Σάββατο 29 Αυγούστου 2009

Ανάμεσα σε δύο κόσμους


Ο Δημήτρης στάθηκε στο φυσικό πλάτωμα, στην ράχη του βουνού και κοίταξε το ποτάμι που ορμητικό κυλούσε προς τα ριζά του, ακολουθώντας το δικό του φιδωτό μονοπάτι.
Εκεί υπήρχαν δύο χωριά, αντικριστά στις όχθες του ποταμού, φυσικό σύνορο και εμπόδιο ανάμεσά τους. Ο ήλιος που έδυε, είχε ήδη αφήσει το ένα χωριό στο σκοτάδι, τονίζοντας τις διαφορές τους. Γιατί τα δύο χωριά , διέφεραν όπως η μέρα με την νύχτα, κι ο Δημήτρης το ήξερε καλύτερα από τον καθένα.
Έκατσε σε μια πλατειά πέτρα κι άναψε τσιγάρο. Πήρε βαθιές ρουφηξιές μέχρι να νιώσει τον καπνό να του καίει τα σωθικά και κοίταξε ξανά τα δύο χωριά. Η κόλαση κι ο παράδεισός του ήταν εκεί, μπροστά του . Η πίκρα από το τσιγάρο που αργόσβηνε στα χείλη του, απλώθηκε στην καρδιά του.
Δύο χωριά, δύο γυναίκες, δύο αγάπες τον έφεραν σήμερα εδώ πάνω. Πέρασαν από την ζωή του αφήνοντας το ανεξίτηλο σημάδι τους χωρίς να κατορθώσουν να γεμίσουν την μοναξιά του. Και δεν ήξερε αν έφταιγε αυτός, που ζητούσε πολλά ή αυτές που δεν μπορούσαν να τα δώσουν.
Η πρώτη , η Αλεξάνδρα, ήταν ήρεμη, λογική, σταθερή στις απόψεις και στον έρωτα, ένα λιμάνι στις φουρτούνες. Μπορούσε να μιλάει με τις ώρες μαζί της για όλα τα θέματα και να νιώθει την κατανόησή της να τον σκεπάζει σαν ζεστό πάπλωμα. Τον εμπιστευόταν τυφλά και δεν έχανε ευκαιρία να του δείχνει τον θαυμασμό και την αγάπη της. Κι ενώ ήταν η γυναίκα που ήθελε μαζί της να χουζουρέψει το πρωί στο κρεβάτι, ο λόγος δεν ήταν η κούραση του έρωτα της περασμένης βραδιάς. Δεν υπήρχε ο ηλεκτρισμός, το πάθος, ο αναγκαίος ερωτισμός.
Η δεύτερη , η Μερόπη, είχε όλο το πάθος και την φλόγα που έλειπε από την Αλεξάνδρα. Και μόνο ο ήχος της φωνής της, τον έκανε τρελό από πόθο. Την ήθελε κάθε στιγμή και λεπτό, αλλά η έντασή της σχέσης τους δεν περιοριζόταν στο κρεβάτι. Διαφωνούσαν σχεδόν στα πάντα. Από την μουσική που άκουγαν μέχρι τους ανθρώπους που συναναστρέφονταν .Έπαιζε συνεχώς με τα συναισθήματά του, δοκίμαζε την υπομονή και την αγάπη του και παραπονιόταν ότι την παραμελούσε όταν δεν είχε την αποκλειστική προσοχή του. Η κακία της όταν θύμωνε και η ανυπόφορη ζήλια της, τον εγκλώβιζαν σ’ ένα κλουβί, που ήθελε απεγνωσμένα να δραπετεύσει. Ήταν η φουρτουνιασμένη θάλασσα που τον έλκυε με την άγρια ομορφιά της , αλλά που η φρόνηση τον κρατούσε μακριά .
Και οι δύο είχαν κάτι που ήθελε, που συμπλήρωνε τα θέλω και τις ανάγκες του. Και οι δύο είχαν κάτι που απεχθανόταν και που δεν μπορούσε να προσπεράσει.. Και τις δύο τις έδιωξε από την ζωή του και τώρα ήταν μόνος. Τώρα περίμενε κάτι να συμβεί. Να έρθει ο πραγματικός έρωτας να τον ξεσηκώσει. Με το ένα πόδι στην γη και το άλλο στον ουρανό να περπατήσει και να έρθει κοντά του. Και να τον λυτρώσει.
Ο ήλιος είχε δύσει εδώ κα ώρα. Έσβησε προσεχτικά το τσιγάρο στο βράχο, έβαλε το αποτσίγαρο στο άδειο πακέτο μαζί με τις υπόλοιπες γόπες και επιθεώρησε το καταφύγιό του. Όταν βεβαιώθηκε πως η παρουσία του εκεί το άφησε ανέγγιχτο, άρχισε να κατηφορίζει το γνωστό μονοπάτι, που οδηγούσε στο πρώτο χωριό. Για να φτάσει στο σπίτι του, έπρεπε να περάσει από την μικρή γέφυρα, που ένωνε τα χωριά πάνω από το ποτάμι. Ήταν επικίνδυνη όταν τα νερά ήταν ανεβασμένα από τις βροχές, όπως σήμερα. Έπρεπε να βιαστεί.
Διέσχισε το μικρό χωριό κι έφτασε στην άκρη της μικρής γέφυρας. Προχώρησε προσεχτικά , κοιτώντας κάτω για να μην γλιστρήσει στα νερά , που κάλυπταν πολλά σημεία της, όταν φτάνοντας στη μέση της είδε κάτι να γυαλίζει κάτω από το φως του φεγγαριού. Γεμάτος περιέργεια έσκυψε να δει το παράξενο αντικείμενο που επέπλεε σε μια νερολακούβα. Ήταν ένα μικρό άσπρο κουτί, τυλιγμένο με κόκκινη κορδέλα.
Το κράτησε στα χέρια του. Ήταν πολύ ελαφρύ σαν να ήταν άδειο. Το κούνησε δίπλα στο αυτί του κι ένιωσε παρά άκουσε ότι υπήρχε κάτι μέσα. Έμεινε αναποφάσιστος για μια στιγμή, αλλά η περιέργεια νίκησε κι έλυσε την κόκκινη κορδέλα . Άνοιξε το κουτί με προσοχή και ξαφνιασμένος ,καθώς η πεταλούδα βγήκε πετώντας ορμητικά από μέσα , άφησε να του πέσει κάτω μαζί με την κόκκινη κάρτα , που περιείχε.
Έσκυψε για δεύτερη φορά και το σήκωσε και γύρισε προς το φεγγάρι για να διαβάσει τα χρυσά γράμματα στην κάρτα. «Σ’ ευχαριστώ που με ελευθέρωσες. Σου κάνω δώρο μία ευχή για ανταμοιβή. Πρόσεξε όμως καλά τι θα ευχηθείς, γιατί θα γίνει πραγματικότητα. Δεν θα μπορέσεις να την αλλάξεις, ούτε θα έχεις δεύτερη ευκαιρία. Η νεράιδα του ποταμού»
Ο Δημήτρης έμεινε για μια στιγμή ακίνητος. Δεν πίστεψε στιγμή ότι αυτό που κρατούσε στα χέρια του ήταν κάτι παραπάνω από μία φάρσα, αλλά η καρδιά του σκίρτησε. Του φάνηκε σαν κάποιος να απαντούσε την αγωνία και στην μοναξιά του κι αυτό τον γέμισε με μια περίεργη χαρά και αυτοπεποίθηση.
Έκλεισε τα μάτια και είπε «Θέλω την γυναίκα-σύζευξη των δύο γυναικών που αγάπησα, την Αλεξάνδρα και την Μερόπη σε ένα, την τέλεια γυναίκα για μένα». Ανοίγοντας τα μάτια είδε μπροστά του μια μικρή νεράιδα που τον κοιτούσε αυστηρά. «Πήγαινε σπίτι σου. Η ευχή σου έχει πραγματοποιηθεί. Να θυμάσαι πάντως , πως εγώ σε προειδοποίησα».
Ένα μήνα μετά καθόταν στην μέση της γέφυρας , με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από τα άγρια νερά του ποταμού και μια έκφραση παραίτησης στο πρόσωπο. Φώναζε για ώρα καλώντας την νεράιδα να εμφανιστεί και να πάρει πίσω το δώρο της. Αυτή εμφανίστηκε μ’ ένα βαριεστημένο ύφος στο πρόσωπό της και τον ρώτησε τι πήγε στραβά.
«Είναι τόσο τέλεια που δεν μπορώ να την αγαπήσω. Σε όλα κρίνομαι ανεπαρκής, μια που εγώ παρέμεινα άνθρωπος με αδυναμίες και ελαττώματα. Δεν αφήνει μια χαραμάδα ανοιχτή στο όνειρο, γιατί δεν αναζητά τίποτα. Στο ταξίδι της ζωής δεν είναι συνταξιδιώτισσα, είναι παρατηρητής. Και μαζί της αισθάνομαι περισσότερο μόνος.»
Η νεράιδα του απάντησε «Έχασες δυο αγάπες γιατί δεν κάθισες να πολεμήσεις για αυτές. Δεν κατάλαβες πως τις αγαπούσες για τα ελαττώματά τους, παρά για τα προτερήματα. Σκέφτηκες μόνο τον εαυτό σου και τις δικές σου ανάγκες. Θα σου δώσω μία δεύτερη ευκαιρία, αν και δεν ξέρω αν την αξίζεις. Έλα αύριο πάλι εδώ να με βρεις, αυτή την ώρα». Και λέγοντας την τελευταία φράση πέταξε μακριά.
Την επόμενη μέρα ο Δημήτρης την πέρασε κοιτώντας ανυπόμονα το ρολόι του. Την συμφωνημένη ώρα ξεκίνησε για την γέφυρα. Είδε μια άγνωστη γυναίκα να διασχίζει την γέφυρα. Την είδε από μακριά, καθώς ερχόταν από την απέναντι όχθη. Έφτασε στη μέση της γέφυρας λίγο πριν απ’ αυτόν κι έσκυψε να πάρει κάτι από το έδαφος. Έτρεξε για να βρεθεί κοντά της και αρπάζοντας το άσπρο κουτάκι με την κόκκινη κορδέλα , το πέταξε στο ποτάμι.
Η γυναίκα σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε με έκπληξη και απορία. Τα ελαφίσια μάτια της είχαν κάτι πονεμένο και σκληρό συνάμα. Ο Δημήτρης χαμογέλασε..

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2009

Ο δράκος και τα παραμύθια



Ζούσε κάποτε σε μια μακρινή χώρα ένας μοναχικός Δράκος Ήταν ο τελευταίος της γενιάς του, μια που τους γονείς του, τους είχαν σκοτώσει οι άνθρωποι από αμέλεια και αναίτια κακία
Έμενε στο ερειπωμένο κάστρο του, που σκαρφαλωμένο στην κορυφή του βουνού, του έδινε το πλεονέκτημα να ελέγχει εύκολα την γύρω περιοχή, χωρίς να δίνει στόχο πετώντας στα ουράνια.
Παρά τα όσα λέγονται κατά καιρούς για τους δράκους, αυτός δεν ήταν αιμοδιψής, ούτε έκανε επιδρομές στα χωριά των ανθρώπων γύρω από το κάστρο. Ήταν όμως επιφυλακτικός απέναντί τους και φρόντιζε να τρομάζει όσους πλησίαζαν από το κοντινό δάσος , πετώντας πάνω από τα κεφάλια τους και βγάζοντας φωτιές από το στόμα, καίγοντας τα κοντινά δέντρα και οριοθετώντας την περιοχή του. Εξαφανιζόταν από τα μάτια του τρέχοντας , χωρίς να γυρίσουν να τον κοιτάξουν δεύτερη φορά.
Συχνά τις βραδιές χωρίς φεγγάρι, όταν η μοναξιά τον βάραινε, συνήθιζε να πηγαίνει κρυφά και σιωπηλά στα χωριά, να παρακολουθεί τους ανθρώπους και να προσπαθεί να τους καταλάβει. Τις περισσότερες φορές γυρνούσε στο κάστρο απογοητευμένος, νιώθοντας δικαιωμένος για την απόσταση που κρατούσε , γιατί αυτά που έβλεπε κι άκουγε , τόνιζαν την φαυλότητα και την αναλγησία των ανθρώπων.
Ήταν όμως κάποια βράδια που γυρνούσε με μια λαχτάρα στην καρδιά του κι ένα παράπονο μυστήριο ξυπνούσε μέσα του. Η μοναξιά του που τόσο υπερηφανευόταν για αυτήν και που την θεωρούσε στολίδι του, άρχισε να αποκτά ρωγμές. Κι από εκεί ξεπηδούσαν όνειρα για έναν κόσμο , που άνθρωποι και δράκοι θα μπορούσαν να ζήσουν ειρηνικά και να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο για ένα καλύτερο αύριο. Το πρωί έκλεινε τις ρωγμές με θυμό και απελπισία για να ξαναμπεί στον φαύλο κύκλο μετά από λίγες μέρες.
Για όλα έφταιγαν τα παραμύθια. Ήταν πεπεισμένος γι’ αυτό. Τα παραμύθια που λέγανε οι άνθρωποι για να κρύψουν μέσα τους ότι δεν καταλάβαιναν κι ότι φοβόταν . Τα παραμύθια που στάθηκαν αιτία να σκοτώσουν τους άλλους δράκους της γενιάς του. Ο δράκος βημάτιζε νευριασμένος πάνω κάτω στο κάστρο. Πετούσε μακριά χωρίς να προφυλάσσει τον εαυτό του. Και γινόταν όλο και πιο απρόσεκτος στις νυχτερινές του βόλτες.
Εκείνο το βράδυ, αν και το φεγγάρι έλαμπε στον ουρανό, αποφάσισε να πάει μια βόλτα σ’ ένα από τα κοντινά χωριά. Πέταξε βιαστικά μέχρι να βγει από το δάσος και συνέχισε περπατώντας, προσπαθώντας να κρύβεται στις σκιές. Φτάνοντας στο πρώτο σπίτι του χωριού, κοντοστάθηκε έξω από το ανοιχτό παράθυρο και κοίταξε μέσα.
Πρώτα άκουσε την φωνή της και μετά την είδε. Κουβαριασμένη στην πολυθρόνα κάτω από το φωτιστικό, διάβαζε μεγαλόφωνα και σχολίαζε μόνη της, μιλώντας σ’ έναν φανταστικό σύντροφο. Γεμάτος περιέργεια πλησίασε πιο κοντά και τότε η κοπέλα σήκωσε τα μάτια της και τον είδε. Δεν έδειξε να ξαφνιάζεται με την παρουσία του. Τον κοίταζε μόνο ερωτηματικά περιμένοντας να μιλήσει.
Ο δράκος , παραξενεμένος από την αντίδρασή της και θυμωμένος που επέτρεψε να τον δουν, παρέμεινε σιωπηλός αναμένοντας την ερώτηση, που τελικά δεν ήρθε. Η κοπέλα έστρεψε τα μάτια της στο βιβλίο που κρατούσε και συνέχισε να διαβάζει. Ήταν ένα παραμύθι. Ένα παραμύθι όμως διαφορετικό απ’ όσα είχε ακούσει μέχρι εκείνη την ημέρα. Μιλούσε για τον έρωτα και τον πόνο του, για την αγάπη και τα μυστικά της, για την μοναξιά και την απελπισία που γεννά.
Η κοπέλα σταμάτησε το διάβασμα και σχολίασε το παραμύθι κοιτώντας τον στα μάτια. Ο δράκος, απροετοίμαστος για αυτήν την εξέλιξη, απάντησε . Την κοίταξε λοξά και κούνησε δυνατά τα φτερά του . Αυτή άρχισε να διαβάζει ένα καινούριο παραμύθι. Ο δράκος έβγαλε φωτιά καίγοντας ένα μικρό κομμάτι γης γύρω του. Αυτή συνέχισε να διαβάζει ατάραχη, σταματώντας μόνο για να σχολιάσει και περιμένοντας την απάντησή του. Έτσι πέρασαν το βράδυ.
Γυρνώντας στο κάστρο του ξημερώματα , ένιωσε πως κάτι καινούριο είχε μπει στην ζωή του, το οποίο δεν γνώριζε και δεν ήξερε πώς να το χειριστεί. Τα παραμύθια της νύχτας, γίνανε τα όνειρα του πρωινού κι αυτός μπερδεμένος στεκόταν αναποφάσιστος μπροστά στην πόρτα του πύργου μην ξέροντας τι να κάνει.
Κάθε βράδυ έλεγε πως δεν θα πάει να την ανταμώσει ξανά και κάθε βράδυ κινούσε να την βρει με τις αισθήσεις του σε εγρήγορση. Ήταν σίγουρος πως ήταν κάποια παγίδα. Πως αυτή ήταν το δόλωμα για να πιάσουνε οι άνθρωποι τον δράκο και να τον σκοτώσουν , όπως τόσους άλλους πριν. Αλλά η μαγεία των παραμυθιών νικούσε τις επιφυλάξεις του και πήγαινε να την βρει και να της μιλήσει.
Ίσως να συνεχιζόταν για χρόνια αυτό, αλλά ένα βράδυ η κοπέλα του είπε πως έχει να του διαβάσει ένα ιδιαίτερο παραμύθι. Ένα παραμύθι που τον αφορούσε . Ένα παραμύθι για την κοπέλα που αγάπησε τον δράκο. Βγήκε για πρώτη φορά έξω από το σπίτι της και τον πλησίασε. Ακούμπησε τα βιβλία προσεχτικά στο έδαφος κι έκατσε οκλαδόν μπροστά του. Άπλωσε το χέρι να τον χαϊδέψει, ενώ χαμογελούσε τρυφερά.
Ο δράκος αναπήδησε σαν να τον είχε αγγίξει πυρωμένο σίδερο. Με μια μόνο ανάσα έβγαλε μια μεγάλη φωτιά καίγοντας τα βιβλία με τα παραμύθια που βρισκόταν μπροστά του. Κοίταξε με μίσος την κοπέλα και της ζήτησε να εξαφανιστεί από μπροστά του πριν κάψει και την ίδια. Το χαμόγελο πέτρωσε στο πρόσωπο της κοπέλας κα σηκώθηκε όρθια. «Κάψε με αν αυτό είναι που θέλεις» του είπε. «Κάψε τα παραμύθια και τα όνειρα. Δεν μπορείς όμως να κάψεις την αγάπη, που σου χάρισα. Κράτα την , δώρο από μένα».
Ο δράκος δίστασε για μια στιγμή. Μετά την κοίταξε περιφρονητικά και απάντησε «Δεν πιστεύω στα παραμύθια. Δεν ονειρεύομαι ποτέ. Δεν δέχομαι δώρα από κανέναν». Από το στόμα του βγήκε φωτιά και την τύλιξε. Άνοιξε τα φτερά του και πέταξε γρήγορα μακριά.
Την άλλη μέρα το πρωί σηκώθηκε από ένα ύπνο χωρίς όνειρα. Ένιωθε παράξενα βαρύς και αδύναμος. Περνώντας από τον καθρέφτη στο σαλόνι κοίταξε μηχανικά το είδωλό του κι έβγαλε μια φωνή απελπισίας. Δάκρυα λύσσας έτρεξαν από τα μάτια του , που κόκκινα κι αγριεμένα τον κοιτούσαν. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει χειρότερη τιμωρία.
Ο καθρέφτης έδειχνε έναν άνθρωπο.

Τρίτη 18 Αυγούστου 2009

Η κόκκινη κορδέλα

Η Θάλεια σήκωσε τα μακριά μαύρα μαλλιά της με το ένα της χέρι, ενώ με το άλλο τύλιξε γύρω τους την κόκκινη κορδέλα. Ίσιωσε το κορμί της και τέντωσε το πηγούνι της μπροστά. Τα μάτια της άστραφταν καθώς κοιτούσε μπροστά της την πόλη ντυμένη στο φως της σελήνης.
Τον περίμενε να έρθει. Όπως κάθε βράδυ εδώ και μήνες. Στεκόταν όρθια με πόδια ανοιχτά, πατώντας σταθερά και εξερευνούσε τις σκιές γύρω της, περιμένοντας να δει την γνωστή φιγούρα να προβάλλει από το σκοτάδι και να το κάνει μέρα.
Δεν ήξερε τι ώρα ήταν. Ούτε πόση ώρα περίμενε. Δεν φορούσε ποτέ ρολόι, όταν σκόπευε να τον συναντήσει. Δεν ήθελε να μετράει τον χρόνο, που θα έκανε για να έρθει, ούτε τα λεπτά που ήταν μαζί και δεν ήθελε να ξέρει πόσο θα απουσίαζε. Μετρούσε τον χρόνο μόνο με τους χτύπους της καρδιάς της.
Ένιωσε τα πόδια της να πονάνε από την ορθοστασία κι οι χτύποι της καρδιάς της την προειδοποίησαν πως είχε αργήσει. Είχε αργήσει περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ο φόβος της άρχισε να παίρνει σχήμα κι ένιωσε εκείνο τον πόνο στο στομάχι, τον χαρακτηριστικό, επίμονο και οικείο πόνο της απώλειας.
Την είχε προειδοποιήσει πολλές φορές. Να μην τον ερωτευτεί. Να μην τον εμπιστεύεται. Να τον φοβάται. Αλλά αυτή δεν μπορούσε να του δίνεται χωρίς έρωτα. Ούτε να ερωτεύεται χωρίς εμπιστοσύνη. Και δεν υπάρχει εμπιστοσύνη που να στηρίζεται στον φόβο. Σήμερα όμως φοβόταν. Φοβόταν πως δεν θα ερχόταν και πως τον έχασε για πάντα. Και πως έφταιγε αυτή γι’ αυτό.
Ξετύλιξε την κόκκινη κορδέλα από τα μαλλιά της και την έδεσε στο χέρι της. Έμεινε πολύ ώρα να την κοιτάει. Το αίμα που ένιωθε να χτυπάει στο σφυγμό της στην σκέψη του, το κόκκινο πανί της στην αρένα του έρωτα, η σημαδούρα του πάθους της , η αγαπημένη της κόκκινη κορδέλα ήταν για άλλη μια φορά στα χέρια της και αυτή δεν ήξερε τι να την κάνει.
Το κεφάλι της κόντευε να σπάσει. Ένιωσε σφυριά να χτυπάνε στα μηνίγγια της και το βλέμμα της θόλωσε. Η γνωστή ναυτία που ακολουθούσε την ημικρανία την έκανε να κάτσει κάτω τρεκλίζοντας σαν σουρωμένη. Έπιασε το κεφάλι της με τα δυο της χέρια κι έγειρε προς τα πίσω , ξαπλώνοντας στο χώμα. Κουλουριάστηκε σαν έμβρυο, ζητώντας λύτρωση χωρίς να σταματήσει στιγμή να σφίγγει στα χέρια της την κορδέλα.
Τότε άκουσε τα βήματα κι είδε την σκιά που την πλησίαζε. Προσπάθησε να σηκωθεί , αλλά ο πόνος την γονάτισε. Έτσι γονατισμένη, ένιωσε την ζεστή ανάσα του στο λαιμό της και γύρισε να τον αντικρύσει γεμάτη χαρά. Το χαμόγελο όμως πάγωσε στο πρόσωπό της μόλις είδε το βλέμμα του.
Το είχε δει να αλλάζει πολλές φορές. Άλλοτε σκοτεινό, άγριο, θυμωμένο, με την γνωστή υπερηφάνεια και υπεροψία κι άλλοτε τρυφερό, ερωτικό, ρομαντικό, ονειροπόλο, απαλό σαν χάδι ,την ταρακουνούσε πάντα συθέμελα κι έβγαζε έξω την κρυμμένη Θάλεια. Σήμερα όμως ήταν διαφορετικό. Ήταν αδιάφορο.
Την τύλιξε η απογοήτευση και ταυτόχρονα ένιωσε την διάθεση να τον ταρακουνήσει μια φορά με την σειρά της, να τον γρατζουνήσει, να τον χτυπήσει, να τον πληγώσει, να δει αν ματώνει κι αυτός, αν μπορεί να φτάσει κάτω από το σκληρό πετσί του και να τον πονέσει. Σήκωσε το χέρι της να τον χτυπήσει και τα μάτια της έπεσαν στην κόκκινη κορδέλα, που ήταν γύρω του δεμένη σαν υπενθύμιση.
Τον αγκάλιασε κι άρχισε να κλαίει. Μέσα από τα αναφιλητά της , άρχισε να του διηγείται τα όνειρα που έβλεπε κι αυτά που ήθελε μαζί του να ζήσει. Του είπε για τα πρωινά που δεν ήθελε να ξυπνήσει για να μην τον χάσει από κοντά της. Του είπε για τις ατέλειωτες μέρες χωρίς την παρουσία του. Μιλούσε μέχρι που άδειασε από δάκρυα και λέξεις.
Έπεσε σιωπή. Την σκούντηξε απαλά κι έκατσε μακριά της. «Αλλάζεις» της είπε «αλλάζεις γνώμη, συναισθήματα, εκφράσεις. Και περιμένεις εγώ να προσαρμοστώ. Εσύ φεύγεις, έρχεσαι, ξαναφεύγεις. Εγώ είμαι εδώ. Έβγαλες την κόκκινη κορδέλα και τα μαλλιά σου κρύβουν τον λαιμό σου, που ακουμπούσε η γλώσσα και τα δόντια μου. Μην περιμένεις εγώ να στα μαζέψω. Δεν θέλω. Και δεν μπορώ».
Κοιτάχτηκαν σαν αντίπαλοι που αναμετρούσε ο ένας τον άλλο. Η Θάλεια του είπε χαμηλόφωνα «Κάποτε πίστεψα πως στο παιχνίδι αυτό δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Έπαιξα την καρδιά μου για να ρεφάρω μ’ ένα σου χαμόγελο. Έμεινα όμως μόνη στο τραπέζι. Κάποτε πίστεψα πως θα μπορούσαμε να πετάξουμε μαζί. Έβγαλα φτερά μόνο για να είμαι πλάι σου. Μ’ άφησες όμως μόνη στα σύννεφα».
Αυτός σηκώθηκε όρθιος την κοίταξε περιπαιχτικά κι απάντησε «Κάποτε. Μα τώρα είμαστε εδώ. Κι εγώ δεν μπορώ να περιμένω». Τα δόντια του έλαμψαν στο φως του φεγγαριού. Το βλέμμα του έμεινε καρφωμένο επάνω της. Ένιωσε την ανυπομονησία του καθώς την είδε να σηκώνεται.
Έλυσε με αργές κινήσεις την κορδέλα από το χέρι της. Σήκωσε τα μακριά μαύρα μαλλιά της με το ένα της χέρι , ενώ με το άλλο τύλιξε γύρω τους την κόκκινη κορδέλα. Του γύρισε την πλάτη της και τα μικρά φτερά που είχε τατουάζ λάμψανε στους ώμους της. Γονάτισε στο έδαφος και έστρεψε ελαφρά το κεφάλι κοιτώντας τον.
Άκουσε το ουρλιαχτό του. Ένιωσε το κάλεσμα. Έμεινε ακίνητη περιμένοντας μέχρι που ένιωσε την γλώσσα του στην βάση του αυχένα της. Ρίγησε καθώς τα δόντια μπήκαν στον λαιμό της. Είχαν περάσει πολλά χρόνια κι είχε χάσει το κόκκινο σκουφί της. Αλλά η αγάπη της γι’ αυτόν είχε μείνει ίδια.
«Έλα να γράψουμε ξανά το παραμύθι» της είπε. «Αλλά τώρα να είσαι εσύ η κακιά»..


Τετάρτη 12 Αυγούστου 2009

Η πανοπλία


Ζούσε κάποτε, σ’ έναν τόπο μακρινό, ένας ιππότης δυνατός και ανδρείος, πιστός στους φίλους και τρομερός στους εχθρούς, και σαν ιππότης απροσδόκητα ευαίσθητος και ρομαντικός με τις γυναίκες.
Χρόνια πολεμούσε υπηρετώντας την ιδέα του για έναν κόσμο πιο δίκαιο, πιο όμορφο, πιο ασφαλή για τους αθώους. Τόσα χρόνια, που είχε ξεχάσει πως είναι να ζεις χωρίς να δίνεις μάχη.
Αγαπημένο του φετίχ, ήταν η περικεφαλαία της πανοπλίας του, την οποία γυάλιζε και λάδωνε καθημερινά , για να είναι όμορφη και να τον κρατάει ασφαλή. Τόσο την πανοπλία, όσο και την περικεφαλαία, σπάνια τα αποχωριζόταν.
Πριν από μερικούς μήνες γνώρισε την Φραντζέσκα, με την οποία βρισκόταν κάθε φορά, που γυρνούσε στον τόπο του μετά από τις μικρές ή μεγαλύτερες μάχες του στα γύρω βουνά. Συναντιόντουσαν πάντα βράδυ, έξω από τον πύργο της και περπατούσαν στην γύρω περιοχή, καταλήγοντας πάντα στο προστατευμένο από τα ψηλά βράχια ξέφωτο στο κοντινό δάσος
Όταν γυρνούσε, περνούσε κάτω από το παράθυρό της και χωρίς να ξεπεζέψει από το άλογό του , έριχνε πετραδάκια στο παράθυρό της, το σύνθημα για να κατέβει. Κι αυτή έτρεχε να τον συναντήσει και καθόταν μαζί του μιλώντας με οικειότητα, που μεγάλωνε κάθε φορά που ξαναβρισκόταν. Την αποχαιρετούσε μ’ ένα χάδι και την υπόσχεση πως το σπαθί του θα την προστάτευε.
Πάντα τον έβλεπε με την πανοπλία του και σπάνια , μετά από παρακάλια, χάδια και πειράγματα , έβγαζε την περικεφαλαία για λίγο, ίσα για του χαϊδέψουν το πρόσωπο τα λυτά της μαλλιά. Μετά την ξανάβαζε κι έφευγε για μια καινούρια μάχη, για έναν καινούριο πόλεμο. Έβλεπε τον αναβάτη και το άλογο να ξεμακραίνουν και η καρδιά της μάτωνε. Δεν είχε την δύναμη όμως να του ζητήσει να μείνει.
Ο καιρός περνούσε κι η Φραντζέσκα άρχισε να γίνεται πιο επίμονη. Άρχιζαν να σπαταλάνε τον πολύτιμο χρόνο που περνούσε μαζί με διαπληκτισμούς, που ξεκινούσαν και κατέληγαν στο ίδιο πάντα θέμα. Εκείνη επέμενε πως έπρεπε να την εμπιστευτεί, μια και δεν κουβαλούσε ποτέ μαζί της όπλα κι αυτός επέμενε πως δεν μπορούσε να ριψοκινδυνέψει παραπάνω, ούτε καν μαζί της
Είχαν ήδη περάσει αρκετοί μήνες από την γνωριμία τους, όταν κατεβαίνοντας εκείνο το πανσέληνο βράδυ, την είδε να κρατάει μια αγκαλιά τριαντάφυλλα. Περίεργος την ρώτησε τι τα ήθελε, αλλά αυτή του χαμογέλασε αινιγματικά και δεν απάντησε. Ξεκαβαλίκεψε το άλογό του και ξεκίνησαν για τον γνωστό τους περίπατο.
Όταν έφτασαν στο ξέφωτο, η Φραντζέσκα ακούμπησε κάτω τα τριαντάφυλλα, έβγαλε όλα της τα ρούχα κι έμεινε γυμνή μπροστά του να τον κοιτάζει προκλητικά. Ο ιππότης γύρισε από την άλλη πλευρά το κεφάλι του και της ζήτησε να ντυθεί ξανά. Αυτή ντύθηκε χωρίς να πάρει τα μάτια της από πάνω του και του είπε.
«Σε περίμενα να έρθεις έχοντας μαζέψει όλο τον έρωτα, που με καίει τόσο καιρό για σένα. Θέλησα να κάνω ένα δώρο και στους δυο μας , αλλά εσύ δεν θέλησες να το δεχτείς. Το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να βγάλεις για μια φορά την πανοπλία σου. Τουλάχιστον βγάλε την περικεφαλαία και άσε με να σε φιλήσω».
Ο ιππότης δεν μίλησε. Την έπιασε από το χέρι και την οδήγησε στην άκρη από τα βράχια, όπου με δυσκολία έκατσε λόγω της πανοπλίας. «Αγαπημένη μου» της είπε τέλος «έλα, κάτσε δίπλα μου. Ξέρεις ποιος είμαι και πως ζω. Θα πρέπει να με δεχτείς όπως είμαι ή να χωρίσουμε για πάντα. Σεβάσου την επιθυμία μου, όπως εγώ σεβάστηκα εσένα
Η Φραντζέσκα έκατσε δίπλα του κι άρχισε να του διηγείται ιστορίες, κοιτώντας συνεχώς τα μάτια του, που κουρασμένα ανοιγόκλειναν. Συνέχισε να του διηγείται μέχρι που αυτός αποκοιμήθηκε. Τότε σηκώθηκε και πήρε τα τριαντάφυλλα που είχε αφήσει στο έδαφος. Στάθηκε μπροστά του και παίρνοντας δύο τριαντάφυλλα, ένα σε κάθε χέρι, έσπρωξε βίαια τα κοτσάνια τους στις σχισμές της περικεφαλαίας.
Ο ιππότης ξύπνησε νιώθοντας τον πόνο , από τα αγκάθια που τον τρυπούσαν, στο πρόσωπο. Έβγαλε την περικεφαλαία, ενώ το αίμα του έβαφε το πρόσωπο. Αυτή έπιασε με τα δυο της χέρια το κεφάλι του και του έδωσε ένα φιλί και μια δαγκωνιά στα χείλη, αγνοώντας το αίμα που την λέκιαζε
Μέχρι να προλάβει ο ιππότης να αντιδράσει, άρπαξε τα υπόλοιπα τριαντάφυλλα και την περικεφαλαία κι άρχισε να σκαρφαλώνει στα βράχια μπροστά της. Λες κι η φύση είχε συνωμοτήσει μαζί της το φεγγάρι εξαφανίστηκε πίσω από τα σύννεφα, αφήνοντάς τους στο σκοτάδι. Ξετρελαμένος από τον θυμό , τον πόνο και την κοροϊδία , ο ιππότης έβγαλε το σπαθί του κι άρχισε να την απειλεί προσπαθώντας να την διακρίνει στις σκιές των βράχων. 
Την άκουσε να γελάει και συνειδητοποίησε πως δεν ήξερε τον ήχο του γέλιου της. Χαμήλωσε το σπαθί του και της ζήτησε με ήρεμη φωνή να σταματήσει να παίζει και να κατέβει από τα βράχια. Είδε τα ροδοπέταλα που πέφτανε πάνω στο σπαθί του και κοίταξε πάνω του. Εκείνη την στιγμή το φεγγάρι ελευθερώθηκε από τα σύννεφα και φώτισε την σκηνή
Καθόταν στην άκρη του βράχου , ισορροπώντας με δυσκολία. Είχε ακουμπήσει την περικεφαλαία του πάνω στα τριαντάφυλλα που περίσσεψαν και στεκόταν δίπλα τους σαν μαινάδα. «Θα σε ρωτήσω για μια τελευταία φορά.» είπε «Και σου ορκίζομαι πως θα σεβαστώ την επιθυμία σου , όποια κι αν είναι αυτή. Τι θέλεις πραγματικά; Την πανοπλία και την περικεφαλαία σου ή εμένα και την αγάπη μου
Ο ιππότης της δεν απάντησε . Ούτε έδειξε να την ακούει. Έστρεψε το βλέμμα του στο φεγγάρι και περίμενε. Η Φραντζέσκα κατέβηκε με τα χέρια αδειανά και τα μαύρα μάτια της γεμάτα δάκρυα. Πέρασε από μπροστά του χωρίς να σταματήσει. Μόλις ξεμάκρυνε, ο ιππότης γύρισε και κοίταξε ψηλά στα βράχια την μεγάλη του αγάπη
Έβγαλε με αργές κινήσεις την πανοπλία για να μπορέσει να σκαρφαλώσει στα βράχια.

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2009

Η νεράιδα του φεγγαριού



Η Καλλιόπη έτριψε τα μάτια της και κοίταξε γύρω της νυσταγμένα. Ένιωσε πάλι το χάδι του μεταξένιου φτερού στο χέρι της κι άκουσε τα φτερουγίσματα γύρω της. Σηκώθηκε νωχελικά και κοίταξε έξω. Ένιωσε το δροσερό βραδινό αέρα του δάσους και μέσα από τα φυλλώματα των δέντρων είδε το λαμπερό φεγγάρι στον ουρανό. Κατσούφιασε και χτύπησε θυμωμένα το γυμνό πόδι της στο έδαφος.
Τελευταία μέρα σήμερα. Έπρεπε οπωσδήποτε να τον βρει. Αν δεν τα κατάφερνε θα έχανε τα φτερά της για πάντα. Θα έχανε τις μεταξένιες φίλες της και την ικανότητα να μιλάει με τα λουλούδια και τα ζώα. Μα, που είχαν πάει όλες; Πριν από λίγο ήταν σίγουρη πως ήταν εκεί. Ξαναχτύπησε ανυπόμονα το πόδι της στο έδαφος. Άκουσε τα κρυφοφτερουγίσματα πίσω από το δέντρο και χαμογέλασε πονηρά Άρχισε να χτυπάει ρυθμικά και τα δυο της πόδια και έκανε μια στροφή γελώντας. Κι ενώ χόρευε, γύρω της άρχισαν να πετάνε πολύχρωμες πεταλούδες, ακολουθώντας το ρυθμό με τα φτερουγίσματά τους.
Σταμάτησε το χορό και κράτησε τα χέρια της απλωμένα, περιμένοντας μέχρι να κάτσει κι η τελευταία πεταλούδα. Τις μάλωσε τρυφερά για την αργοπορία τους. «Ξέρετε καλά πως πλησιάζουν τα γενέθλιά μου. Σε λίγες μέρες θα έχω γίνει 280 νυχτών. Κι ο νόμος λέει πως πρέπει να έχω βρει τον Έρωτα πριν περάσουν 10 φεγγάρια από την γέννησή μου, ειδάλλως θα γίνω άνθρωπος  Σήμερα που έχει πανσέληνο είναι η πιο κατάλληλη βραδιά για να τον ψάξω. Πρέπει να με βοηθήσετε πριν να είναι αργά».
Οι πεταλούδες έτρεξαν να φτιάξουν το άρμα για την μεταφορά της. Πήραν ένα μεγάλο φύλλο και αραχνονήματα, που έδεσαν σφιχτά γύρω τους. Η νεραϊδούλα έκατσε στο φύλλο και τους έκανε νόημα να ξεκινήσουν. Πέταξαν ψηλά, πάνω από τα δάσος με το φως τους φεγγαριού να τους συντροφεύει. Η Καλλιόπη κοιτούσε συνέχεια κάτω στην γη, προσπαθώντας να διακρίνει τον εκλεκτό της καρδιάς της. Ήξερε πως θα τον αναγνώριζε όχι από την όψη του, αλλά από την ασημένια λάμψη του φεγγαριού που θα καθόταν πάνω του
Τριγυρνούσαν ώρα πολύ κι είχαν αρχίσει να κουράζονται όταν ξαφνικά είδε την ασημένια λάμψη. Έπεφτε πάνω σ’ έναν άντρα, που διέσχιζε με την μηχανή του το δάσος, ενώ ένας αετός πετούσε από πάνω του χωρίς να τον αφήνει στιγμή από τα μάτια του. Γύρισε χαρούμενη στις κουρασμένες πεταλούδες και τις παρακάλεσε να ακολουθήσουν τον άντρα , ενώ συλλογιζόταν «Ένας άνθρωπος, τι περίεργο! Αλλά το φεγγάρι δεν κάνει ποτέ λάθος! Πρέπει να προλάβω να του μιλήσω».
Έφυγαν από το δάσος και κατευθύνθηκαν προς την πόλη. Το φως του φεγγαριού άρχισε να χλομιάζει και η λάμψη των τεχνητών φώτων την ενόχλησε, αλλά δεν σταμάτησε να προτρέπει τις πεταλούδες να συνεχίσουν το κυνηγητό. Κάποτε η μηχανή σταμάτησε έξω από ένα σκοτεινό μπαρ κι ο οδηγός της μπήκε μέσα. Ο αετός κάθισε πάνω στην μηχανή κοιτώντας απειλητικά γύρω του και το άρμα της νεραϊδούλας σταμάτησε πλάι του.
Η Καλλιόπη μπήκε απαρατήρητη στο μπαρ. Είδε τον άντρα να κάθεται μόνος του στο μπαρ σκεφτικός και προσγειώθηκε δίπλα του. Άρχισε να του μιλάει για τον έρωτα και για το φεγγαροταξίδι της ψυχής, μόλις τον ανταμώσεις. Για τα αστέρια που κατεβαίνουν στη γη, όταν τον αγκαλιάσεις. Για τις μεταξένιες πεταλούδες , που πετάνε γύρω σου μόλις τον φιλήσεις. Για το ασήμι του φεγγαριού , που σε σκεπάζει την νύχτα που του δίνεσαι. «Έλα, δώσε μου το χέρι σου, να πετάξουμε παρέα» του είπε «κι όλα αυτά θα γίνουν δικά σου. Όπως κι εγώ».
Ο άντρας έστρεψε το σκοτεινό βλέμμα του προς την νεραϊδούλα και απάντησε «Δεν μου αρέσει να πετάω, αλλά να πατάω σταθερά στην γη. Δεν θέλω τον έρωτα που χαρίζεται, αλλά σ’ αυτόν που μόνος μου κερδίζω. Δεν πιστεύω στα παραμύθια, αλλά στην ζωή. Δεν ονειρεύομαι ποτέ , γι’ αυτό για μένα εσύ δεν υπάρχεις». Δεν γύρισε ξανά να την κοιτάξει όσο κι αν προσπάθησε να του τραβήξει την προσοχή. Απελπισμένη βγήκε έξω κι έψαξε να βρει τις φίλες της.
Δεν βρήκε ίχνος από τις πεταλούδες και το άρμα της. Το σκοτάδι είχε αρχίσει να υποχωρεί και η καινούρια μέρα ετοιμαζόταν να ξεκινήσει. Τρομοκρατημένη πέταξε ψηλά και μπήκε στο πρώτο ανοιχτό παράθυρο, που βρήκε ανοιχτό. Κοίταξε το δωμάτιο γύρω της κι είδε στο κρεβάτι μπροστά της μία γυναίκα , που κοιμόταν ακόμα. Τρύπωσε στα γρήγορα κάτω από τα σεντόνια κι έκλεισε τα μάτια της.
Η εικοσάχρονη Βασιλική σηκώθηκε μόλις άκουσε το ξυπνητήρι, πράγμα που σπάνια συνέβαινε. Αν και είχε κοιμηθεί λίγες μόλις ώρες, αισθανόταν ξεκούραστη και φρέσκια και αν και σπάνιο για εκείνες τις μέρες, κεφάτη. Ετοιμάστηκε στα γρήγορα για να πάει στην σχολή, νιώθοντας ανάλαφρη , σαν να πετούσε. Ευχήθηκε μέσα της να κρατούσε η μαγεία και βγήκε κλείνοντας την πόρτα πίσω της.
Κατέβηκε από το λεωφορείο και πριν να κάνει δυο βήματα , τον είδε μπροστά της. Ο Μάρκος καθόταν πάνω στην μηχανή του και μιλούσε στο κινητό. Ποτέ δεν είχε βρει το θάρρος να του μιλήσει ή να τον πλησιάσει με οποιονδήποτε τρόπο, αν και συχνά βρισκόταν στον ίδιο χώρο. Ένιωθε τα γόνατά της να κόβονται κάθε φορά που τον συναντούσε κι το στόμα της ανοιγόκλεισε σαν ψαριού χωρίς να κατορθώσει να πει κουβέντα.
«Καλημέρα, Μάρκο. Τι κάνεις;». Ο ήχος της φωνής της ξάφνιασε και την ίδια. Θέλησε να εξαφανιστεί από προσώπου γης, έστρεψε το κεφάλι της από την άλλη για να κρύψει το κοκκίνισμά της, αλλά ο Μάρκος γύρισε και της χαμογέλασε. Έκλεισε το κινητό και της απάντησε «Καλημέρα, Βασιλική. Τι θα έλεγες για ένα καφεδάκι;». Πριν προλάβει να συνέλθει από το ξάφνιασμα κι απαντήσει ένιωσε δίπλα της ένα φτερούγισμα κι αναπήδησε ξαφνιασμένη. Μια πολύχρωμη πεταλούδα έκατσε στον ώμο της, κι ύστερα ακόμα μία, κι άκουγε γύρω της συνέχεια φτερουγίσματα.
Ο Μάρκος άπλωσε το χέρι του κι έπιασε την μία πεταλούδα από τα φτερά. Την κράτησε σφιχτά σαν να την τιμωρούσε , ενώ της έλεγε πως δεν έχει τίποτα να φοβάται. Βρέθηκε κοντά του χωρίς να το καταλάβει. Τον κοίταξε θυμωμένη και του χτύπησε το χέρι δυνατά. «Είσαι άξεστος και αναίτια σκληρός. Της έσπασες τα φτερά. Δεν θα μπορέσει να ξαναπετάξει. Θα μείνει καρφωμένη στην γη μέχρι να ξεψυχήσει. Το ίδιο εύχομαι και για σένα».
Κι ενώ το χαμόγελο διαδέχτηκαν τα σφιγμένα χείλη κι η σκοτεινή ματιά του Μάρκου, πρόσεξε τον αετό που καθόταν στην μηχανή του σαν συνοδηγός. Την κοίταξε κι αυτός και πέταξε ψηλά σκεπάζοντας για μια στιγμή τον ήλιο. Η Βασιλική άκουσε μια ψιλή φωνούλα , δίπλα στο δεξί της αυτί, που είπε «Μα τι χαζή που ήμουν! Φυσικά και είναι ο αετός!» κι είδε πως στον δεξί της ώμο καθόταν αντί για πεταλούδα, μία μικρή νεράιδα.
Η Καλλιόπη πανευτυχής άπλωσε τα φτερά της και άρχισε να πετάει ψηλά. Ο αετός την περίμενε κάνοντας κύκλους γύρω από την Βασιλική, ώστε να είναι συνέχεια στην σκιά του. Όταν έφτασε κοντά του, τον αγκάλιασε κι άρχισε να του μιλάει . Σύντομα τους έχασαν από τα μάτια τους.
Όταν ο Μάρκος γύρισε να κοιτάξει την Βασιλική, είδε πως έφευγε με βήμα αργό και μια αυτοπεποίθηση, που δεν είχε λίγη ώρα πριν. Δεν μίλησαν ποτέ όσες φορές τυχαία συναντηθήκαν . Ο αετός δεν ξαναγύρισε. Ούτε κι η Καλλιόπη, που δεν είχε δει ποτέ του…


Τρίτη 4 Αυγούστου 2009

Μήνυμα σε μπουκάλι


Η Μάρθα ζούσε σε ένα μικρό ορεινό χωριό, που μετά βίας μετρούσε διακόσιες ψυχές. Το διέσχιζε ένα μικρό ποτάμι που κατέληγε στην λίμνη, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από το χωριό και αποτελούσε το φυσικό σύνορο τριών χωρών.
Η πόλη δεν ήταν μακριά χιλιομετρικά, οι χειμώνες όμως ήταν βαρείς και συχνά έκαναν την μετακίνηση αδύνατη.
Ήταν το στερνοπούλι της οικογένειας κι η μοναχοκόρη τους. Αγαπημένη και χαϊδεμένη από γονείς και αδερφούς, μεγάλωνε στα πούπουλα, χωρίς να κάνει τις δουλειές που τις αναλογούσαν και μαθημένη να περιμένει τα πάντα στα πόδια της. Οι γονείς της ήταν δουλευταράδες , σκληραγωγημένοι και μαθημένοι χρόνια να δουλεύουν από τα χαράματα ως αργά το βράδυ χωρίς να ζητούν τίποτα για τον εαυτό τους. Το μόνο τους μέλημα ήταν τα παιδιά τους να έχουν το μέλλον που τους αξίζει, να μην στερηθούν όσα έλειψαν από τους ίδιους και κυρίως να φύγουν μακριά .
Η Μάρθα ξεχώριζε ανάμεσα στα άλλα παιδιά, που όλα ήταν μεγαλύτερα, για την ανέμελη συμπεριφορά της και για τα ονειροπόλα μάτια της. Καθόταν με τις ώρες χαμογελώντας μόνη της, καθώς ονειροβατούσε, ειδικά τις κρύες μέρες και νύχτες του χειμώνα, που το δριμύ κρύο τους έκλεινε μέσα και δεν υπήρχε τίποτα να κάνει για να σπάσει την μονοτονία.
Ο επίσημος πωλητής ψεύτικων ονείρων, η τηλεόραση, την έκανε να πιστεύει πως έξω από το χωριό και πέρα από τα χιόνια και τους πάγους, βρίσκεται ένας λαμπερός κόσμος, στον οποίο συμβαίνουν θαύματα κάθε μέρα. Ήταν βέβαιη πως εκεί έξω την περίμεναν οι νέοι πρίγκιπες, γοητευτικοί και επιτυχημένοι στην δουλειά τους, άνετοι με το κουστούμι και την αθλητική τους φόρμα, ρομαντικοί και γενναιόδωροι με τις γυναίκες, έξυπνοι και διασκεδαστικοί.
Φανταζόταν πως ήταν κι η ίδια από αυτές τις γυναίκες των τηλεοπτικών σειρών , που κατάφερναν να ισορροπούν ανάμεσα σε μια επιτυχημένη καριέρα, ήταν άψογες νοικοκυρές, μητέρες και ερωμένες, καλοντυμένες, φρεσκοχτενισμένες και αψεγάδιαστα βαμμένες όλες τις ώρες τις ημέρας, ιδανικές σύντροφοι των σύγχρονων πριγκίπων. Κοιτούσε γύρω της και το δεκατετράχρονο μυαλό της δεν μπορούσε να χωρέσει πως οι γονείς και τα αδέρφια της δεν ακολουθούσαν τα πρότυπα της τηλεόρασης.
Άρχισε να γράφει γράμματα σε έναν φανταστικό σύντροφο του λαμπερού κόσμου, που περίμενε πως σύντομα θα γινόταν μέλος του. Τα έγραφε ξημερώματα, την ώρα που οι γονείς της πήγαιναν στο χωράφι, καθισμένη στην τουαλέτα της μαμάς της, φορώντας τις ψηλοτάκουνες γόβες και το καλό της φουστάνι, αρωματισμένη και βαμμένη προσεκτικά. Αντί για υπογραφή, ακουμπούσε τα κατακόκκινα χείλη της στο τέλος κάθε επιστολής και τύλιγε τα φύλλα σε λεπτό ρολό και τα τύλιγε με κόκκινες κορδέλες.
Έβαζε στην συνέχεια τα τυλιγμένα φύλλα σε μπουκάλια μπύρας, που έκρυβε όταν πήγαινε στον μπακάλη για επιστροφή, στα οποία ξεκολλούσε με προσοχή τις ετικέτες και εξαφάνιζε τα ίχνη της κόλλας με οινόπνευμα. Τα σφράγιζε με φελλούς και κερί και τύλιγε στις άκρες τους τις ίδιες κόκκινες κορδέλες, που μάζευε με από τα τυλιγμένα κουτιά ζαχαροπλαστείων και έκοβε με προσοχή. Ντυμένη και στολισμένη, παραπατώντας στο ακατάλληλο έδαφος για τις ψηλοτάκουνες γόβες, τα έριχνε στα κλεφτά στο ποτάμι που περνούσε δίπλα από το σπίτι.
Παρακολουθούσε την πορεία τους βγάζοντας τα εμπόδια από το πέρασμά τους , αναγκασμένη πολλές φορές να μπει ξυπόλυτη στα κρύα νερά κρατώντας τις άκρες από το φουστάνι με το ένα χέρι για να μην το βρέξει και φανερωθεί. Γυρνούσε σπίτι τουρτουρίζοντας από το κρύο, με τα μάγουλα κόκκινα από τον ενθουσιασμό και την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή. Πέρασε ένας χρόνος και τα μπουκάλια της μπύρας δεν σταμάτησαν να ταξιδεύουν προς το άγνωστο μέχρι που ήρθε η ώρα να πάει στο λύκειο.
Το μοναδικό λύκειο βρισκόταν στην πόλη, όπου οι γονείς της νοίκιασαν ένα διαμέρισμα. Η πόλη, αν και μικρή, ήταν ένας διαφορετικός κόσμος για την Μάρθα. Κόσμος που κυκλοφορούσε έξω μέχρι αργά, πολλά μαγαζιά και ξενυχτάδικα, πολλούς νέους στην ηλικία της και μεγαλύτερους, που δεν γνώριζε. Είχε και πανεπιστήμιο, και οι φοιτητές από διάφορα μέρη της Ελλάδας, είχαν έναν άλλο αέρα και συμπεριφορά.
Όταν γνώρισε τον Αντώνη, πρωτοετή φοιτητή από την συμπρωτεύουσα, πίστεψε πως το όνειρο άρχισε να γίνεται πραγματικότητα. Την κάλεσε στο δωμάτιό του κι εκεί είδε πάνω στην βιβλιοθήκη του, ένα μπουκάλι μπύρας, σφραγισμένο με κερί, τυλιγμένο με ξεφτισμένες κόκκινες κλωστές. Προσπαθώντας να συγκρατήσει την καρδιά της που χτυπούσε σαν τρελή , τον ρώτησε πως βρέθηκε στα χέρια του και γιατί ήταν ακόμα κλειστό.
Αυτός της απάντησε πως το βρήκε την άνοιξη ,που είχε πάει στην λίμνη και πως πίστευε πως πρέπει να ανοιχτεί μόνο σε κάποια εξαιρετική περίπτωση, όπως αξίζει στα μυστικά μηνύματα ,που ταξιδεύουν να βρουν τους αποδέκτες τους και στους έρωτες που αφορούν. Την ίδια μέρα η Μάρθα αποφάσισε να του δοθεί μ’ όλο το πάθος του έρωτα που ένιωσε να φουντώνει στην εφηβική καρδιά της.
Ο Αντώνης ήταν τρυφερός μαζί της, καταλαβαίνοντας τον φόβο και τον ενθουσιασμό της, αλλά ήταν άπειρος και φάνηκε βιαστικός και άξεστος, όταν έφτασε η κατάλληλη στιγμή. Η Μάρθα έκρυψε την απογοήτευσή της, πιστεύοντας πως έφταιγε η δική της απειρία κι ο Αντώνης το δέχτηκε σαν απρόσμενο δώρο. Για να καλύψει την σιωπή και να νιώσουν κι οι δύο καλύτερα, της είπε πως ήταν η πλέον κατάλληλη στιγμή να σπάσουν το μπουκάλι.
Κι ενώ η Μάρθα ντυνόταν, έσπασε το μπουκάλι με μια αποφασιστική κίνηση κι έβγαλε έξω το τυλιγμένο χαρτί. Έκοψε τις κόκκινες κορδέλες και άρχισε να διαβάζει δυνατά το γράμμα. Εξίσου δυνατά ήταν και τα γέλια του για το περιεχόμενο του μηνύματος. Αυτή τον παρακολουθούσε αμίλητη να γελάει μέχρι δακρύων και να σχολιάζει , ώσπου γύρισε και την κοίταξε ξαφνιασμένος από την σιωπή της.
Του ζήτησε να της δώσει το γράμμα, πράγμα που αυτός έκανε μηχανικά. Πιστεύοντας πως φταίει το απογοητευτικό σεξ , έγινε ειρωνικός και επιθετικός κι άρχισε να της ζητάει εξηγήσεις για την περίεργη συμπεριφορά της. Αυτή, κοιτώντας τον λάθος αποδέκτη του μηνύματος, του έρωτα και των ελπίδων της, απάντησε πως ήθελε να μείνει λίγο μόνη και πως θα του τηλεφωνούσε σύντομα.
Δεν επικοινώνησε ποτέ μαζί του ξανά. Ένα μήνα αργότερα μετρούσε τις μέρες και η αγωνία της έσφιγγε το στήθος. Πήγε στο φαρμακείο και πήρε ένα τεστ εγκυμοσύνης, το οποίο βγήκε θετικό. Δεν τόλμησε να επισκεφτεί γυναικολόγο από φόβο μήπως μαθευτεί κάτι, αλλά κάθε μέρα που περνούσε βεβαιωνόταν για την αλήθεια του τεστ.
Γυρίζοντας στο χωριό για τις διακοπές του Πάσχα, πρόσεξε για πρώτη φορά, πως ο Χρήστος, φίλος του αδερφού της και κοντοχωριανός, την κοιτούσε μ’ ένα ονειροπόλο βλέμμα. Του χαμογέλασε και τον είδε να κοκκινίζει. Τον ήξερε μια ζωή κι ήταν σίγουρη για δύο πράγματα γι’ αυτόν: ότι ήταν άντρας ακέραιος και τίμιος κι ότι δεν θα έφευγε ποτέ από το χωριό.
Παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της , που ονειρευόταν ένα καλύτερο μέλλον γι’ αυτήν, τον παντρεύτηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα . Έξι μήνες μετά το γάμο τους γεννήθηκε η κόρη της. Αν και δεν το περίμενε, αγάπησε με όλη της την καρδιά, αυτό το μικροσκοπικό πλάσμα, νιώθοντας τόσο γεμάτη από αυτήν την αγάπη, που δεν έμειναν περιθώρια για πικρίες.
Ο Χρήστος την κακομάθαινε, όπως άλλοτε οι γονείς της, φροντίζοντας να μην της λείπει τίποτα, την καμάρωνε , όπως και την κόρη της, στάθηκε τρυφερός σύζυγος και πατέρας και ποτέ του δεν ρώτησε τι είχε συμβεί. Η ανιδιοτελής αγάπη του έκανε την Μάρθα να αρχίσει πάλι να ονειρεύεται όχι πλέον για τον εαυτό της , αλλά για το μέλλον της κόρης της.
Η μικρή ήταν τριών χρονών όταν παίζοντας στην αυλή του σπιτιού ανακάλυψε ένα μπουκάλι με κόκκινη κορδέλα. Το πήγε στην μαμά της χαρούμενη για το εύρημά της και περίεργη για το περιεχόμενό του. Η Μάρθα έμεινε για μια στιγμή ακίνητη βλέποντας το γνώριμο μπουκάλι. Κοίταξε την κόρη της που την παρατηρούσε παραξενεμένη και χαμογέλασε. Την φώναξε κοντά της και αγκαλιασμένες μπήκαν στην κουζίνα, όπου έπλυναν μαζί με προσοχή το μπουκάλι και του έβαλαν καινούρια κορδέλα.
Βγήκαν μαζί από το σπίτι και με τα χέρια ενωμένα το έριξαν στο ποτάμι…