε ένα βέλος στο τόξο του και τεντώνοντας το, στόχευσε ευθεία επάνω του. Το βέλος καρφώθηκε στην καρδιά του και τα υπόλοιπα ελάφια, έφυγαν τρέχοντας.
 Το νερό είχε αρχίσει να βάφεται κόκκινο, όταν πλησίασε να μαζέψει την λεία του. Κοίταξε την ελαφίνα, που είχαν περάσει τόσα βράδια μαζί και τώρα αργοπέθαινε και της είπε:
"Δεν έπρεπε να μπερδευτείς με τα άλλα ελάφια. Ούτε να κάθεσαι και να καθρεφτίζεσαι σαν νάρκισσος στα νερά. Κι ούτε να με πλησιάσεις το πρωί. Εσύ ξέχασες, αλλά εγώ θυμάμαι την φύση μου και δεν αλλάζω. Εσύ, φταις, που τώρα θα είμαστε κι οι δύο μόνοι".
 Τράβηξε την ελαφίνα έξω από το νερό κι ετοιμάστηκε να της δώσει την χαριστική βολή, όταν εξαφανίστηκε από τα χέρια του και στην θέση της έμεινε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Χαμογελώντας, έβαλε το τριαντάφυλλο στο θηκάρι με το σπαθί του κι έφυγε σφυρίζονας ένα χαρούμενο σκοπό.
 Δεν ξαναγύρισε ποτέ στο δάσος των ελαφιών.



Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

Η βροχή


       Βρέχει σήμερα από το πρωί και νιώθω πάλι αυτήν την έντονη διάθεση να τρέξω, να χορέψω, να δαιμονιστώ.

     Η βροχή είναι για μένα η δική μου πανσέληνος. Την μυρίζω από μακριά κι ανατριχιάζω. Με πλημυρίζει η προσμονή και βαδίζω νευρικά όσο τα συννέφα μαζεύονται. Περιμένω τις πρώτες στάλες με αδημονία. Κοιτάζω συνεχώς έξω από το παράθυρο και εκνευρίζομαι με την αναμονή.

     Οι πρώτες στάλες, που χτυπούν στο παράθυρο, χαράζουν το πρώτο χαμόγελο της μέρας στο πρόσωπό μου. Κατεβαίνω κλεφτά κάτω και περπατώ με τα χέρια ανοιχτά, σηκώνοντας το κεφάλι μου προς τον ουρανό. Νιώθω την βροχή να πέφτει στο πρόσωπό μου σαν χάδι εραστή, ζεστή και απαλή. Τα χείλη μου μισανοίγουν και γλύφω ηδονικά τη σταγόνα, πού' χει κάτσει πάνω τους. Μ΄ ένα χαμόγελο πειρατικό , στριφογυρνώ μέχρι να ζαλιστώ.

     Γυρίζω στο γραφείο με την ενοχή ζωγραφισμένη στο πρόσωπο και κοκκινίζω όταν τα βλέμματα των συναδέλφων πέφτουν στα βρεγμένα μου ρούχα. Σηκώνω το κεφάλι ψηλά και μουρμουρίζω κάτι, που δεν καταλαβαίνω ούτε εγώ..Πάλι έκανα αταξίες..Η ίδια ενοχή που με κυνηγάει πάντα όταν αφήνομαι στα συναισθήματά μου, στην διάθεση της στιγμής, που δεν μπορώ να αιτιολογήσω.

     Όσο πίσω κι αν γυρίσω, βλέπω εικόνες τυλιγμένες στην βροχή. Ποτέ δεν είχα ομπρέλα. Μετά την δέκατη, φορά που την παράτησα σε άγνωστο σημείο, σταμάτησαν οι δικοί μου να μου αγοράζουν άλλες και να με πιέζουν. Περπατούσα ώρα στην βροχή, τσαλαβουτούσα στις λακούβες , τραγουδούσα και χόρευα. Γυρνούσα στο σπίτι μούσκεμα, με το νερό να τρέχει από πάνω μου, μαλλιά, ρούχα, παπούτσια βρεγμένα και μ' ένα ηλίθιο, ευτυχισμένο χαμόγελο, που προσπαθούσα να κρύψω, όσο με κατσαδιάζανε. Τίποτα δεν άλλαξε από τότε..

     Λατρεύω την βροχή που πέφτει επάνω μου, που με ξεπλένει, που κρύβει τα δάκρια, που προκαλεί αυτό το αίσθημα ευφορίας. Τρελαίνομαι να χορεύω και να χοροπηδώ σαν παιδί, να ξεχνώ το χθες και το σήμερα, να μην φοβάμαι το αύριο. Μου αρέσει η μυρωδιά, ο ήχος, η αίσθηση της.

     Βρέχει σήμερα εδώ κι εγώ δεν έχω διάθεση να χορέψω. Εσύ είσαι μακριά. Κι είμαι στεγνή. Από βροχή κι από έρωτα.

Παρασκευή 17 Απριλίου 2009

Η μαγεμένη γερακίνα





     Κάποτε ζούσε μια περήφανη γερακίνα , που συνήθιζε να κοροϊδεύει τα σπουργίτια για την ταπεινή τους φύση. Ήταν τόσο σίγουρη για την υπεροχή της , που ποτέ δεν άκουγε τις απαντήσεις τους και δεν προσπάθησε να καταλάβει τους λόγους , που τα έκαναν να δείχνουν φόβο και δουλοπρέπεια απέναντι στους ανθρώπους.

     Μια φθινοπωρινή μέρα ένα σπουργίτι, αγανακτισμένο από την προκλητική της συμπεριφορά, την ρώτησε αν θα τολμούσε να αλλάξει θέση μαζί του για λίγο, ώστε να μπορέσουν να καταλάβουν πραγματικά ο ένας τον άλλο. Η γερακίνα γέλασε και συμφώνησε.

     Κάλεσαν την φεγγαρομάγισσα κι εκείνη αφού τους άκουσε προσεχτικά απάντησε "μπορώ να σε κάνω σπουργίτι, αν το έχεις αποφασίσει, αλλά να ξέρεις πως μόνη σου θα πρέπει να βρεις τον τρόπο να ξαναγίνεις γερακίνα, όταν έχεις μάθει τους τρόπους των σπουργιτιών" . Η περήφανη γερακίνα δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη.

     Έβρεχε εκείνη την ημέρα και μουσκεμένη και πεινασμένη βρέθηκε μπροστά σε μια νερολακούβα ,την οποία δυσκολευόταν να προσπεράσει εξαιτίας των βρεγμένων φτερών και του μεγέθους της. Κι ενώ είχε αρχίσει να απελπίζεται και να αδημονεί, κατηγορώντας τον εαυτό της για την απερισκεψία της, στάθηκε μπροστά της ένας άνθρωπος και την πήρε στα χέρια του με τρυφερότητα. "Μην στεναχωριέσαι, σπουργιτάκι μου, θα σε φροντίσω εγώ" της είπε και την έκρυψε κάτω από την καμπαρντίνα του, την οποία η ίδια την είδε σαν μεγάλα προστατευτικά φτερά.

     Ο άντρας την οδήγησε σπίτι του. Της έδωσε να φάει και την άφησε να μείνει κοντά στην φωτιά μέχρι να στεγνώσει. Όλο αυτό το διάστημα της μιλούσε και της γελούσε και αυτή αφέθηκε σε αυτήν την αίσθηση της ασφάλειας και της ζεστασιάς με ευχαρίστηση. Οι μέρες περνούσαν κι ανακάλυψε ότι δεν ήθελε να απομακρυνθεί από αυτήν την ζεστή φωλιά και πως κάθε μέρα που περνούσε, δενόταν περισσότερο με τον φιλόξενο οικοδεσπότη. Για να τον κρατήσει ευχαριστημένο, αποφάσισε να ξεχάσει την φύση της γερακίνας, που δεν είχε γνωρίσει ο άντρας και πιθανόν να τον τρόμαζε, και να ενισχύσει την εμφάνιση και την συμπεριφορά του σπουργιτιού, που ολοφάνερα τον διασκέδαζε.

     Μετά από κάποιο διάστημα κι ενώ ο χειμώνας διαδεχόταν το φθινόπωρο, η γερακίνα-σπουργιτάκι άρχισε να προσέχει πως ο άντρας έδειχνε δυσαρέσκεια όταν την αντίκριζε, που μέρα με την μέρα αυξανόταν. Παρά τις συνεχόμενες προσπάθειές της, άλλαζε συνεχώς. Σταμάτησε να την ταΐζει και να την περιποιείται, ενώ τα αστεία και τα πειράγματα είχαν γίνει μακρινό παρελθόν.

     Νιώθοντας την καρδιά βαριά αποφάσισε να βγει και να πετάξει λίγο μακριά, προσπαθώντας να σκεφτεί με ποιον τρόπο θα ξανακέρδιζε το ενδιαφέρον και την καρδιά του. Γυρίζοντας πίσω την ίδια μέρα, βρήκε το παράθυρο κλειστό. Άρχισε να χτυπάει με το ράμφος της το τζάμι, ώστε να την προσέξει. Ο άντρας δεν φάνηκε να την ακούει.

     Πέρασαν μήνες. Κάθε μέρα πήγαινε και του χτυπούσε το παράθυρο, περιμένοντας να γυρίσει μια στιγμή να την κοιτάξει, περιμένοντας να ανοίξει. Ο άντρας κώφευε στις προσπάθειες της, αλλά η ίδια επίμονα πήγαινε κάθε μέρα και άφηνε ένα φτερό στην πόρτα του κάθε πρωί για να του θυμίσει την υπάρξή της, ενώ η ίδια έλιωνε από την πείνα και την αδιαφορία του.

      Κάλεσε γεμάτη απελπισία την φεγγαρομάγισσα να λύσει τα μάγια και να γίνει πάλι γερακίνα, να γυρίσει στην πραγματική φωλιά και ζωή της, αλλά δεν πήρε καμία απάντηση. Κι ενώ η απελπισία την τύλιγε, είδε το παράθυρο να ανοίγει και τον άντρα να την καλεί να μπει στο σπίτι του ξανά. "Έλα σπουργιτάκι μου, να παίξουμε παρέα, να γελάσουμε και πάλι, μου έλειψαν τα φτερά σου και τα χτυπήματα στο τζάμι. Έλα, αν το θέλεις, αλλά να ξέρεις πως δεν ξέρω αν μπορώ να πετάξω μαζί σου".

      Μπήκε μέσα βιαστικά σκεφτόμενη μονάχα ότι επιτέλους θα ζεσταθεί και θα χορτάσει την πείνα της. Την έσφιξε στα χέρια του κι αυτή ένιωσε τα φτερά της να σπάζουν. Δεν μίλησε, δεν παραπονέθηκε. Θεώρησε πως για να είναι μαζί του, αφού δεν μπορούσε αυτός να πετάξει, καλό θα ήταν να μείνει η ίδια στην γη. Το επόμενο πρωινό, ο άντρας άνοιξε το παράθυρο και την άφησε έξω στο περβάζι. Έκλεισε το παράθυρο χωρίς να πει λέξη.

     Έκπληκτη από την απρόσμενη συνέχεια άρχισε να χτυπάει με το ράμφος το παράθυρό του. Ο άντρας άνοιξε το παράθυρο, της άφησε μια χούφτα ψίχουλα και της είπε να περιμένει. "Είναι πολύ στενάχωρα στο σπίτι. Θα ανοίξω να σε πάρω μαζί μου, μόλις κάνω λίγο χώρο. Εδώ θα είσαι καλύτερα" της είπε. Έκλεισε ξανά το παράθυρο και τράβηξε τις κουρτίνες.

      Περίμενε υπομονετικά να της ανοίξει. Δεν τον έβλεπε, αλλά τον άκουγε από έξω να γελάει. Μην έχοντας πια δυνάμεις, σταμάτησε να χτυπάει καθημερινά το τζάμι. Προσπαθούσε να γιατρέψει τα φτερά της και να κρατηθεί στα πόδια της κι αυτό μέρα με την μέρα γινόταν πιο δύσκολο. Κι ενώ την τύλιγε το σκοτάδι, ένιωσε ένα φτερούγισμα δίπλα της.

      Γύρισε κι είδε έναν αετό. Την κοίταξε με προσοχή και της είπε : "Γερακίνα μου, γιατί παριστάνεις το σπουργίτι; Γιατί χτυπάς και ζητιανεύεις στο παραθύρι του ανθρώπου αυτού, που δεν θέλει να σε ακούσει; Γιατί δεν γυρίζεις στην φωλιά σου;"
"Καλέ μου αετέ "του απάντησε "δεν μπορώ να πετάξω τώρα. Οι φτερούγες μου δεν έχουν γιάνει. Δεν μπορώ να βρω μόνη μου τροφή και κρυώνω πολύ".

     Ο αετός αφού σκέφτηκε λιγάκι αποφάσισε να την βοηθήσει. "Θα έρχομαι κάθε μέρα και θα σε ταίζω. Θα σε βάζω κάτω από τα φτερά μου για να μην κρυώνεις. Αλλά θα πρέπει μόνη σου να θυμηθείς πως πετάνε,μόλις γιάνουν οι φτερούγες σου, και να μην αφήσεις να στις σπάσουν ξανά".

     Έτσι κι έγινε. Ο αετός κράτησε την υπόσχεσή του. Την τάιζε και την ζέσταινε. Κι αυτή άρχισε να στέκεται στα πόδια της ξανά. Τα φτερά της άρχισαν να γιατρεύονται. Άρχισε να πειράζει τον αετό και να τον ραμφίζει απαλά κάθε μέρα που τον έβλεπε. Θυμήθηκε πως χαμογελάνε και ποιος είναι ο δρόμος για το σπίτι της.

     Προσπάθησε να πετάξει, αλλά δεν τα κατάφερε. Φώναξε τον αετό και του ζήτησε να την βοηθήσει για τελευταία φορά. "Πάρε με στην ράχη σου να φύγουμε από εδώ" του ζήτησε " κι εγώ θα μάθω να πετάω ξανά".

     Ο αετός την κοίταξε χαμογελώντας και της έδωσε μια σπρωξιά. Ξαφνιασμένη ανακάλυψε πως δεν έπεφτε, αλλά πως πετούσε όπως παλιά. "Έμεινες πολύ καιρό με τους ανθρώπους και ξέχασε τους τρόπους των πουλιών. Μόνη σου πρέπει να βρεις την γερακίνα, που κρύβεις μέσα σου και να γιατροπορευτείς". Και γελώντας, πέταξε ψηλά και χάθηκε.

     Η γερακίνα συνέχισε να πετάει. Κι όσο πιο ψηλά πήγαινε, άλλαζε. Κι όταν έφτασε απέναντι από το φεγγάρι, είχε βρει την άγρια όψη της και την περηφάνεια της. Αναστέναξε και κοίταξε το αετόφτερο, που κρατούσε σφιχτά στα γαμψά της νύχια. Χάραξε ένα μήνυμα στο φεγγάρι με το μυτερό ράμφος της και γέλασε...


Δευτέρα 6 Απριλίου 2009

Η ωραία κοιμωμένη




        Μια φορά κι έναν καιρό, σε μία κοντινή χώρα , ζούσε ένα ζευγάρι πολύ αγαπημένο, που όλοι τους ζήλευαν και τους είχαν για παράδειγμα προς μίμηση.

       Δεν ήταν όμως ευτυχισμένοι, γιατί δεν είχαν παιδιά.
Δοκίμασαν τα πάντα, γιατρούς και γιατροσόφια, εξαντλώντας τα χρήματα , την υπομονή και την αγάπη τους, μέχρι που στο τέλος αποφάσισαν να κάνουν τάμα σε κάποιον άγιο ό,τι τους είχε απομείνει ,ως τελευταία κίνηση απελπισίας.

       Αφού πέρασαν από όλα τα μοναστήρια και τις εκκλησίες χωρίς αποτέλεσμα, κι ενώ το κομπόδεμά τους έφτανε στο τέλος του, κάποιος φίλος τους μίλησε για τον Άγιο Έρωτα. Δεν θα χρειαζόταν να δώσουν τίποτα υλικό ούτε χρήματα, ούτε λαμπάδες, ούτε χρυσάφια και μαλάματα. Μόνο έπρεπε να τάξουν πως το παιδί που θα γεννιόταν θα είχε πάντα την πόρτα και την καρδιά του ανοιχτή , όποτε το ζητούσε ο άγιος. Ανακουφισμένοι, δέχτηκαν ανεπιφύλακτα το τάμα.

      Έτσι έγινε κι ένα αυγουστιάτικο μεσημέρι, την ώρα που ο ήλιος έλαμπε, ήρθε στην ζωή τους , πρόωρο, βιαστικό να γνωρίσει τον κόσμο, ένα κοριτσάκι. Μικροκαμωμένο, φωνακλάδικο, με λαμπερά μάτια και πυκνά μαύρα μαλλιά, μπήκε στην ζωή τους και την άλλαξε για πάντα.
Είχαν ξεχάσει το τάμα και τον άγιο , μέχρι που η κόρη τους μπήκε στην εφηβεία. Ο πρώτος έρωτας ήρθε και την συνεπήρε σαν κύμα άγριο και αγνόησε επιδεικτικά όλες τις συμβουλές και τις νουθεσίες των γονιών και των φίλων. Στο διάβα του έμαθε πως μέσα της κατοικούσε κι ένα άλλο πλάσμα, διψασμένο, πεινασμένο κι άγριο, που ζητούσε να δίνει συνεχώς, μέχρι που εξαντλημένη να λιποθυμήσει.

      Κι ενώ βίωνε μέσα της τόσο έντονα το πάθος και τον πόθο , παρατήρησε έκπληκτη, πως όλοι την κοιτούσαν με οίκτο και περίεργη τρυφερότητα. Προσπάθησε να τους μιλήσει, αλλά ανακάλυψε πως δεν μπορούσε να κινήσει τα χείλη της κι ότι όλοι γύρω της αιωρούνταν σαν σε όνειρο. Έκπληκτη , κατάλαβε πως για τους άλλους, φαινόταν πως κοιμάται με έναν ύπνο βαθύ κι ότι δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί τους.

      Οι γονείς της πανικόβλητοι έτρεξαν στον παλιό τους φίλο να ρωτήσουν αν υπάρχει κάποιος τρόπος να βοηθήσουν την κόρη τους. Αυτός τους απάντησε χωρίς δισταγμό, πως μόλις φύγει ο άγιος, το κορίτσι θα συνέλθει. Η μόνη περίπτωση να μείνει σε αυτήν την κατάσταση, είναι άμα την δαγκώσει το φίδι της προδοσίας.

     Τα χρόνια περνούσαν και το κορίτσι , που έγινε γυναίκα, εξακολουθούσε να πέφτει στον ύπνο του άγιου έρωτα για μερικούς μήνες, μερικά χρόνια, αλλά πάντα ξυπνούσε μετά κεφάτη και γεμάτη όρεξη για ζωή. Κανείς πλέον δεν ανησυχούσε για αυτήν την παράδοξη συμπεριφορά , κανείς δεν ξαφνιαζόταν και η ίδια θεωρούσε πως έτσι συμβαίνει με τον περισσότερο κόσμο και ενώ ο άγιος την τυραννούσε, αυτή πάντα το διασκέδαζε και πίστευε πως αυτός ο ύπνος την αναζωογονούσε και της έδινε δυνάμεις.

     Οι επισκέψεις σιγά σιγά αραίωσαν. Σπάνια πια κοιμόταν και η διάρκεια του ύπνου ήταν πιο σύντομη, κάποια λεπτά, κάποιες ώρες. Μην ξέροντας τι κάνει όλες αυτές τις μέρες, που περνούσε ξύπνια, άρχισε να βρίσκει καθησυχαστικές ρουτίνες, που τις επέτρεπαν να ονειρεύεται ξύπνια, και να κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά.

     Πίστευε πως το τάμα είχε πληρωθεί και ότι δεν θα ξανασυναντούσε τον άγιο, όταν εμφανίστηκε άξαφνα μπροστά της. Χωρίς δισταγμό αφέθηκε να παρασυρθεί από την οικεία αίσθηση του πόθου, ένιωσε πάλι ζωντανή καθώς έπεφτε για πολλοστή φορά στο λήθαργο του έρωτα.

     Τον ένιωσε να φεύγει από κοντά της και προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια της, έτοιμη για την επάνοδο. Τότε ήταν που ένιωσε την δαγκωνιά στο πόδι. Αισθάνθηκε το κορμί της να μυρμηγκιάζει καθώς το δηλητήριο προχωρούσε προς την καρδιά της.

     Κάθε προσπάθεια να ξυπνήσει την έριχνε σε ολοένα και πιο βαθύ ύπνο. Και μόλις άνοιγε τα μάτια της, αντίκριζε το φίδι απέναντί της. Ο έρωτας ξανάρθε κι έφυγε με τον ίδιο τρόπο, αφήνοντάς την να κοιμάται, χωρίς να βρίσκει πλέον ανάπαυλα στην ζωή.

     Πανικόβλητοι οι γονείς έτρεξαν πάλι στον παλιό τους φίλο .Εκείνος τους είπε πως δεν γνωρίζει ποια είναι η θεραπεία. Έπεσαν στα γόνατα και τον παρακάλεσαν να μεσολαβήσει στον θεό , τάζοντας ότι είχαν και δεν είχαν. Τους είπε ότι θα το προσπαθούσε.
Μερικές μέρες αργότερα πήγε να τους επισκεφτεί. Βρήκε την γυναίκα ξαπλωμένη στο κρεβάτι της να κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά, έχοντας αγκαλιά το φίδι, να της δαγκώνει τα χείλη. Οι γονείς τον κοίταξαν γεμάτοι προσμονή.

     «Το μόνο αντίδοτο στον δάγκωμα του φιδιού της προδοσίας είναι να βρεθεί αυτός , που ξεπερνώντας το φόβο του, θα την αγκαλιάσει, μαζί με το φίδι, και θα της δώσει ένα βαθύ φιλί , ρουφώντας από τα χείλη της το δηλητήριο», τους είπε. «Έτσι και γίνει αυτό, η κόρη σας θα είναι ελεύθερη για πάντα και από το τάμα και από τον άγιο.»

      Οι γονείς του φίλησαν τα χέρια και άρχισαν αμέσως να ψάχνουν τον άντρα αυτόν, που θα έφερνε σε πέρας την αποστολή. Βάλανε παντού αγγελίες και ανακοινώσεις, έταξαν μεγάλη αμοιβή για όποιον τα κατάφερνε και περίμεναν.

     Πέρασε καιρός. Πολλοί ήρθαν να δοκιμάσουν, αλλά έκαναν πίσω όταν αγκαλιάζοντας την , νιώθανε την κρυάδα του φιδιού να τους παγώνει το κορμί και αντίκριζαν τα δαγκωμένα χείλη της.

     Μία μέρα εμφανίστηκε μπροστά τους ένας νεαρός άντρας. Αφού κοίταξε καλά την γυναίκα, ζήτησε από τους γονείς την άδεια να δοκιμάσει κι αυτός, λέγοντας πως το μόνο που ήθελε ως ανταμοιβή ήταν η αγάπη της κόρης τους. Οι γονείς του την έδωσαν και τον κοίταξαν με ελπίδα καθώς την πλησίασε.

     Έσκυψε χωρίς δισταγμό, την αγκάλιασε και την φίλησε στα χείλη για πολύ ώρα, μέχρι που το φίδι εξαφανίστηκε . Η γυναίκα ανακάθισε στο κρεβάτι και κοίταξε γύρω της με περιέργεια. Σηκώθηκε χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στον νεαρό άντρα και πήγε στον καθρέφτη. Κοίταξε τα πρησμένα χείλη της και τα χάιδεψε με νοσταλγία.

     Γύρισε και τον κοίταξε με μίσος. «Ποιος σου ζήτησε να με ξυπνήσεις; Ποιος σου είπε πως θέλω να λυτρωθώ; Χίλιες φορές στην αγκαλιά του ύπνου του φιδιού, παρά ξύπνια να προχωρώ στο πλευρό σου δίχως έρωτα».

Ο άντρας έφυγε.
Ο έρωτας δεν ξανάρθε.
Το φίδι δεν την ξαναεπισκέφτηκε.
Κι η γυναίκα έμεινε ξύπνια και μόνη.