tag:blogger.com,1999:blog-23563409648806098272024-03-05T01:17:18.312-08:00Message in a bottleΠάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.comBlogger50125tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-65440994354185618512010-02-28T06:50:00.000-08:002011-06-16T13:22:57.420-07:00Τα μήλα του Φλεβάρη<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://1.bp.blogspot.com/_kTuc16oQ6ig/TJsYRjYVAfI/AAAAAAAAADg/lGaZVkrMfFI/s1600/applefairy.JPG" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Τ</span></a></div><div class="separator" style="clear: both; margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhKDjuvXvJgJEfarPAh2F2eaUrDbnxO-7uuyDbIrPYxzU24K9tpzUy8t7p2CqtI_fukmwrkPO2y5bUxS1YpE14c-YrvZ-zRvNHLrSRn5fzPtOULPoN_WVvctPofyrUr47dQs034Ph38QcY8/s1600/applefairy.JPG" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><img border="0" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhKDjuvXvJgJEfarPAh2F2eaUrDbnxO-7uuyDbIrPYxzU24K9tpzUy8t7p2CqtI_fukmwrkPO2y5bUxS1YpE14c-YrvZ-zRvNHLrSRn5fzPtOULPoN_WVvctPofyrUr47dQs034Ph38QcY8/s320/applefairy.JPG" style="cursor: move;" width="220" /></a></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div><div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"> Η Εριφύλη ξύπνησε ακούγοντας τον ήχο που έκαναν οι σταγόνες της βροχής πέφτοντας με δύναμη στο δέντρο. Άνοιξε τα μάτια της και χαμογέλασε. Επιτέλους, έβρεχε! Σηκώθηκε από το κρεβάτι με τα μάτια ακόμα κλειστά , το χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της και χοροπηδώντας ανάλαφρα, βγήκε έξω από το μικροσκοπικό της σπίτι.</span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Κάθισε στο κλαδί του δέντρου με τα γυμνά πόδια της κρεμασμένα και από τις δυο πλευρές να ξεπλένονται στην βροχή που είχε δυναμώσει. Ακούμπησε την πλάτη της στον κορμό του δέντρου και διπλώνοντας με προσοχή τα φτερά της, έριξε πίσω το κεφάλι και γέλασε δυνατά και χαρούμενα. Τράβηξε το αραχνονήμα τρεις φορές, κι οι διαμαντένιες στάλες της βροχής κουδούνισαν χαρούμενα στέλνοντας το μήνυμα σε όλα τα ξωτικά της βροχής.</span><span style="color: black;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Θα είχαν πολλή δουλειά μόλις σταματούσε η βροχή. Ήταν δική τους ευθύνη να ξαναδίνουν χρώμα στα δέντρα και τους καρπούς τους, τα φυτά και τα λουλούδια τους, που ξεθώριαζαν από τις νεροποντές. Φέτος, της είχαν αναθέσει τα μήλα κι αυτό ήταν μεγάλη τιμή κι η υπερηφάνεια γι’ αυτό το προνόμιο, την έκανε ανυπόμονη και βιαστική. Δεν είχε βρέξει από τότε που της έδωσαν το μενταγιόν με το χρυσό μήλο, αναγνωριστικό της θέσης και υπενθύμιση της σπουδαιότητας της.</span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Το βάψιμο των μήλων του Φλεβάρη είχε μεγάλη σημασία, γιατί δεκατέσσερα από αυτά θα βρισκόταν στα καλάθια των νεράιδων των πόλεων, που θα τα πουλούσαν σε εφτά γυναίκες και εφτά άντρες, οι οποίοι θα γινόταν ζευγάρι, αν αντάμωναν στις 14 Φεβρουαρίου έχοντας δαγκώσει τουλάχιστον ένα κομμάτι από το μαγικό ζευγάρι των μήλων.</span><span style="color: black;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Κάθε ξωτικό της βροχής ονειρευόταν πως θα έβαφε τα μήλα που θα επέλεγε το τέλειο ζευγάρι, ώστε να ανταμώσουν τα δίδυμα μήλα κι οι αγοραστές τους. Διαλέγανε με προσοχή δύο όμοια μήλα και τα βάφανε στο χρώμα της αρεσκείας τους, κόκκινο, πράσινο ή κίτρινο, ανάλογα με το αποτέλεσμα που ευελπιστούσαν να πετύχουν. Κόκκινο για τον έρωτα, πράσινο για την αγάπη και κίτρινο για την φιλία ήταν τα χρώματα που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν περιμένοντας τον Μελάνθιο, τον πρίγκιπα των ξωτικών, που με δεμένα τα μάτια, θα διάλεγε τα επτά ζευγάρια μήλων.</span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Το ονειροπόλημά της διέκοψε ο ήχος βιαστικών βημάτων, φτερουγισμάτων και οι ψίθυροι των ξωτικών, που φορώντας στο στήθος τους τα χρυσά μενταγιόν μαζευόταν στο ξέφωτο του δάσους, φορτωμένα με πινέλα και τα κουβαδάκια με τα χρώματα. Η βροχή είχε σταματήσει και τα ξωτικά της βροχής ήταν έτοιμα να πιάσουν δουλειά. Η Εριφύλη σηκώθηκε αλαφιασμένη και ανοίγοντας τα μεταξένια φτερά της, πέταξε βιαστικά προς την μεγάλη βελανιδιά στην κουφάλα της οποίας αποθηκεύανε τα μαγικά χρώματα.</span><span style="color: black;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Έφτασε γρήγορα και κλείνοντας τα φτερά της, άρχισε να τρέχει προς την ιερή είσοδο του δέντρου. Μπαίνοντας μέσα, κατάλαβε, πριν ακόμα κοιτάξει προσεκτικά γύρω της, πως είχε αργήσει. Τα μεγάλα δοχεία με τα χρώματα είχαν σχεδόν αδειάσει. Με την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή, έσκυψε πάνω από το δοχείο με το κόκκινο. Ήταν σχεδόν άδειο. Το ίδιο και το πράσινο. Το ίδιο και το κίτρινο. Έκατσε στο χωμάτινο πάτωμα κι άρχισε να κλαίει.</span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Λίγα λεπτά αργότερα σηκώθηκε, τίναξε το χώμα από πάνω της, σήκωσε ψηλά το πηγούνι και χαμογέλασε. Με τα μάτια της να αστράφτουν, άρπαξε βιαστικά τα πινέλα κι ένα από τα τελευταία κουβαδάκια και πήγε βιαστικά προς ένα από τα μεγάλα δοχεία. Πήρε την κουτάλα που κρεμόταν στην άκρη του κι έσκυψε προσεχτικά, προσπαθώντας να μην χάσει την ισορροπία της καθώς έξυνε τον πάτο του δοχείου.</span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ο Περικλής καθόταν μπροστά στον υπολογιστή του με ύφος περιπαικτικό. Επιθεώρησε τα όπλα του, το εύστροφο μυαλό του, την ακέραια λογική του, το χιούμορ του. Χρησιμοποιούσε συχνά το χιούμορ σαν ξίφος και σαν ασπίδα προστασίας που σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα όπλα του τον βοηθούσε να υπερνικά τα εμπόδια και να αποφεύγει τις κακοτοπιές. Αλλά τώρα τα έστρεφε ενάντια στον ίδιο. Κι ήξερε καλά την αχίλλειο πτέρνα του.</span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Το πρόσωπό του έμεινε ανέκφραστο καθώς είδε την πράσινη κουκκίδα, που περίμενε τόση ώρα να εμφανιστεί, το σημάδι της παρουσίας της και το πράσινο φως για την δική του χαμένη Ατλαντίδα, για την γη της Εδέμ, τον κόσμο του ονείρου και των συναισθημάτων, την αχίλλειο πτέρνα του, που με χαρά άφηνε γυμνή κι εκτεθειμένη κάθε φορά που μιλούσε μαζί της.</span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η Φρύνη χαμογέλασε καθώς διάβασε το σχόλιο του Περικλή. Είχαν περάσει αρκετοί μήνες που οι συναντήσεις τους στον χώρο της εργασίας, είχαν γεννήσει την ανάγκη για επικοινωνία. Άρχισαν να μιλάνε στην αρχή δειλά, μαζεμένα και στην συνέχεια να γυμνώνουν τις ψυχές τους, να μιλάνε για όλα και για όλους και αυτή η επικοινωνία στήριξε την μεταξύ τους εκτίμηση και τον αλληλοσεβασμό.</span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Κι ενώ η φιλία τους οδηγούσε αβίαστα στην αγάπη, η ανάγκη για επικοινωνία μεγάλωνε. Συχνά έπιανε τον εαυτό της στις καθημερινές της ενασχολήσεις να αναρωτιέται τι θα έλεγε, πως θα αντιδρούσε, τι θα έκανε ο Περικλής, αν ήταν παρών, αν ήταν μαζί της. Ξυπνούσε μέσα της κάτι απροσδιόριστο, κάτι ξεχασμένο και ταυτόχρονα τόσο οικείο που έκανε την επαφή μαζί του πολύτιμη και μοναδική.</span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η Καλλιρρόη κοίταξε το καλάθι με το τελευταία μήλο. Ήταν ήδη απόγευμα και δεν είχε καταφέρει να το πουλήσει. Το δίδυμό του στο καλάθι της Ευρύκλειας το είχε πάρει το πρωί μια γυναίκα με ονειροπόλα μάτια και λαμπερό χαμόγελο. Κλώτσησε θυμωμένα μια πέτρα με το λεπτεπίλεπτο πόδι της και σκέφτηκε πως για όλα έφταιγε η Εριφύλη, αυτό το περίεργο ξωτικό της βροχής, που αποφάσισε να κάνει του κεφαλιού της. Κράτησε το μήλο με προσοχή στο χέρι της και το κοίταξε. Ήταν πολύ όμορφο, για να το διαλέξει ένας άνθρωπος. Κι ακόμα πιο δύσκολο να διαλέξουν και τα δύο.</span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Το μήλο ήταν βαμμένο με τρία χρώματα: λαμπερό κόκκινο, γλυκό κίτρινο κι έντονο πράσινο και το ασυνήθιστο χρώμα του απέτρεπε τους καχύποπτους ανθρώπους να το αγοράσουν, ενώ η διαφορετικότητά του δεν τους άφηνε να δουν την ομορφιά και τη σημασία του. Η Εριφύλη ήταν πολύ χαρούμενη όταν παρουσίασε τα μήλα της και όλα τα ξωτικά και οι νεράιδες συμφώνησαν πως ήταν τα τέλεια μήλα για το τέλειο ζευγάρι. Όταν ο Μελάνθιος με τα μάτια του δεμένα τα επέλεξε, όλοι χειροκρότησαν κι άρχισαν να τραγουδούν και να χορεύουν. Το γλέντι κράτησε μέχρι το πρωί.</span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ο Περικλής σταμάτησε μπροστά στην κοπέλα με το καλάθι. Κοίταξε με περιέργεια το τρίχρωμο μήλο. «Πόσο έχει;» ρώτησε την νεράιδα. Η Καλλιρρόη ένιωθε ακόμα θυμωμένη για την πεζή ηλιθιότητα των ανθρώπων. Δεν γύρισε να τον κοιτάξει και παγωμένα του απάντησε «εκατό ευρώ», για να τον ξεφορτωθεί. Ο Περικλής ένιωσε την απόρριψη κι ενώ η λογική τού έλεγε να φύγει, πείσμωσε και αφέθηκε στο παράλογο συναίσθημα ότι αυτό το μήλο έπρεπε να γίνει δικό του. Έβγαλε χωρίς να μιλήσει τα χρήματα από το πορτοφόλι του, τα πέταξε μέσα στο καλάθι και πήρε το μήλο.</span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Προχώρησε προς το αυτοκίνητο βιαστικά βλαστημώντας για την βλακεία του και δάγκωσε ένα κομμάτι από το μήλο, ενώ σκεφτόταν πως θα έπρεπε να του κρατήσει τουλάχιστον ένα μήνα, για να βγάλει τα λεφτά του. Κι ενώ το γνωστό περιπαικτικό ύφος εμφανίστηκε στο πρόσωπό του, είδε την Φρύνη που καθόταν στο παγκάκι απέναντί του, μασουλώντας αφηρημένα ένα περίεργο τρίχρωμο μήλο, ίδιο με το δικό του.</span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Εκείνη την στιγμή η Φρύνη σηκώθηκε. Έκανε μια κίνηση ώστε να τεντώσει την πλάτη της προς τα πίσω για να ξεπιαστεί, έπιασε τα μαλλιά της με τα χέρια της και τα μάζεψε στιγμιαία επάνω κι ο Περικλής έμεινε κεραυνόπληκτος από την αγνή, καθάρια, καθηλωτικά φυσική ομορφιά της που αντίκρυσε κι αιχμαλωτίστηκε από την εικόνα. Έτσι όπως έπεφτε ο ήλιος από το πλάι πίσω της, της έδινε μια λάμψη που δεν είχε προσέξει άλλη φορά. Του πήρε λίγη ώρα να συνέλθει και να κοιτάξει αμήχανα γύρω του μήπως τον είδε κανείς καθηλωμένο να την χαζεύει.</span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η Φρύνη ένιωσε μια περίεργη θέρμη μόλις έφαγε το τρίχρωμο μήλο. Το είχε αγοράσει πριν δέκα λεπτά από μια περίεργη πλανόδια πωλήτρια. Ήταν τόσο όμορφο και διαφορετικό, που δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της από πάνω του. Στην αρχή σκέφτηκε να το κρατήσει, αλλά στην συνέχεια αποφάσισε πως ο μόνος τρόπος για να διατηρήσει την ομορφιά του ήταν να γίνει ένα μαζί του κι άρχισε να το δαγκώνει απολαυστικά.</span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Μόλις τεντώθηκε για να ξεπιαστεί, ένιωσε, παρά είδε τον Περικλή απέναντί της. Τα μάτια της βυθίστηκαν στα δικά του για μια ατέλειωτη στιγμή κι αισθάνθηκε πως αυτό ήταν το κομμάτι που έλειπε από το παζλ της ζωής της. Χαμογέλασαν ταυτόχρονα, καθώς έκαναν το πρώτο βήμα για να ανταμώσουν...</span></div></div><br />
<div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><o:p> </o:p></div></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com16tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-73638268521843815362009-12-27T17:35:00.000-08:002011-06-16T13:30:33.606-07:00Το χριστουγεννιάτικο δέντρο<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="http://4.bp.blogspot.com/_kTuc16oQ6ig/TJsXWL6u_CI/AAAAAAAAADQ/hGQFanLwV64/s1600/%CE%A4%CE%BF+%CF%87%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%BD%CE%B9%CE%AC%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF+%CE%B4%CE%AD%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%BF.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"></span></a></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; mso-margin-top-alt: auto; text-indent: 36pt;"><br />
<div style="text-indent: 0px;"><div class="separator" style="clear: both; margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj8jatPWx_lPeYR_gguEmcPxijyHqeIi6Vwvo-ZEvUyFF6u00fPVGcpXK5Eu0D8dBLOkGZgVEjnXJFAoQf9PC8bE87xJeNkcchnQPgddILK5kuR974fyqH0Vr5juZR4tZH9LU3v9GepL4S7/s1600/%25CF%2584%25CE%25BF+%25CF%2587%25CF%2581%25CE%25B9%25CF%2583%25CF%2584%25CE%25BF%25CF%2585%25CE%25B3%25CE%25B5%25CE%25BD%25CE%25BD%25CE%25B9%25CE%25AC%25CF%2584%25CE%25B9%25CE%25BA%25CE%25BF+%25CE%25B4%25CE%25AD%25CE%25BD%25CF%2584%25CF%2581%25CE%25BF.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><img border="0" height="256" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj8jatPWx_lPeYR_gguEmcPxijyHqeIi6Vwvo-ZEvUyFF6u00fPVGcpXK5Eu0D8dBLOkGZgVEjnXJFAoQf9PC8bE87xJeNkcchnQPgddILK5kuR974fyqH0Vr5juZR4tZH9LU3v9GepL4S7/s320/%25CF%2584%25CE%25BF+%25CF%2587%25CF%2581%25CE%25B9%25CF%2583%25CF%2584%25CE%25BF%25CF%2585%25CE%25B3%25CE%25B5%25CE%25BD%25CE%25BD%25CE%25B9%25CE%25AC%25CF%2584%25CE%25B9%25CE%25BA%25CE%25BF+%25CE%25B4%25CE%25AD%25CE%25BD%25CF%2584%25CF%2581%25CE%25BF.jpg" style="cursor: move;" width="320" /></a></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><a href="http://4.bp.blogspot.com/_tjWgSnxHUVQ/SzjU55iSloI/AAAAAAAAA80/8rXJhhoP--M/s1600-h/Evidence_of_Paradise_by_DramaThrills.jpg" onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></a></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Παραμονή Χριστουγέννων κι η Δήμητρα ένιωθε το στήθος της βαρύ και την ανάσα της κομμένη.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, η αναμονή της γιορτής την άδειαζε από συναισθήματα και ενέργεια και η συνηθισμένη της αισιοδοξία δεν αρκούσε για να μπορέσει να ανταπεξέλθει. Είχε περάσει όλη την μέρα προσπαθώντας να ξυπνήσει το χριστουγεννιάτικο πνεύμα, αλλά δεν τα κατάφερε. Ούτε τα κάλαντα, που ήταν το αγαπημένο της ξυπνητήρι δεν μπόρεσαν να την κάνουν να συνέλθει. Στην καρδιά της υπήρχε ένα κενό, που μεγάλωνε συνεχώς.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Έκλεισε όλα τα φώτα και κάθισε δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τα φωτάκια που αναβόσβηναν, ακολουθούσαν τους παλμούς της καρδιάς της κι αυτό άρχισε να την ηρεμεί. Έμεινε έτσι καθισμένη για αρκετή ώρα, αδειάζοντας το κεφάλι της από τις σκέψεις, τα προβλήματα, τους εφιάλτες, που την κυνηγούσαν όλη την μέρα. Κρατήθηκε από το παρήγορο φως σαν ναυαγός από την σανίδα σωτηρίας, που ανέλπιστα βρίσκει μπροστά του. Κοίταξε το δέντρο κι ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της.<span style="color: black;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"> Ποτέ δεν της άρεσαν τα στολισμένα με τάξη και σχέδιο χριστουγεννιάτικα δέντρα. Οι ομοιόμορφες μπάλες, ταχτοποιημένες κατά μέγεθος και σχήμα, αυστηρά και λιτά, ώστε να συμβαδίζουν με το πρότυπο, που έχουν αρκετοί στο μυαλό τους. Το δικό της δέντρο ήταν πάντα φορτωμένο σαν λατέρνα, με ετερόκλιτα στολίδια, που όμως όλα της θύμιζαν κάτι, ήταν δεμένα με στιγμές από τα παιδικά της χρόνια ως σήμερα. Παλιές γυάλινες μπάλες, ασημένιες κουκουνάρες, πήλινα αγγελάκια, καμπανούλες, φτηνά και ακριβά στολίδια, παλιά και καινούρια, σοκολατένιοι αι-βασίληδες, όλα χωρούσαν κι όλα έβρισκαν την θέση τους..<span style="color: black;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"> Την μάγευε αυτό το πάντρεμα των ετερόκλιτων στολιδιών, που έκρυβαν και συμβόλιζαν τα Χριστούγεννα που είχε περάσει, αυτά που διένυε και της έδειχναν αυτά που θα έρθουν. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της σ' ένα δέντρο, με πολύχρωμα φωτάκια και ένα λαμπερό αστέρι στην κορυφή. Θα ήθελε να το άφηνε έτσι στολισμένο όλο τον χρόνο, να την περιμένει να γυρίσει από την δουλειά, να την παρηγορήσει και να της δίνει ελπίδα, αλλά ήξερε πως θα έχανε την λάμψη του, τσαλακωμένο από την καθημερινότητα και δεν τολμούσε να το διακινδυνέψει. Όχι ακόμα, όχι όσο ήταν μόνη..<span style="color: black;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"> Τυλίχτηκε με την κουβέρτα, που είχε δίπλα της γι' αυτό τον σκοπό, έτσι όπως ήταν καθισμένη οκλαδόν μπροστά στο δέντρο κι ένιωσε την ζεστασιά και την απαλότητά της να την χαλαρώνουν ακόμα περισσότερο. Άπλωσε το χέρι της στα τυφλά κι έφερε το ποτήρι με το κρασί στα χείλη της, πίνοντας μια μεγάλη γουλιά κι αμέσως μετά ακόμα μία ,νιώθοντας τα μάγουλα της να καίνε. Έκλεισε τα μάτια, αισθανόμενη και κάτω από τα κλειστά της βλέφαρα τον παλμό από τα φωτάκια, πολύχρωμες λάμψεις στο σκοτάδι..<span style="color: black;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"> Ξύπνησε, έχοντας στα χείλη της την γεύση του κρασιού και κάτι άλλο απροσδιόριστο, μα οικείο. Σκέπασε τα μάτια της και με τις παλάμες της, όπως συνήθιζε να κάνει κάθε πρωί, για να προστατευτεί από τον ήλιο και το φως, έσυρε τα χέρια της μέχρι τα βάση του αυχένα, κάτω από τα μαλλιά, και τα τέντωσε μπροστά της ανοίγοντας τα μάτια. Ήταν στην κρεβατοκάμαρα της, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, χωρίς να έχει ιδέα πως βρέθηκε εκεί, νιώθοντας πως κάτι είχε αλλάξει, αλλά μην μπορώντας ακόμα να συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό..<span style="color: black;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"> Άκουσε την ανάσα δίπλα της και γύρισε το κεφάλι ξαφνιασμένη. Ο άντρας που κοιμόταν δίπλα της, άνοιξε εκείνη την στιγμή τα μάτια του και την κοίταξε τρυφερά. Γύρισε στο πλάι κι άπλωσε το χέρι του, χαϊδεύοντας το περίγραμμα του προσώπου της, ενώ πλησίασε κοντά της. Με την σιγουριά του εραστή, που ξέρει πως είναι ποθητός, κατέβασε το χέρι του προς το στήθος της και της χαμογέλασε. Το κορμί της ρίγησε κι άπλωσε το χέρια της να τον αγκαλιάσει. Όταν τα χείλη τους ενώθηκαν, τον αναγνώρισε από το φιλί..<span style="color: black;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"> Απαλό και τρυφερό στην αρχή, με την οικειότητα των συζύγων, που μοιράζονται καιρό το ίδιο κρεβάτι, διερευνητικό και παθιασμένο στην συνέχεια, με τον πόθο των εραστών, που η συνήθεια επέκτεινε το πάθος αντί να το σβήσει, κατακτητικό και παραδομένο στο τέλος, με τον τρόπο που αλληλεπικαλύπτονται, όσοι αγαπούν και αγαπιούνται, χωρίς να φοβούνται να δώσουν και να πάρουν. Αυτό το φιλί, μόνο ένας άντρας μπορούσε να της το δώσει. Κι ήταν δίπλα της σκεπάζοντάς την με την αγάπη του..<span style="color: black;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"> «Καλημέρα, αγάπη μου» της είπε και τα μάτια του έλαμψαν παιχνιδιάρικα, καθώς κοιτούσε το αναψοκοκκινισμένο της πρόσωπο. Η Δήμητρα άπλωσε το χέρι της και χάιδεψε τα κάτασπρα μαλλιά, έσκυψε και φίλησε τις ρυτίδες στα μάτια του και στο πρόσωπό της άστραψε το χαμόγελο, που επί σαράντα χρόνια κρατούσε μόνο γι’ αυτόν..<span style="color: black;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"> «Εξακολουθείς να είσαι το αστέρι στο χριστουγεννιάτικο δέντρο μας» είπε ο Παναγιώτης και σκούπισε με τα χείλη του τα δάκρυα, που κυλούσαν από τα μάτια της. «Σου είχα υποσχεθεί εκείνα τα Χριστούγεννα, που περάσαμε χώρια, πως θα είναι τα τελευταία που θα είμαστε μόνοι και πως θα καθόμαστε πάντα αγκαλιά δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, όσα χρόνια κι αν περάσουν.».<span style="color: black;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"> Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι και την βοήθησε να σταθεί στα πόδια της. Την πήρε από το χέρι και πήγαν δίπλα στο σαλόνι, όπου το μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο έπιανε δυσανάλογα πολύ χώρο. Κάθισαν με μεγάλη προσοχή στην μικρή κόκκινη φλοκάτη , που βρισκόταν μπροστά του κι αγκαλιαστήκανε κοιτάζοντας τα φωτάκια, που αναβόσβηναν..<span style="color: black;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"> Η Δήμητρα είδε τα στολίδια, που είχαν προσθέσει στα χρόνια που πέρασαν. Καθένα τους κι ένας χρόνος της κοινής τους ζωής, ένας σταθμός για τις μικρές ανάσες τους, ένα βήμα προς το κοινό τους όνειρο..<span style="color: black;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"> Είδε τα παιδιά και τα εγγόνια τους, τις στιγμές ευτυχίας και τους μικρούς καυγάδες, τις καθημερινές νίκες και ήττες τους, αλλά πάνω απ’ όλα την αγάπη τους, που έμενε αναλλοίωτη. Έσφιξε το χέρι του, ξέροντας πως το ίδιο σκεφτόταν κι εκείνος..<span style="color: black;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div style="margin-bottom: 6pt; margin-left: 0cm; margin-right: 0cm; margin-top: 0cm;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"> «Καλά Χριστούγεννα, αγάπη μου» του είπε τελικά, μόλις κατόρθωσε να διώξει την συγκίνηση , που έκανε την φωνή της να τρέμει. «Για όλα τα Χριστούγεννα που περάσαμε μαζί και όσα μας απομένουν. Και γι’ αυτά που θα περάσουμε στην επόμενη ζωή, κάτω από ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, που θα μένει στολισμένο όλο τον χρόνο. Το δικό μας δέντρο.»</span></div><div><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div></div></div></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com36tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-35652596146700324662009-12-15T14:15:00.000-08:002011-06-16T14:03:28.210-07:00Η καταιγίδα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"></div><br />
<div class="separator" style="clear: both; margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiEnj9fiKnzaxVm27v7gdJ9sUZTyZOW4-AfCiFKY4HVrQeyTrWYjmvYeu6RA7jtbfZa3pFI4gqgvLLIH5DGADz4YTXZS4Y6ixfqNqRTx3BtYPSPrtJ5a5Q7voNSiXbA4SjtBXLBOG3cQr-b/s1600/%25CE%25B7+%25CE%25BA%25CE%25B1%25CF%2584%25CE%25B1%25CE%25B9%25CE%25B3%25CE%25AF%25CE%25B4%25CE%25B1.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><img border="0" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiEnj9fiKnzaxVm27v7gdJ9sUZTyZOW4-AfCiFKY4HVrQeyTrWYjmvYeu6RA7jtbfZa3pFI4gqgvLLIH5DGADz4YTXZS4Y6ixfqNqRTx3BtYPSPrtJ5a5Q7voNSiXbA4SjtBXLBOG3cQr-b/s320/%25CE%25B7+%25CE%25BA%25CE%25B1%25CF%2584%25CE%25B1%25CE%25B9%25CE%25B3%25CE%25AF%25CE%25B4%25CE%25B1.jpg" style="cursor: move;" width="240" /></a></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><span class="Apple-style-span" style="white-space: pre;"><br />
</span></span></div><div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="white-space: pre;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"> </span></span></div></div><div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="white-space: pre;"><span class="Apple-tab-span" style="white-space: pre;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"> </span></span><span class="Apple-style-span" style="white-space: normal;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η Χρύσα καθόταν στο παγκάκι του πάρκου περιμένοντας τον Πέτρο να έρθει. Η ώρα περνούσε κι αυτός δεν φαινόταν πουθενά. Την ώρα που πήγε στο πάρκο, ένας λαμπερός ήλιος έλαμπε στον ουρανό και αν και ήταν αρχές Δεκέμβρη , δεν είχε καθόλου κρύο. Τώρα, τρεις ώρες μετά, μαύρα σύννεφα είχαν μαζευτεί στον ουρανό κι ένιωσε το κρύο να διαπερνά το λεπτό φόρεμα, που φορούσε.</span></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Τύλιξε τα χέρια γύρω από το κορμί της και ψάχνοντας ζεστασιά, σκεφτόμενη πως ήταν τα δικά του χέρια που την αγκάλιαζαν κι αμέσως ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της. Κοίταξε το βιβλίο, που είχε ακουμπισμένο μπροστά στα πόδια της και συνέχισε να διαβάζει, αδιάφορη για τον καιρό, που χειροτέρευε, αδιάφορη για το κρύο και τον έξω κόσμο.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Διάβαζε τις περιπέτειες της Ηλιαχτίδας και του Φεγγαρένιου, που αν και γεννήθηκαν κάτω από τον ίδιο ουρανό, χωρίστηκαν από την Μέρα και την Νύχτα κι απέμειναν ο καθένας μόνος . Στα χρόνια που έζησαν χώρια, προσπάθησαν να προσαρμοστούν στο περιβάλλον τους και να ξεχάσουν την μοναξιά και τους πόθους της ψυχής. Όταν αντάμωσαν τυχαία ξανά, είχαν περάσει πολλά χρόνια, αλλά αναγνώρισαν ο ένας τον άλλο με την πρώτη φευγαλέα ματιά, με το πρώτο δειλό άγγιγμα κι αποφάσισαν πως δεν θα αφήσουν τίποτα να τους χωρίσει.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η Χρύσα σήκωσε τα μάτια για μια στιγμή από το βιβλίο με το παραμύθι και κοίταξε την ώρα στο κινητό της. Είχε αργήσει να έρθει και δεν είχε στείλει κάποιο μήνυμα. Στην αρχή δεν ανησύχησε , γιατί δεν κυνηγούσαν τους λεπτοδείχτες , όταν ήταν να βρεθούν. Ήξεραν κι οι δυο πως η αγάπη τους είναι αμοιβαία ,όπως κι η ανάγκη της επαφής και της επικοινωνίας, που με το ζόρι τους κάλυπτε. Για να μην εμφανιστεί μέχρι τώρα, σίγουρα υπήρχε κάποιος σοβαρός λόγος.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Αναστέναξε κοιτάζοντας το βιβλίο μ’ ένα περίεργο σκοτεινό βλέμμα. Όλα τα βιβλία που διάβαζε , τα τραγούδια που άκουγε, οι ταινίες που έβλεπε, όλα μιλούσαν για αυτήν και τον Πέτρο. Η ιστορία τους γραμμένη, τραγουδισμένη, σκηνοθετημένη, κάτω από μια άλλη ματιά, ήταν η ίδια ιστορία. Ο έρωτας ήταν ο καλλιτέχνης, που ζωγράφιζε στον άδειο καμβά της ψυχής της και όλα γύρω της τον υμνούσαν και τον προσκυνούσαν. Ο εγωισμός του έρωτα την έκανε να φαντάζεται, πως όλα μιλούσαν γι’ αυτούς.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Έσκυψε πάλι πάνω στο βιβλίο, συνεχίζοντας να διαβάζει το παραμύθι. Η Ηλιαχτίδα μάλωνε με τον Ήλιο και τις υπόλοιπες Αχτίδες, έδινε μάχη με τα σύννεφα και το σκοτάδι, προσπαθώντας να ξεκλέψει μια μικρή στιγμή για να είναι μαζί με τον Φεγγαρένιο. Κι αυτός από την πλευρά του, παραμέριζε τα αστέρια, έτρεχε βιαστικός, πριν έρθει ακόμα η Νύχτα, έκλεβε τον χρόνο της Μέρας, για να βρεθεί κοντά της. Κι αυτές οι στιγμές, που ήταν μαζί, αν και σύντομες τις περισσότερες φορές, τους γέμιζαν δύναμη για την επόμενη μάχη, για την επόμενη συνάντηση, για την επόμενη στιγμή, που θα γλιστρούσαν ο ένας μέσα στον άλλο.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Κάθε συνάντηση, αντί να καθησυχάζει τον πόθο και την ανάγκη τους, την μεγάλωνε. Ψάχνανε απελπισμένα τρόπο, να ενωθούν για πάντα και να μείνουν μαζί αγκαλιά, μ’ ενωμένα τα χείλια τους σ’ ένα ατέλειωτο φιλί, που θα είχε την ζεστασιά της Ηλιαχτίδας παρήγορο φως του Φεγγαρένιου. Γι’ αυτό το φιλί , που ακόμα δεν είχαν δώσει, γι’ αυτό το μοναδικό φιλί, που θα σήμαινε την αρχή μιας νέας εποχής, παρέμεναν μαχόμενοι, έκρυβαν την απελπισία τους με καμώματα τρελά, μιλούσαν με τις ώρες μέσω της Πούλιας και του Αυγερινού, που κάνανε τους αγγελιοφόρους. Αλλά η λύτρωση αργούσε να έρθει.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η Χρύσα δεν σήκωσε το κεφάλι, όταν έπεσαν επάνω της οι πρώτες στάλες της βροχής. Δεν προφυλάχτηκε , όταν άρχισε ο αέρας να λυσσομανά γύρω της. Πήρε μόνο στην αγκαλιά της το βιβλίο για να το προστατέψει από την καταιγίδα και τυλιγμένη σαν μικρή μπάλα γύρω του, συνέχισε να διαβάζει. Με πείσμα και με πάθος, αγνοώντας την βροχή, τα μουσκεμένα ρούχα και μαλλιά, το κρύο και τα δόντια της, που χτυπούσαν δυνατά, συνέχισε να διαβάζει.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Είχε πια νυχτώσει για τα καλά, όταν σήκωσε τελικά το κεφάλι της. Έπρεπε να παραδεχτεί πως δεν θα ερχόταν σήμερα. Έπρεπε να προσπαθήσει να μαζέψει τα κομμάτια της ψυχής της, που άφησε η απουσία του και να συνεχίσει. Γιατί αύριο, θα τον έβλεπε σίγουρα. Γιατί αύριο, θα ερχόταν να την συναντήσει. Κι αυτή έπρεπε να είναι εκεί. Και να τον περιμένει.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Κοίταξε με τρυφερότητα το βιβλίο, που κρατούσε τόση ώρα σφιχτά. Λίγο πριν το τέλος, η Ηλιαχτίδα και ο Φεγγαρένιος, ένωναν τα χείλη τους επιτέλους, στο δικό τους μοναδικό φιλί κι έδιναν στο παραμύθι, το τέλος που του ταίριαζε. Ο αέρας είχε πια κοπάσει κι η βροχή είχε σταματήσει, όταν σηκώθηκε από το παγκάκι. Έκοψε ένα μουσκεμένο τριαντάφυλλο και το έβαλε σελιδοδείχτη στην τελευταία σελίδα του παραμυθιού. Άφησε το βιβλίο στην θέση, που καθόταν τόση ώρα κι έφυγε.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ο νεαρός άντρας, έφτασε ξέπνοος στο πάρκο, λίγα λεπτά μετά. Κοίταξε με απελπισία το άδειο παγκάκι κι έκατσε, κρατώντας το κεφάλι του με τα χέρια του. Είχε χλομιάσει και τα χέρια του έτρεμαν, όταν έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα από το τσαντάκι του. Άναψε το τσιγάρο και πήρε μια βαθειά ρουφηξιά , κοιτώντας με θολά μάτια μπροστά του. Δεν την πρόλαβε. Κι ήξερε πόσο της κόστισε. Ένιωσε τον πόνο στο στήθος του να μεγαλώνει, καθώς για μια απειροελάχιστη στιγμή σκέφτηκε πως ίσως την έχασε για πάντα.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Τότε πρόσεξε το βιβλίο και τον αυτοσχέδιο σελιδοδείχτη του. Το σήκωσε με προσοχή και διάβασε το τέλος του παραμυθιού. Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του, καθώς το φεγγάρι ξεπρόβαλε μέσα από τα σύννεφα. Έβγαλε ένα στυλό από το τσαντάκι του κι έγραψε κάτι στο εξώφυλλο του βιβλίου. Πήρε το τριαντάφυλλο και το έβαλε στην τσέπη του. Το άφησε πάλι προσεχτικά στην προηγούμενη θέση του και έφυγε τρέχοντας. Είχε ακόμα ελπίδες να την προλάβει, είχαν ακόμα ελπίδες.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Την επόμενη μέρα , ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό. Τίποτα δεν θύμιζε την καταιγίδα , που πέρασε από το πάρκο, εκτός από κάποιες ξεχασμένες σταγόνες στα λουλούδια και τα μαζεμένα σε σωρούς κιτρινισμένα φύλλα . Ένα νεαρό κορίτσι σταμάτησε μπροστά στο παγκάκι, που βρίσκονταν ακόμα αφημένο το βιβλίο. Το πήρε στα χέρια της με περιέργεια. Ήταν στεγνό και μύριζε τριαντάφυλλο. Το ξεφύλλισε με προσοχή κι ανακάλυψε με έκπληξη πως όλες οι σελίδες του ήταν λευκές. Ξανακοίταξε το εξώφυλλο, που είχε ζωγραφισμένο έναν κύκλο και στην μέση του μία μόνο λέξη γραμμένη με στυλό. Αυτό το «Εμείς» δεν την βοήθησε να καταλάβει τίποτα, ούτε όταν μια λαμπερή ηλιαχτίδα έπεσε επάνω του και το φώτισε..</span></div></div><br />
<div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; mso-margin-top-alt: auto; text-indent: 36.0pt;"><span style="color: white;"><o:p> </o:p></span></div></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com18tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-84116796039023466172009-12-01T14:24:00.000-08:002011-06-16T14:07:19.235-07:00Η απέναντι όχθη<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"></div><br />
<br />
<div class="separator" style="clear: both; margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEibmO9qHXsehz_rEI0zTwLFMHAS7sj_5sVkAG-dnxzAwIcH5V3xPC8FfwS7l1jegePzihz5yZacdMmgiIefIHpGQ2fARBhWRFRfxJJi1D8Fx97l0BE9HkH4EE7JM1i1MzsOFkEWlAbcOkv7/s1600/%25CE%25B7+%25CE%25B1%25CF%2580%25CE%25AD%25CE%25BD%25CE%25B1%25CE%25BD%25CF%2584%25CE%25B9+%25CF%258C%25CF%2587%25CE%25B8%25CE%25B7.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><img border="0" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEibmO9qHXsehz_rEI0zTwLFMHAS7sj_5sVkAG-dnxzAwIcH5V3xPC8FfwS7l1jegePzihz5yZacdMmgiIefIHpGQ2fARBhWRFRfxJJi1D8Fx97l0BE9HkH4EE7JM1i1MzsOFkEWlAbcOkv7/s320/%25CE%25B7+%25CE%25B1%25CF%2580%25CE%25AD%25CE%25BD%25CE%25B1%25CE%25BD%25CF%2584%25CE%25B9+%25CF%258C%25CF%2587%25CE%25B8%25CE%25B7.jpg" style="cursor: move;" width="213" /></a></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><a href="http://1.bp.blogspot.com/_tjWgSnxHUVQ/SxGsKryTE5I/AAAAAAAAA7w/kRTntnajuEc/s1600/Between_worlds.jpg" onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></a></div><div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Βάδιζε πολύ ώρα με την ματιά της να σκαλώνει αφηρημένα στα σημάδια που έβαζε πάντα όταν πήγαινε βόλτα στο δάσος για να μην χαθεί. Περπατούσε γρήγορα, με τον ρυθμό που έδιναν οι σκέψεις χτυπώντας στο κεφάλι της και το βούισμα στα αυτιά της την έκανε να συνειδητοποιήσει πως ήταν η ώρα να αρχίσει να τρέχει.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Έτρεχε μέχρι που ένιωσε πως η ανάσα της σώθηκε κι αλμυρές στάλες ιδρώτα έτσουζαν στα μάτια της. Σταμάτησε λαχανιασμένη, με την καρδιά της να προσπαθεί να βγει από το στήθος της, ενώ το γνωστό κάψιμο στα πνευμόνια την έκανε να πεθυμίσει το δηλητήριο της νικοτίνης σαν τιμωρία για την αδυναμία της να ξεφύγει.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Κοίταξε γύρω της ξαφνιασμένη, ενώ έβγαζε το τσιγάρο από το πακέτο με τρεμάμενα δάχτυλα, προσπαθώντας να καταλάβει που βρισκόταν. Σήμερα είχε μπει πιο βαθειά στο δάσος, από κάθε άλλη φορά και το σημείο, που στεκόταν, της ήταν άγνωστο.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Μπροστά της ακριβώς βρισκόταν ένα ποτάμι, που το αντικαθρέφτισμα των δέντρων το έκαναν να φαντάζει σαν ένα δεύτερο δάσος κάτω από το νερό. Άναψε το τσιγάρο, πήρε μια βαθειά ρουφηξιά και βήχοντας πλησίασε στην όχθη του. Η γυναίκα με το κόκκινο φόρεμα που καθρεφτίστηκε στα νερά του, ήταν μια άγνωστη.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Κοίταξε έκπληκτη το είδωλό της ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. Στον ελαφρύ κυματισμό του νερού , το κόκκινο φουστάνι φάνταζε σαν τρεμάμενη φλόγα ανάμεσα στα δέντρα που φώτιζε το δάσος. Η φλόγα ,που είχε ανάψει εκείνος μέσα της, τρεμόπαιζε κι αυτή, πυγολαμπίδα που η φωτισμένη της ουρά τον καλούσε κοντά της.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Μέσα στην σιγαλιά του δάσους, άκουσε το θόρυβο των βημάτων από μακριά. Ήξερε πριν σηκώσει το κεφάλι της, τι θα αντίκριζε στην απέναντι όχθη. Τον ένιωθε να έρχεται πριν τον ανταμώσει, τον έβλεπε πριν τον αντικρίσει, άκουγε το κάλεσμα του πριν να ακούσει την φωνή του. Δίστασε για μια στιγμή , έσβησε το τσιγάρο που της έκαιγε τα δάχτυλα και σηκώθηκε.<span lang="EN-US"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Κοιτάχτηκαν από μακριά με ένταση και πάθος, όπως κάθε φορά που συναντιόντουσαν. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν σαν ξίφη ανάμεσα σε μονομάχους κι οι αστραπές του πόθου τους φώτισαν το ποτάμι και το υδάτινο δάσος του. Ήταν τόσο κοντά, αλλά το ποτάμι που τους χώριζε ήταν βαθύ και το πέρασμά του επικίνδυνο. Απέμειναν όπως και τόσες άλλες φορές να κοιτάζονται με απελπισία.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">«Έλα κοντά μου» είπαν κι οι δύο ταυτόχρονα και κοιτάχτηκαν με λαχτάρα και πόνο. Ο έρωτας, χωρισμένος στα δυο από το ποτάμι, δεν είχε καταφέρει να γίνει ακόμα γέφυρα. Κάθε φορά ένας από τους δυο τους περνούσε στην απέναντι όχθη, για να κλέψουν λίγες στιγμές ευτυχίας, αλλά πάντα γυρνούσε πίσω, εκεί στην δική του πλευρά, στα μικρά κεκτημένα, στον μικρό θάνατο.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Δεν κοιτούσαν πίσω, όταν ξαναπερνούσαν το ποτάμι. Ήταν παράξενο, αλλά αυτό που τους φόβιζε δεν ήταν να το διασχίσουν, να κολυμπήσουν κόντρα στο ρέμα, να διακινδυνέψουν τον πνιγμό μέσα του, αλλά η παραμονή απέναντι.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Δεν το είχαν συζητήσει ποτέ, αλλά ήξεραν πως έπρεπε να βρουν κάποια άλλη λύση, πριν να κουραστούνε, πριν παραιτηθούνε, πριν βολευτούνε, πριν ξεχάσουν την γεύση του φιλιού, την παρηγοριά αγκαλιάς, την μυρωδιά του έρωτα.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Γονάτισε κι έβαλε το χέρι της στο νερό χωρίς να πάρει το βλέμμα της από πάνω του. Έβγαλε το χέρι που έσταζε το νερό του ποταμού και το ακούμπησε στο μέτωπο, στις παρειές, στο λαιμό της. Τον άκουσε να αναστενάζει, ενώ άρχισε να ξεντύνεται. Σήμερα θα περνούσε αυτός.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Έμεινε να τον κοιτάει θαμπωμένη καθώς πετούσε με μανία από πάνω του τα ρούχα, τα παπούτσια , τον δισταγμό. Σαν αστραπή κατάλαβε τι κάνανε λάθος τόσο καιρό. Με μία μόνο κίνηση έβγαλε το φόρεμά της κι έβαλε το γυμνό της πόδι στο κρύο νερό.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Κοιτάχτηκαν χαμογελώντας και βούτηξαν ταυτόχρονα κι οι δυο. Κολύμπησαν με δυνατές απλωτές, σηκώνοντας το κεφάλι για να βλέπουν ο ένας τον άλλο. Αντάμωσαν στην μέση του ποταμού και το χαμόγελο τους μεγάλωσε.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Άπλωσε το χέρι του και κράτησε το δικό της σφιχτά. Ένιωσε όλη την δύναμη της αγάπης του να της ζεσταίνει το σώμα και την καρδιά. Ξάπλωσαν ανάσκελα στο νερό σαν να ήταν το νυφικό κρεβάτι, που περίμεναν τόσο καιρό. Με τα χέρια ενωμένα , άφησαν να τους παρασύρει το ρέμα.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ο αέρας που φύσηξε έριξε το κόκκινο φόρεμα στο ποτάμι. Βούλιαξε αργά στο βυθό του, σκεπάζοντας το καθρέφτισμα των δέντρων, κόκκινη φωτιά, που απλώθηκε στο υδάτινο δάσος του ποταμού.<o:p></o:p></span></div></div><div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><o:p><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"></span></o:p></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><o:p><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"></span></o:p></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><o:p><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"></span></o:p></div></div><br />
<a href="http://www.sync.gr/claim/skjl50RpkDe6" rel="sync"></a></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com20tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-1342885677713196662009-11-19T13:37:00.000-08:002011-06-16T14:08:04.816-07:00Η αγκαλιά<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; mso-margin-top-alt: auto; text-indent: 36.0pt;"><br />
<div style="text-indent: 0px;"><div class="separator" style="clear: both; margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjyMC4SXFELCONG6fzynumArmvwvoY_Yx5sN_4GW_FvPZNP0ZvZSU7I653reWvb2-NF1luMa2t5aabh1s_GmE_a5dmpa3OcRRqROvrmW9TGb1N7i_EjFld6RLptdOhKOSrxizGsk4Dp0Qvq/s1600/%25CE%25B7+%25CE%25B1%25CE%25B3%25CE%25BA%25CE%25B1%25CE%25BB%25CE%25B9%25CE%25AC.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><img border="0" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjyMC4SXFELCONG6fzynumArmvwvoY_Yx5sN_4GW_FvPZNP0ZvZSU7I653reWvb2-NF1luMa2t5aabh1s_GmE_a5dmpa3OcRRqROvrmW9TGb1N7i_EjFld6RLptdOhKOSrxizGsk4Dp0Qvq/s320/%25CE%25B7+%25CE%25B1%25CE%25B3%25CE%25BA%25CE%25B1%25CE%25BB%25CE%25B9%25CE%25AC.jpg" style="cursor: move;" width="242" /></a></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">«Υπάρχουν στιγμές που οι λέξεις ακροβατούν, γέρνοντας στην προσπάθεια να ισορροπήσουν, ανάμεσα στο συναίσθημα ,που θέλει να εκδηλωθεί και στην απουσία λέξεων να το εκφράσουν», είπε η Κατερίνα κοιτάζοντάς τον, ενώ στα μάτια της έλαμπαν τα δάκρυα, που μετά βίας συγκρατούσε. Αυτός αποφεύγοντας το βλέμμα της, που έψαχνε απαντήσεις, κοίταξε έξω από το παράθυρο.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="font-family: Verdana, sans-serif;">«Θα μπορούσα να σου πω πολλά», συνέχισε, «αλλά είναι από τις λίγες φορές, που θα επιλέξω να σιωπήσω. Κι αν ποτέ σου με αγάπησες, θα καταλάβεις». Ένιωσε το βάρος της σιωπής, να γεμίζει τον αέρα ανάμεσά τους, μόλις σταμάτησε να μιλάει. Ο αέρας έγινε τόσο βαρύς και τόσο πυκνός, που τα πνευμόνια της πόνεσαν στην προσπάθεια να αναπνεύσει.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="font-family: Verdana, sans-serif;">Άπλωσε το χέρι της να τον αγγίξει, αλλά το τράβηξε αμέσως πίσω. Η σιωπή είχε ήδη χτίσει τον τοίχο κι αυτός στεκόταν από πίσω του. Ήταν μια σιωπή που έκανε τις αισθήσεις της να παγώνουν και τα συναισθήματα να κόβουν σαν ξυράφια την αλλοτινή οικειότητα. Ήταν πολύ νωρίς, σκέφτηκε, κι όμως τόσο αργά.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ο λυγμός της χτύπησε στον τοίχο της σιωπής και γύρισε πίσω σαν ηχώ. Μια τελεία στην αρχή της φράσης, που δεν πρόλαβε να γίνει πρόταση, ο έρωτας που δεν εκδηλώθηκε και που επέφερε τον θυμό του. Σιωπηλός ο θυμός κι όμως ούρλιαζε στα αυτιά της τρυπώντας τα τύμπανα της. Έβαλε το μπουφάν της βιαστικά και βγήκε έξω.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="font-family: Verdana, sans-serif;">Τα δάκρυα που συγκρατούσε όση ώρα ήταν μαζί του, κύλησαν βιαστικά από τα μάτια της , λέρωσαν το πρόσωπό της και καθάρισαν την ψυχή της. Άναψε ένα τσιγάρο με δάχτυλα που έτρεμαν από το κρύο και την ένταση και πήρε μια βαθειά ρουφηξιά. Ο ζεστός καπνός βγαίνοντας από τα πνευμόνια της, ζωγράφισε έναν μικρό κύκλο. Τον κοίταξε αφηρημένα προσπαθώντας να καταλάβει τι ήταν αυτό, που τους έφερε σ’ αυτό το σημείο.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="font-family: Verdana, sans-serif;">Δεν αποσιωπούσε συναισθήματα, δεν έκανε εύκολα πίσω, δεν έφευγε αμαχητί από τα πεδία μάχης της καρδιάς. Είχαν περάσει πολλά χρόνια, που ο θάνατος της έμαθε πως δεν θα έπρεπε να αφήνει κουβέντες μισοτελειωμένες με τους ανθρώπους που αγαπούσε. Έδιωχνε τα σύννεφα με τον αέρα της ψυχής της, μιλώντας , αναλύοντας, συζητώντας, πιέζοντας, προσπαθώντας όχι να προφυλαχτεί από την βροχή, αλλά να γυμνώσει την ψυχή της στον ήλιο της ματιάς του συνομιλητή.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="font-family: Verdana, sans-serif;">Δεν μπορούσε όμως να παλεύει μόνη. Ούτε της άρεσαν οι διαρκείς μονόλογοι. Ήξερε πως η σιωπή είναι η δαμόκλειος σπάθη της επικοινωνίας κι όμως σήμερα δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη, παγωμένη από την αδιαφορία και τον θυμό στα μάτια του. Πήρε μια βαθειά ανάσα αφήνοντας τον αέρα να εισβάλλει βίαια μέσα της και να καθαρίσει τις σκέψεις σαν τον βαρδάρη που φυσώντας διώχνει τα σύννεφα και καθαρίζει την ατμόσφαιρα στην πόλη τους.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="font-family: Verdana, sans-serif;">Όλες οι σχέσεις δοκιμάζονται σε μια στιγμή αδυναμίας κι είναι αυτή που καθορίζει αν θα εξελιχθεί ή θα προσπεράσει. Κάποτε της είχε πει πως θα την περίμενε από την άλλη πλευρά, όπως κι αν είχαν τα πράγματα. Μόνο που σήμερα όλες οι πλευρές ήταν ίδιες. Δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να περιμένει άλλο. Ούτε ήταν ήξερε αν θα τον έβρισκε στην άκρη του δρόμου. Κι η σιωπή δεν μπορούσε να δώσει απάντηση. Έσβησε βιαστικά το δεύτερο τσιγάρο, που της έκαιγε τα δάχτυλα και γύρισε πίσω.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="font-family: Verdana, sans-serif;">Εκείνος καθόταν στην καρέκλα, στην ίδια θέση που τον άφησε. Δεν γύρισε να την κοιτάξει και για μια στιγμή ένιωσε να λιποψυχά. Σκάλισε την μνήμη της για να βρει κάτι να πιαστεί και να πάρει θάρρος και να νικήσει την διάθεση παραίτησης , που την είχε κυριεύσει πριν. Προχώρησε κοντά του, κρατώντας ακούσια την ανάσα της και τον άγγιξε στον ώμο. «Θα είμαι εδώ» του είπε κι έκανε να φύγει.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ένιωσε τα χέρια του να την αγκαλιάζουν και να την σφίγγουν επάνω του με σταθερότητα και πάθος. Τον αγκάλιασε κι αυτή και τρύπωσε μέσα στο λιμάνι της αγκαλιάς του, αφήνοντας έναν αναστεναγμό , που μπερδεύτηκε με τον δικό του. Έμειναν εκεί, μετέωροι στην στιγμή, να ακουμπάνε και να σφίγγουν, να απαντάνε σ’ όλες τις ανείπωτες ερωτήσεις, να γιατρεύουν τις πληγές, να καλύπτουν τα κενά της σιωπής και να την γεμίζουν με φως .<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="font-family: Verdana, sans-serif;">Γαντζώθηκε επάνω του με τα νύχια της να μπαίνουν στην σάρκα του σαν ναυαγός που βρήκε την σανίδα σωτηρίας και κρέμεται επάνω της για να επιβιώσει. Ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει κάτω από την παλάμη της στο ρυθμό της δικής της καρδιάς, την ζεστασιά του κορμιού του να απλώνεται μέσα της , την ανάσα του στον λαιμό της να κάνει το κορμί της να πάλλεται και να ανατριχιάζει.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η σιωπή που τόσο απεχθανόταν και της θύμιζε νεκροταφείο συναισθημάτων, ξαφνικά μεταμορφώθηκε στην Ιθάκη της καρδιάς της. Η μυρωδιά του κορμιού του μπερδεύτηκε με την δική της και δεν μπορούσε πλέον να ξεχωρίσει που τελείωνε ο εαυτός της κι άρχιζε εκείνος.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="font-family: Verdana, sans-serif;">Έκλεισε τα μάτια της και χάιδεψε τα φτερά του. Αφέθηκε και παραδόθηκε στην αγκαλιά ,όταν άκουσε το φτερούγισμα. Δεν είδε το φως ,που τους τύλιξε, όταν χαμογέλασε .Άπλωσε το χέρι της στα τυφλά και πήρε ένα βέλος από την φαρέτρα.</span></div><div><span style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; mso-margin-top-alt: auto; text-indent: 36.0pt;"><span style="color: white;"> <o:p></o:p></span></div></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com22tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-24655666419096493272009-11-07T14:22:00.000-08:002011-06-16T14:22:48.199-07:00Το κλειστό παράθυρο<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"></div><div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><br />
<div class="separator" style="clear: both; margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEifJ3lnoIpF8LWvXHfXzlU9CWeoTDCvIzrxR_UkZ39Q9S8loGpAmtA2WSFSixrmD6eTNI8J5iuV_L96sh0hz4XkYsHr_mW-vBr9xZXLC5jw3fqXd6MKESVaqNqqXOKr7FYZ9ZI-KdZOVDBd/s1600/%25CF%2584%25CE%25BF+%25CE%25BA%25CE%25BB%25CE%25B5%25CE%25B9%25CF%2583%25CF%2584%25CF%258C+%25CF%2580%25CE%25B1%25CF%2581%25CE%25AC%25CE%25B8%25CF%2585%25CF%2581%25CE%25BF.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><br />
<img border="0" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEifJ3lnoIpF8LWvXHfXzlU9CWeoTDCvIzrxR_UkZ39Q9S8loGpAmtA2WSFSixrmD6eTNI8J5iuV_L96sh0hz4XkYsHr_mW-vBr9xZXLC5jw3fqXd6MKESVaqNqqXOKr7FYZ9ZI-KdZOVDBd/s320/%25CF%2584%25CE%25BF+%25CE%25BA%25CE%25BB%25CE%25B5%25CE%25B9%25CF%2583%25CF%2584%25CF%258C+%25CF%2580%25CE%25B1%25CF%2581%25CE%25AC%25CE%25B8%25CF%2585%25CF%2581%25CE%25BF.jpg" style="cursor: move;" width="243" /></a></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><br />
</div><div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><br />
</div></div><div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><o:p><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"></span></o:p></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><o:p><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"></span></o:p></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η Νίκη καθόταν στην αγαπημένη της θέση. Δίπλωσε να πόδια της και αγκαλιάζοντάς τα, ακούμπησε το πιγούνι στα γόνατά της. Έτσι κουβαριασμένη , κοίταξε έξω από το κλειστό παράθυρο.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ήταν βράδυ κι όπως πολλά βράδια δεν μπορούσε και δεν ήθελε να κοιμηθεί. Της άρεσε αυτή η ώρα, που η πόλη ησύχαζε και τα όνειρα βγαίνανε βόλτα στους έρημους δρόμους. Της άρεσε να ακούει τους θορύβους και να τους αποκωδικοποιεί πριν κοιτάξει έξω για να επιβεβαιώσει την προέλευσή τους. Μα πιο πολύ απ’ όλα της άρεσε η αίσθηση εγγύτητας και απόστασης με τους άλλους συνταξιδιώτες του ονείρου, όπως αποκαλούσε τις σκιές στα φωτισμένα παράθυρα των πολυκατοικιών.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Σήμερα είχε διάθεση για κρυφτούλι. Δεν άναψε φως. Το φως του φεγγαριού έμπαινε από το παράθυρο και την γέμιζε με νοσταλγία για την χαμένη μαγεία. Την μαγεία που χάθηκε μαζί του και ξεκίνησε τον εκούσιο εγκλεισμό της στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της, στους τέσσερις τοίχους , που φυλάκιζαν την ψυχή της. Θα μπορούσε να δραπετεύσει. Θα μπορούσε να αντισταθεί στην διάθεση της παραίτησης. Αλλά δεν ήταν έτοιμη. Ήθελε να επανακτήσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό και στα αισθήματά της.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Άναψε το κερί, που είχε πάντα κοντά της και το ακούμπησε δίπλα της. Η μουσική που είχε βάλει να παίζει μόλις που ακουγόταν , αλλά αυτή άκουγε ξεκάθαρα την μουσική και τους στίχους των τραγουδιών, που είχε επιλέξει για το σημερινό ξενύχτι. Κοίταξε πάλι έξω από το παράθυρο, προσπαθώντας να αδειάσει το κεφάλι της από τις σκέψεις, να λυτρωθεί για λίγο από το βάσανο της λογικής. Τράβηξε τις κουρτίνες και κλείνοντας τα μάτια έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω, τυλίγοντας τα χέρια της ακόμα πιο σφιχτά γύρω από τα γόνατα.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Τότε άκουσε τον θόρυβο . Κάτι βρισκόταν έξω από το παράθυρο. Κάτι που η προσγείωση στο περβάζι του παραθύρου διέκοψε την ονειροπόλησή της. Κάτι που σερνόταν θαρρείς προσπαθώντας να φτάσει κοντά της. Άνοιξε τα μάτια και κόντρα στο φως του φεγγαριού, είδε την σκιά μιας γάτας. Με αργές κινήσεις για να μην την τρομάξει, ανασηκώθηκε και τράβηξε τις κουρτίνες.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Βρέθηκε μπροστά σε έναν μαύρο γάτο που την κοιτούσε κατάματα με τα κίτρινα μάτια του να φέγγουν. Με μια ξαφνική παρόρμηση, άνοιξε το παράθυρο και περίμενε να δει τις αντιδράσεις του. Εκείνος , αφού δίστασε μια στιγμή, πήδηξε ανάλαφρα μέσα στο δωμάτιο. Αφού περπάτησε για λίγη ώρα με την ουρά σηκωμένη, νιαουρίζοντας περίεργα , σε όλο το δωμάτιο, σταμάτησε την εξερεύνηση της μικρής της φυλακής και έκατσε δίπλα της.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η Νίκη είχε πάρει την προηγούμενη στάση της μπροστά στο παράθυρο και δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Άπλωσε το χέρι της μόνο και τον χάιδεψε. Της άρεσε η απαλή γούνα κάτω από τα δάχτυλά της, η ζεστασιά που ανέδινε, το απαλό γουργουρητό. Η σιωπή της νύχτας γέμισε με την παρηγοριά της συντροφιάς. Σε λίγη ώρα ένιωσε τα μάτια της να κλείνουν. Αισθανόταν χαλαρή και νωχελική σαν γάτα. Χαμογέλασε στην σκέψη και πήγε για ύπνο, αφήνοντας τον απρόσμενο επισκέπτη μπροστά στο μισάνοιχτο παράθυρο.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ξύπνησε το πρωί χωρίς τον γνωστό πονοκέφαλο, γεμάτη ενεργητικότητα και σιγοτραγουδώντας πήγε στο σαλόνι. Ο γάτος είχε φύγει. Χαμογέλασε μαζεύοντας το γεμάτο καφέ ακόμα φλιτζάνι , άδειασε το τασάκι, αντικατέστησε το λιωμένο κερί και έκλεισε το ανοιχτό παράθυρο. Δεν ήταν σίγουρη πως δεν το ονειρεύτηκε , αλλά ήταν σίγουρη πως κάτι είχε αλλάξει. Και αυτή η αλλαγή την γέμισε αισιοδοξία.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Το βράδυ την βρήκε με μια αίσθηση προσμονής. Έκατσε στην γνωστή της θέση, αλλά ένιωθε πως κάτι έλειπε από την συνήθεια. Σηκώθηκε κρατώντας στο χέρι το κερί και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο γάτος ήταν ξαπλωμένος στο περβάζι της και κοιμόταν. Άνοιξε το παράθυρο και στο άκουσμά του, αυτός ξύπνησε και τεντώθηκε. Αμέσως μετά πήδηξε μέσα στο δωμάτιο και κουλουριάστηκε στην θέση, που πέρασε την προηγούμενη βραδιά.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Κάθισε δίπλα του οκλαδόν κι άρχισε να τον χαϊδεύει. Οι λέξεις που κρυμμένες μέσα της την έπνιγαν βγήκαν επιτέλους από τα χείλη της. Μιλούσε για ώρα, εκμυστηρευόμενη όλα όσα είχε στην καρδιά της, όλα όσα φίμωναν μέχρι τώρα τα αισθήματά της, όλα όσα δεν είχαν ειπωθεί. Κι ακούγοντας την φωνή της να λέει τα ανομολόγητα , ένιωθε το βάρος στο στήθος της να υποχωρεί και τον πόνο να απομυθοποιείται.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Κατάλαβε πως ο εγκλεισμός της είχε πάρει τέλος. Έτσι απλά, χωρίς τυμπανοκρουσίες, ένιωσε πως θα μπορούσε να προχωρήσει. Να ανοίξει και πάλι την καρδιά και τις αισθήσεις της. Να εμπιστευτεί , εμπιστευόμενη τις οδηγίες της ψυχής της. Να απλώσει το χέρι και να χαϊδέψει τον μαύρο γάτο , που θα ερχόταν όταν δεν τον περίμενε.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Δεν έκλεισε το παράθυρο πηγαίνοντας για ύπνο. Δεν θα προσπαθούσε να κρατήσει την συντροφιά του γάτου, δεσμεύοντάς τον. Ήξερε πως θα ερχόταν ξανά. Και πως θα τον άφηνε να φύγει ξανά χωρίς πικρία. Ο έρωτας θα ερχόταν σαν απροσδόκητο δώρο , όπως ο γάτος, κι αυτή θα δεχόταν το δώρο αυτό, ανοίγοντας διάπλατα το παράθυρο .</span></div><div><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div></div><br />
<div style="text-indent: 0px;"><div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div></div></div></div></div></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com15tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-20018932807863728912009-10-29T16:57:00.000-07:002011-06-16T14:24:10.513-07:00Τα μάτια της ψυχής<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"></div><div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><br />
<div style="text-indent: 0px;"><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="text-indent: 0px;"><div class="separator" style="clear: both; margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhKmh30bich_tvkFMRwIEqqThbuIKbYBbrP5HpTPlyE4Kr8iqj9_7ns8WS-7FZvRWyij6EU8fL2vcCOLOZEmRadQLTbtXzRn0BacrYih79ZhvYhLhUcYopNS1guxNJ2EHSkkLIAEYkdH2xK/s1600/%25CE%25A4%25CE%25B1+%25CE%25BC%25CE%25AC%25CF%2584%25CE%25B9%25CE%25B1+%25CF%2584%25CE%25B7%25CF%2582+%25CF%2588%25CF%2585%25CF%2587%25CE%25AE%25CF%2582.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><br />
<img border="0" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhKmh30bich_tvkFMRwIEqqThbuIKbYBbrP5HpTPlyE4Kr8iqj9_7ns8WS-7FZvRWyij6EU8fL2vcCOLOZEmRadQLTbtXzRn0BacrYih79ZhvYhLhUcYopNS1guxNJ2EHSkkLIAEYkdH2xK/s320/%25CE%25A4%25CE%25B1+%25CE%25BC%25CE%25AC%25CF%2584%25CE%25B9%25CE%25B1+%25CF%2584%25CE%25B7%25CF%2582+%25CF%2588%25CF%2585%25CF%2587%25CE%25AE%25CF%2582.jpg" style="cursor: move;" width="260" /></a></div></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Τελευταίες μέρες του Οκτώβρη κι ο καιρός βάλθηκε να θυμίσει πως ξεκινάει ο χειμώνας. Μαύρα σύννεφα σκέπαζαν τον ουρανό κι η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. Ο Σπύρος άνοιξε το παράθυρο του αυτοκινήτου και μύρισε την βροχή που ερχόταν.</span></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Τότε την είδε. Προχωρούσε ανάμεσα στα σταματημένα αμάξια και τα μαύρα μαλλιά της της σκεπάζανε το πρόσωπο. Οι πρώτες σταγόνες άρχισαν να πέφτουν όταν πλησιάσε το αυτοκίνητο Εκείνη την στιγμή σήκωσε το χέρι της και τράβηξε τα μαλλιά που της σκέπαζαν το πρόσωπο Κι είδε τα μάτια της λίγο πιο μακριά από τα δικά του.</span></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Αυτά τα μάτια θα τα αναγνώριζε όπου και να τα έβλεπε, όποτε και να τα έβλεπε. Είχαν περάσει πολλά χρόνια, αλλά μόλις ένα δευτερόλεπτο από τον χρόνο της καρδιάς του. Στο τρελό του καρδιοχτύπι , αναγνώρισε τον έφηβο , που ζούσε ακόμα μέσα του, τον έφηβο εκείνου του καλοκαιριού.</span></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Τα καλοκαίρια της εφηβείας του είχαν το ίδιο χρώμα, την ίδια μυρωδιά, το ίδιο πάντα παρασκήνιο. Χρόνια πήγαιναν με τους γονείς του σ' ένα παραλιακό χωριό της Χαλκιδικής. Περίμενε όλη την χρονιά εκείνες τις μέρες, που θα βρισκόταν και πάλι εκεί, χωρίς υποχρεώσεις , χωρίς διάβασμα, μέρες γεμάτες ξεγνοισιά και την προσμονή του έρωτα.</span></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Το καλοκαίρι που την συνάντησε ήταν δεκεπέντε χρονών. Ήταν ρομαντικός τότε κι όχι ιδιαίτερα τολμηρός, δεν ήξερε να ελίσσεται και να υποκρίνεται. Κάποτε αυτός ο συνδυασμός τον βοηθούσε κι άλλοτε τον χαντάκωνε, αλλά δεν του έκοβε την φόρα για καινούριες περιπέτειες καρδιάς.</span></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Την πρώτη φορά που την είδε ήταν με τους γονείς και τον μικρό της αδερφό, περπατώντας νωχελικά κάτω από τον καυτό ήλιο του Αυγουστιάτικου πρωινού. Έπεσε σχεδόν επάνω της τρέχοντας με το ποδήλατό του για να προλάβει τους φίλους του, που είχαν ήδη πάει για μπάνιο στην θάλασσα. Φρενάρισε απότομα, βάζοντας τα πόδια του κάτω και στρίβοντας το τιμόνι, με αποτέλεσμα τελικά να βρεθεί πεσμένος μπροστά στα πόδια της με το ποδήλατο επάνω του.</span></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ενώ ο πατέρας της σήκωνε το ποδήλατο και το κρατούσε όρθιο, ένιωσε τα μακριά μαλλιά της να τον χαϊδεύουν , καθώς έσκυψε και του έδωσε το χέρι της για να σηκωθεί. Σηκώθηκε κατακόκκινος από κάτω για να βρεθεί στην ίδια ευθεία με τα υπέροχα μαύρα της μάτια, που τον κοιτούσαν με ανησυχία.</span></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ένιωσε να ζαλίζεται καθώς έπιανε μηχανικά το τιμόνι του ποδηλάτου, που κρατούσε υπομονετικά ο άγνωστος άντρας και ψελλίζοντας ένα βιαστικό συγνώμη, καβάλησε το ποδήλατο για να φύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μετά τις πρώτες πεταλιές , γύρισε και κοίταξε πίσω του, είδε την πλάτη της , που στεφάνωναν τα μαύρα της μαλλιά και πριν προλάβει να αντιδράσει, αυτή έστρεψε το κεφάλι της κοιτάζοντάς τον για μια ατέλειωτη στιγμή.</span></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Παραδόθηκε σ’ εκείνο το βλέμμα, όπως θα παραδινόταν και κάθε μέρα, όλες εκείνες τις μέρες του μακρινού καλοκαιριού, μέχρι την τελευταία στιγμή. Το χωριό ήταν μικρό και ήταν φυσικό να συναντιούνται κάθε μέρα στα ίδια μέρη. Και κάθε μέρα περίμενε τις κλεφτές στιγμές , που θα ξέφευγε από την προσοχή των φίλων και θα έβρισκε την ευκαιρία να βυθιστεί στα μάτια της και με τα δικά του να αστράφτουν να της διηγείται τον έρωτά του.</span></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Κάθε μέρα ετοίμαζε την φράση που θα της έλεγε όταν θα την πλησίαζε, προετοίμαζε τις απαντήσεις του στους φανταστικούς διαλόγους, ονειρευόταν την στιγμή που θα έβλεπε εκείνα τα μάτια από τόσο κοντά , ώστε να διακρίνει την κόρη που χανόταν στο μαύρο τους. Όταν όμως την αντίκρυζε την επομένη το πρωί, τα λόγια εξανεμίζονταν κι έμενε να την κοιτάει σιωπηλός, περιμένοντας την επόμενη φορά, το επόμενο πρωινό, την επόμενη μέρα.</span></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Εκείνη την μέρα έβρεχε από νωρίς το πρωί. Η γλυκειά καλοκαιρινή βροχή, προάγγελος του φθινοπώρου που πλησίαζε, γέμισε με μελαγχολία την καρδιά του. Καθόταν κάτω από ένα υπόστεγο, με το ποδήλατο δίπλα του ακουμπισμένο στον τοίχο, περιμένοντας την βροχή να σταματήσει , όταν είδε το ξέχυλο από πράγματα αυτοκίνητο.</span></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Έφευγε. Δεν είχε προλάβει να της πει τίποτα και τώρα ήταν αργά. Την είδε να κοιτάζει από το πίσω τζάμι του αυτοκινήτου καθώς περνούσε από μπροστά του. Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά και αγνοώντας την βροχή που συνέχιζε να πέφτει ασταμάτητα, καβάλησε το ποδήλατο και το ακολούθησε .</span></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Το ακολούθησε για δύο περίπου χιλιόμετρα κάνοντας πετάλι σαν τρελός, βλέποντας το πρόσωπό της κολλημένο στο τζάμι του αυτοκινήτου, τα μάτια της καρφωμένα επάνω του, και συνέχισε μέχρι που κόπηκε η ανάσα του, για να συνεχίσει να βλέπει εκείνα τα μάτια για όσο περισσότερο μπορούσε.</span></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Σταμάτησε κοντανασαίνοντας με την καρδιά του να βροντοχτυπάει στο στήθος του. Μουσκεμένος τριπλά, από ιδρώτα , βροχή και δάκρυα, είδε το όνειρο να ξεμακραίνει και κλείδωσε την στερνή ματιά της στην ψυχή του, μαζί με τα ανείπωτα λόγια και τα συναισθήματα. Δεν έκλαψε ξανά από τότε.</span></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Στα χρόνια που περάσαν, κλείδωσε κι άλλα στην ψυχή του, βάζοντας για φύλακες τον αυτοσαρκασμό και την τσουχτερή γλώσσα του, την λογική και την υπευθυνότητα. Ο θησαυρός του παρελθόντος τον περίμενε κάθε φορά που δεν τα έβγαζε πέρα με τα συναισθήματά του, τον περίμενε να κρυφτεί και σαν φιλάργυρος τοκογλύφος να μετρήσει αυτά που είχαν μείνει.</span></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ένιωθε συχνά σαν δέντρο που έμεινε δίχως φύλλα, γιατί οι ρίζες των συναισθημάτων του είχαν αποδυναμωθεί και δεν μπορούσαν να ρουφήξουν ζωή από τον σημερινό συμβιβασμένο του εαυτό και πως τα όνειρα είχαν πεθάνει μαζί με την τελευταία βροχή των δακρύων του χθες.</span></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Και να που σήμερα εμφανιζόταν μπροστά του μετά από τόσα χρόνια αυτή η σκιά από το παρελθόν του για να τον καλέσει πίσω. Ο σημερινός Σπύρος ήταν αρκετά εύγλωττος και ετοιμόλογος γενικά . Δεν είχε καμιά σχέση με τον ρομαντικό δεκαπεντάχρονο έφηβο. Έπρεπε να κλείσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς.</span></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Οι λέξεις που δεν της είχε πει τότε και που στοίχειωναν το μυαλό του όλα αυτά τα χρόνια, ζητούσαν δικαίωση. Ενώ τα αυτοκίνητα ξεκινούσαν και πίσω του οργισμένοι οδηγοί κορνάριζαν βρίζοντας, βγήκε από το αυτοκίνητο και έτρεξε πίσω της. Θέλησε να την φωνάξει και συνειδητοποίησε πως δεν ήξερε το όνομά της, πως δεν το είχε μάθει ποτέ, κι αυτό τον ακινητοποίησε.</span></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Την είδε να μπαίνει σ’ ένα άλλο αυτοκίνητο στην θέση του συνοδηγού και να κλείνει την πόρτα. Την είδε να σκύβει και να δίνει ένα πεταχτό φιλί στον οδηγό του. Την άκουσε λίγα μέτρα μπροστά του να γελάει για κάτι που της είπε. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε κι αυτή δεν στράφηκε ούτε μια στιγμή να κοιτάξει πίσω της.</span></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Γύρισε στάζοντας στο αυτοκίνητο , που τον περίμενε με την πόρτα ανοιχτή και την μηχανή ακόμα αναμμένη. Σωριάστηκε στο κάθισμα και σκούπισε αφηρημένα το μουσκεμένο του πρόσωπο .Όταν ένιωσε την αλμύρα των ξεχασμένων δακρύων στα χείλη του κατάλαβε πως ξεκινούσε από την αρχή.</span></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div></div></div></div></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com21tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-41783470370396707242009-10-24T17:30:00.000-07:002011-06-16T13:19:09.413-07:00Το τελευταίο ροδοπέταλο<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"></div><br />
<br />
<div class="separator" style="clear: both; margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjZUodco3rl7_qiUwB80vqQyhkSz97756uRkpza2xy4hx_-Y5r2ynvqTzYop0gdUWFl-0-ynSyurD9SQUb2oNc4_wpufKHlOsjb5Pcn_Yr0ZqaAoYyTRklJoE2E3qasdXl8Mqw1xmOnA3z7/s1600/%25CF%2584%25CE%25BF+%25CF%2584%25CE%25B5%25CE%25BB%25CE%25B5%25CF%2585%25CF%2584%25CE%25B1%25CE%25AF%25CE%25BF+%25CF%2581%25CE%25BF%25CE%25B4%25CE%25BF%25CF%2580%25CE%25AD%25CF%2584%25CE%25B1%25CE%25BB%25CE%25BF.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><img border="0" height="317" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjZUodco3rl7_qiUwB80vqQyhkSz97756uRkpza2xy4hx_-Y5r2ynvqTzYop0gdUWFl-0-ynSyurD9SQUb2oNc4_wpufKHlOsjb5Pcn_Yr0ZqaAoYyTRklJoE2E3qasdXl8Mqw1xmOnA3z7/s320/%25CF%2584%25CE%25BF+%25CF%2584%25CE%25B5%25CE%25BB%25CE%25B5%25CF%2585%25CF%2584%25CE%25B1%25CE%25AF%25CE%25BF+%25CF%2581%25CE%25BF%25CE%25B4%25CE%25BF%25CF%2580%25CE%25AD%25CF%2584%25CE%25B1%25CE%25BB%25CE%25BF.jpg" style="cursor: move;" width="320" /></a></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><a href="http://4.bp.blogspot.com/_tjWgSnxHUVQ/SuOZsgbgZTI/AAAAAAAAA68/vsWS9KcXERo/s1600-h/Toxic_rose.jpg" onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></a></div><div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η Αθηνά κοίταξε έξω από το παράθυρο. Μαύρα σύννεφα σκέπαζαν τον ουρανό και, αν και ήταν πρωί ακόμα, είχες την εντύπωση, πως σε λίγο θα νύχτωνε.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Το εσωτερικό της ρολόι μπερδεύτηκε για μια στιγμή κι ένιωσε ένα ρίγος συγκίνησης να την διαπερνά. Σήμερα το απόγευμα θα τον συναντούσε μετά από πολύ καιρό.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Είχε ώρες μπροστά της για να ετοιμαστεί και να προετοιμαστεί. Αν και σπάνια βοηθούσε η προετοιμασία. Πάντα την αιφνιδίαζε με μία λέξη, ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο. Και με τον αναπάντεχο θυμό του, που ξέσπαγε σαν θύελλα επάνω της και σπάνια κατάφερνε να εξευμενίσει. Τα μαύρα σύννεφα της σχέσης τους και της ψυχής της.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ήθελε τόσο να τον δει και του μιλήσει, που ήξερε πως οι ώρες θα περνούσαν βασανιστικά αργά. Έβγαλε το άσπρο κοντομάνικο φόρεμα από την ντουλάπα και το κοίταξε με ερευνητικό βλέμμα. Το είχε πάρει το καλοκαίρι με σκοπό να το φορέσει όταν θα βρισκόταν. Είχε πλέον χειμωνιάσει και το φόρεμα ήταν πολύ λεπτό , αλλά για κάποιο λόγο της φαινόταν ότι είναι το μόνο ταιριαστό για την περίσταση. Θα το φορούσε όσο κρύο κι αν είχε.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Μπήκε στο μπάνιο κι άφησε την βρύση να τρέχει. Όσο ξεντυνόταν, δοκίμαζε την θερμοκρασία του νερού με το χέρι της, ενώ σκεφτόταν την πρώτη φορά , που ένιωσε το προειδοποιητικό σκίρτημα στην καρδιά της. Και που δεν το είχε πάρει σοβαρά. Όπως κι αυτόν. Το καυτό νερό της έκαψε τα δάχτυλα και τα τράβηξε με μια γκριμάτσα. Αφηρημένη και απρόσεχτη με το νερό και με τον έρωτα, πάντα το καταλάβαινε αργά.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Μπήκε κάτω από το ζεστό νερό ανοίγοντας κι άλλο τη βρύση, ώστε να νιώθει το νερό να πέφτει επάνω της με ορμή. Έκατσε λίγη ώρα ακίνητη , με σκυμμένο το κεφάλι και το νερό να χτυπάει στους ώμους της. Σαπουνίστηκε κι άφησε το κορμί και το μυαλό της να χαλαρώσει. Μισή ώρα μετά, καθόταν μπροστά στον αχνισμένο καθρέφτη και σχεδίαζε καρδιές και χαμόγελα με το δάχτυλό της, σιγοτραγουδώντας ένα αγαπημένο της τραγούδι.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Έτσι απότομα περνούσε από το ένα άκρο στο άλλο. Τα συναισθήματα την πόλωναν , ήταν ένας ασπρόμαυρος κόσμος που κυριαρχούσαν το άσπρο ή το μαύρο, όπως εναλλάσσονται η μέρα με την νύχτα, χωρίς όμως να παρεμβάλλεται η ανατολή και η δύση του ήλιου. Μόνο το κόκκινο της καρδιάς άλλαζε την εικόνα, τονίζοντας με την παρουσία του την έλλειψη των υπόλοιπων χρωμάτων.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Έβαλε το κάτασπρο φόρεμα, χτένισε τα μαύρα της μαλλιά και κοίταξε την ασπρόμαυρη εικόνα στον καθρέφτη. Το είδωλο ήταν λάθος. Πήγε βιαστικά στο σαλόνι και γύρισε κρατώντας ένα μεγάλο κόκκινο τριαντάφυλλο. Η κόκκινη πινελιά έσπασε την αυστηρότητα του γκρίζου ειδώλου κι έκανε τα μαγουλά της να κοκκινίσουν. Έλπιζε πως θα καταλάβαινε το μήνυμά της.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ο Αλέξανδρος έπαιξε με τα κλειδιά του αυτοκινήτου που κρατούσε στο δεξί του χέρι. Τα έβαλε στην τσέπη του κι άναψε τσιγάρο. Κοίταξε το ρολόι του και συνοφρυώθηκε καθώς είδε πως δεν του έμειναν παρά λίγα λεπτά για να αποφασίσει Και δεν μπορούσε να το αναβάλει. Το ραντεβού ήταν για σήμερα. Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά και άνοιξε την πόρτα.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Δεν έβρεχε, αλλά όλα γύρω μύριζαν βροχή. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και η υγρασία που θόλωνε τον ορίζοντα έκανε το κρύο να μπαίνει μέσα του και να παγώνει τα πάντα. Μπήκε στο αυτοκίνητο και έβαλε μπρος. Έκατσε για λίγο με τα χέρια τεντωμένα πάνω στο τιμόνι και το βλέμμα καρφωμένο κάπου μακριά. Εκεί που την γνώρισε. Τότε που όλα ήταν διαφορετικά.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Έδειχνε σαν παιδί που έχει χάσει τον δρόμο του, όταν την γνώρισε. Προστατευτικός από την φύση του δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό να την βοηθήσει. Τον ξάφνιασε , αν και το περίμενε, ο έρωτας που του πρόσφερε μόλις στάθηκε στα πόδια της. Εκείνο που δεν περίμενε ήταν η διάρκεια και το πάθος της που δυνάμωνε, αντί να εξασθενίζει.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Έστριψε στο δρόμο που οδηγούσε στο δασάκι , που είχαν συμφωνήσει να βρεθούν. Έκανε στην άκρη και σταμάτησε το αυτοκίνητο. Δεν ήθελε να την πληγώσει, αλλά δεν μπορούσε να το αποφύγει. Έβλεπε στα μάτια της τον εαυτό του να μετατρέπεται σ’ έναν ήρωα, που δεν ήθελε να στηρίξει. Στην αρχή τον είχε κολακεύσει, μα τώρα τον βάραινε.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η Αθηνά έφτασε νωρίτερα στο σημείο του ραντεβού. Πιστή στην αρχική της απόφαση φορούσε το κοντομάνικο φόρεμα και κρατώντας το τριαντάφυλλο στα χέρια περπατούσε πάνω κάτω προσπαθώντας να σταματήσει το τρέμουλο του κορμιού της. Θα έπρεπε να είχε φορέσει τουλάχιστον μία ζακέτα. Αλλά δεν ήθελε να αλλάξει το όνειρο με μικρές παραχωρήσεις.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ονειρευόταν μήνες αυτή την μέρα και τώρα φοβόταν μην κάνει κάποιο λάθος και την καταστρέψει. Ήταν πάντα ευαίσθητες οι ισορροπίες μεταξύ τους κι έφτανε μία λάθος λέξη, μια μικρή λεπτομέρεια, για να πάνε όλα στραβά. Συνήθως την έλεγε αυτή, που σπάνια μπορούσε να ελέγξει τα συναισθήματά της και τα άφηνε να ξεχειλίζουν από μέσα της χωρίς να τα φρενάρει πριν γίνουν λέξεις.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Κούνησε το κεφάλι της προσπαθώντας να διώξει τις αρνητικές σκέψεις. Σε λίγο θα ήταν εδώ. Κι όλα θα μπαίνανε στην θέση τους. Οι λέξεις, τα όνειρα, οι ελπίδες, τα θέλω. Ήταν εδώ διαγράφοντας το παρελθόν, έτοιμη να αρχίσει από την αρχή , λευκή σελίδα που περίμενε το δικό του μελάνι για να διηγηθεί την ιστορία της. Σε λίγο θα ήταν εδώ.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ο Αλέξανδρος προσπάθησε να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις του. Δεν είχε νόημα να πάει στο ραντεβού τους. Ήταν πιο εύκολο και για τους δυο τους να αποχαιρετιστούν χωρίς λόγια. Δεν της είχε υποσχεθεί ποτέ τίποτα. Προσπάθησε να την προσγειώσει πολλές φορές, αλλά αυτή δεν ήθελε να ακούσει τίποτα ενάντια στο όνειρό της για εκείνον. Δεν θα τον άκουγε ούτε σήμερα.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Δεν είχε τρόπο να την ενημερώσει πως δεν θα πάει. Ήξερε πως δεν έπαιρνε ποτέ το κινητό μαζί της όταν έβγαιναν. Δεν το είχε σχεδιάσει έτσι, αλλά τώρα δεν έβλεπε άλλη λύση. Αν πήγαινε δεν θα τον άφηνε να φύγει. Όχι χωρίς ερωτήσεις. Κι αυτός δεν ήθελε να δώσει απαντήσεις. Η σιωπή του θα έλεγε περισσότερα από την παρουσία του.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η Αθηνά κοίταξε το τριαντάφυλλο που κρατούσε στα χέρια της. Είχε αργήσει πολύ. Το ανεξέλεγκτο ρίγος του κορμιού της την προειδοποίησε πως ήταν ώρα να φύγει. Παρά τον πόνο που ένιωσε να της δαγκώνει την καρδιά, δεν δάκρυσε. Ένα τρεμάμενο χαμόγελο άνθισε στα χείλη της καθώς έκοψε και άφησε να πέσει κάτω το πρώτο ροδοπέταλο.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Το βέλος που έφυγε από τόξο του έρωτα ποτέ δεν θα μπορούσε να της κάνει κακό. Δεν είχε αχίλλειο φτέρνα. Ήταν όλη μια φτέρνα κι αυτό την έκανε δυνατή. Συνέχισε να μαδάει το τριαντάφυλλο , πετώντας μακριά τα ροδοπέταλα, διώχνοντας μακριά την σιωπή, την άρνηση, την απόσταση, το ψέμα, τον θυμό, την αναμονή, την προδοσία, όλα όσα λέρωσαν τον έρωτά της κατά καιρούς.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Στα χέρια της έμεινε ένα τελευταίο ροδοπέταλο. Το ένιωσε ζεστό πάνω στο παγωμένο της χέρι. Το χαμόγελο, το χάδι, το φιλί , ο έρωτας του Αλέξανδρου είχαν αφήσει το αποτύπωμά τους . Το έφερε στα χείλη της και το χαμόγελο μεγάλωσε.Το τελευταίο ροδοπέταλο, θα ήταν πάντα δικό της.</span></div></div></div></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com16Θεσσαλονίκη, Ελλάς40.63935 22.94460740.542957 22.7866785 40.735743 23.102535500000002tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-66586559466453129282009-10-16T14:03:00.000-07:002011-06-17T09:21:48.429-07:00Το καράβι<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"></div><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"></span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><span style="font-family: Verdana;"><br />
</span></span></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgJClev2dvikF4ApdbefxbJl0x9rMoqfb26FeMNikTxVhlru1AedMlPMf5ssHdt1IjD3a4t66izE5SQcpcOwPFNaF8Abkr4N3GjRHvlu_6pzLysC841emkUZ_BtYr2jWuGnFObnPXNXakX4/s1600/come_back_to_me.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><img border="0" height="244" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgJClev2dvikF4ApdbefxbJl0x9rMoqfb26FeMNikTxVhlru1AedMlPMf5ssHdt1IjD3a4t66izE5SQcpcOwPFNaF8Abkr4N3GjRHvlu_6pzLysC841emkUZ_BtYr2jWuGnFObnPXNXakX4/s320/come_back_to_me.jpg" width="320" /></a></div><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><span style="font-family: Verdana;">Η Νατάσσα στάθηκε στην κορφή του βράχου και κοίταξε το καράβι που ξεμάκραινε. Ο αέρας που φυσούσε έριχνε τα μακριά μαλλιά της στο πρόσωπό της και της έκοβε την ορατότητα. Το φουστάνι της φούσκωνε και σηκωνόταν ανάλογα με την φορά του ανέμου. <o:p></o:p></span></span></div><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"> </span><br />
<div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><span style="font-family: Verdana;">Τράβηξε τα μαλλιά της ανυπόμονα και κοίταξε το καράβι , που είχε γίνει μια μικρή κουκίδα στον ορίζοντα. Δάγκωσε τα χείλη της που είχαν αρχίσει να ξεραίνονται από τον αέρα και τα ένιωσε να ματώνουν. Τα έγλυψε μηχανικά νιώθοντας την αλμύρα των δακρύων της να μπερδεύεται με της θάλασσας, που αν και μακριά, έφτανε κοντά της σαν ψιλοβρόχι ,καθώς τα κύματα έσκαζαν στον βράχο. <o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><span style="font-family: Verdana;">Έβγαλε από την τσέπη της ένα χαρτομάντιλο και αφού σκούπισε τα μάτια της, το πίεσε απαλά ,αλλά σταθερά στα χείλη για να σταματήσει το αίμα. Το ένιωσε να κολλάει κι ανατρίχιασε στην ιδέα του γλυκού πόνου, που θα ένιωθε τραβώντας το. Κι αυτή είχε κολλήσει. Εδώ και χρόνια. Κι ο πόνος ήταν εξίσου γλυκός.<o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><span style="font-family: Verdana;">Είχε μήνες να έρθει εδώ. Αλλά ήρθε χθες .Και σήμερα ξανά. Κάποτε ερχόταν κάθε μέρα και καθόταν για ώρες. Μόνη και με παρέα. Και για αρκετά χρόνια μαζί του. Με τον παιδικό της φίλο και πρώτο της έρωτα. Τον έρωτα που δεν πρόλαβε να εξομολογηθεί. Και που τον αποχαιρέτησε κλαίγοντας κρυφά , από τούτο εδώ το σημείο. <o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><span style="font-family: Verdana;">Γνωριζόταν από παιδιά. Μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά, πήγαν στα ίδια σχολεία, είχαν τις ίδιες παρέες. Παρά τις διαφορές τους, τους ένωνε η κοινή αγάπη για την θάλασσα και τα ταξίδια. Τα ταξίδια που ονειρευόταν να κάνουν μεγαλώνοντας. Θαλασσινά ταξίδια με πυξίδα την φαντασία τους. <o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><span style="font-family: Verdana;">Τα χρόνια που περνούσαν από πάνω τους δεν άλλαζαν την αγάπη και την συνενοχή που τους έδενε. Δέσανε τα όνειρά τους στο ίδιο καράβι και περίμεναν να μπαρκάρουν. Αυτός έφυγε πρώτος. Αυτή θα ακολουθούσε. Δέκα χρόνια μετά , αυτή ήταν ακόμα εδώ. <o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><span style="font-family: Verdana;">Όταν έφυγε πήρε το πρώτο ξύλινο καραβάκι. Το έβαψε κόκκινο , να ξεχωρίζει σαν σημαδούρα στην θάλασσα των ονείρων κι έγραψε με πινέλο την λέξη έρωτας στο πλάι του. Το τοποθέτησε στην βιβλιοθήκη της , σ’ ένα ράφι που άδειασε γι’ αυτόν τον σκοπό, στριμώχνοντας βιβλία και περιοδικά, ώστε να φαίνεται ξεκάθαρα , από μακριά κι από κοντά, ο στόχος και το όνειρο.<o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><span style="font-family: Verdana;">Στα χρόνια που πέρασαν , δημιούργησε έναν μικρό στόλο. Ένα καραβάκι για κάθε ανεκπλήρωτο όνειρο. Το καθένα με διαφορετικό χρώμα, ένα χρώμα από ουράνιο τόξο της ελπίδας. Πίστευε πως κάποτε θα έφευγαν από το λιμάνι, που προσάραξαν προσωρινά, ότι κάποτε θα άνοιγαν πανιά και αυτή θα ταξίδευε μαζί τους. Το καθένα με το δικό του όνομα, σύμβολο του συναισθήματος που γέννησε την ανάγκη για ταξίδι. <o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><span style="font-family: Verdana;">Όλα της τα καράβια είχαν άσπρα πανιά. Συχνά έσκυβε επάνω τους και φυσούσε μέχρι να φουσκώσουν τα πανιά, να δείχνουν πως είναι έτοιμα να σαλπάρουν. Χαμογελούσε τρυφερά και χάιδευε με το δάχτυλα τις λέξεις , ειδικά στα σημεία , που άρχιζαν να ξεθωριάζουν. Μέχρι αυτό το Σαββατιάτικο πρωινό δεν ήθελε να αλλάξει τίποτα..<o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><span style="font-family: Verdana;">Εμφανίστηκε μπροστά της σαν φάντασμα από τα παλιά. Είχε έρθει για λίγο στην πόλη τους και θα έφευγε ξανά. Ήταν εύκολο να την βρει. Έμενε ακόμα στο ίδιο σπίτι απέναντι από το πατρικό του. Κι όλοι την ήξεραν. Τώρα αναρωτιόταν αν είχε μείνει περιμένοντας αυτήν την στιγμή. Την επιστροφή του Οδυσσέα της.<o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><span style="font-family: Verdana;">Παρά το αρχικό ξάφνιασμα, η χαρά της ήταν μεγάλη. Μίλησαν στην αρχή μουδιασμένα και μόλις άρχισε η ατμόσφαιρα να ζεσταίνεται της ζήτησε να πάνε μια βόλτα. Τα βήματά τους οδήγησαν στον αγαπημένο τους βράχο. Κι έκατσαν ώρες συζητώντας για όλα τα θαυμαστά που είχε δει αυτός, που είχε κάνει, για τις θάλασσες και τα ταξίδια. Τότε ένιωσε το πρώτο σκίρτημα. <o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><span style="font-family: Verdana;">Τα ταξίδια που δεν έκανε, οι θάλασσες που δεν αρμένισε, οι στεριές που δεν γνώρισε, όλα της ζητούσαν τον λόγο. Κοιτάζοντας τα θαλασσιά του μάτια, κατάλαβε πως δεν ήταν αυτός που περίμενε. Και πως το μόνο που τους έδενε ήταν η ανάμνηση των εραστών, που θα μπορούσαν να γίνουν. Τότε. Όσο τα όνειρά τους είχαν κοινό σημείο αναφοράς. <o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><span style="font-family: Verdana;">Γυρίζοντας σπίτι έκατσε για ώρα μπροστά στο ράφι της βιβλιοθήκης με τον ξύλινο στόλο. Πήρε στα χέρια της το κόκκινο καράβι κι είδε πως ο καιρός είχε σβήσει το πρώτο και το τελευταίο γράμμα του ονόματός του. Ένα περήφανο «ρωτα» φαινόταν να της χαμογελά. Κι ας ήταν αργά για ερωτήσεις.<o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><span style="font-family: Verdana;">Πήρε την τσάντα της και την γέμισε με τα μικρά καράβια. Και κίνησε για τον βράχο. Είδε το καράβι που έφευγε και το παρακολούθησε μέχρι που έγινε μια μικρή κουκίδα στον ορίζοντα. Τράβηξε με μια αποφασιστική κίνηση το ματωμένο χαρτομάντιλο, που είχε κολλήσει στα χείλη της.<o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><span style="font-family: Verdana;">Χωρίς να σκουπίσει τα δάκρυα που της αυλάκωναν το πρόσωπο, έβγαλε χωρίς να κοιτάξει το πρώτο καραβάκι από την τσάντα. Το κοίταξε για μια στιγμή και πηγαίνοντας στην άκρη του βράχου, το πέταξε στην φουρτουνιασμένη θάλασσα . Το επανέλαβε μέχρι που η τσάντα άδειασε.<o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><span style="font-family: Verdana;">Τα ανεκπλήρωτα όνειρα θα μάθαιναν να επιπλέουν ή θα βούλιαζαν οριστικά. Δεν θα τα ντάντευε χαϊδεύοντας τα άλλο πια. Είχε ήδη αργήσει, αλλά δεν σκόπευε να χάσει το υπόλοιπο ταξίδι. Στο επόμενο καράβι , θα ήταν μέσα.<o:p></o:p></span></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com25tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-72160107402865975952009-10-12T14:25:00.000-07:002011-06-16T14:25:43.476-07:00Οι εκκρεμότητες<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"></div><br />
<br />
<div class="separator" style="clear: both; margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgqi0S8uIxDLENSX5q3DuTLTqkmbxzComoOKodFtIP06qeg_hSm90wWKy_jpyXgNMDkLh754yRWytqy5dIp5yT3cQNO2KN4AYlfTyLQh9yH9LZK1a0PMM5HV1TImYACMWjbJYbk8vFqhUIp/s1600/%25CE%25BF%25CE%25B9+%25CE%25B5%25CE%25BA%25CE%25BA%25CF%2581%25CE%25B5%25CE%25BC%25CF%258C%25CF%2584%25CE%25B7%25CF%2584%25CE%25B5%25CF%2582.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><img border="0" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgqi0S8uIxDLENSX5q3DuTLTqkmbxzComoOKodFtIP06qeg_hSm90wWKy_jpyXgNMDkLh754yRWytqy5dIp5yT3cQNO2KN4AYlfTyLQh9yH9LZK1a0PMM5HV1TImYACMWjbJYbk8vFqhUIp/s320/%25CE%25BF%25CE%25B9+%25CE%25B5%25CE%25BA%25CE%25BA%25CF%2581%25CE%25B5%25CE%25BC%25CF%258C%25CF%2584%25CE%25B7%25CF%2584%25CE%25B5%25CF%2582.jpg" style="cursor: move;" width="242" /></a></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div><div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="text-indent: 0px;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Όλα ξεκίνησαν όταν χτύπησε το τηλέφωνό μου. «Δεν ανοίγει πάλι ο υπολογιστής μου» ήρθε από το καλώδιο η τηλεφωνική διαμαρτυρία. Κοίταξα μηχανικά την ώρα στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου. Ήταν ακόμα οκτώ παρά δέκα.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Αναστέναξα. Έβαλα μπρος τον αυτόματο πιλότο. «Ρεύμα έχετε; Τα καλώδια είναι στην θέση τους; Πέρασε χθες η καθαρίστρια;».</span></div></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Φυσικά πέρασε την προηγούμενη μέρα η καθαρίστρια. Και φυσικά κανείς δεν κοίταζε τα καλώδια πριν μου τηλεφωνήσουν. Ήταν πιο εύκολο να περιμένουν να καθοδηγήσει κάποιος την σκέψη τους και να τους προσφέρει ταυτόχρονα ψυχολογική υποστήριξη. Δύο σε ένα και χωρίς χρέωση. Αλλά η ιώβεια υπομονή μου με τους χρήστες της εταιρείας είχε αρχίσει να εξαντλείται.</span></div></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Τους τελευταίους μήνες είχα γίνει πολύ ευερέθιστη και τα νεύρα μου ήταν συνέχεια τεντωμένα. Αγαπούσα ακόμα την δουλειά μου, αλλά κάτι είχε βάλει φρένο στην καλή μου διάθεση. Συνέχιζα περισσότερο από συνήθεια να ανταποκρίνομαι τις μυστήριες ώρες , που συνήθιζαν να με παίρνουν τηλέφωνο για ψήλου πήδημα, αλλά έπιανα τον εαυτό μου να εκνευρίζεται πριν ακόμα σηκώσει το εταιρικό κινητό και απαντήσει.</span></div></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Προσπάθησα να αποφύγω τον ηλικιωμένο κύριο που οδηγούσε ανάμεσα στις δύο λωρίδες του δρόμου αμέριμνος, έχοντας μείνει στην εποχή που στην Θεσσαλονίκη κυκλοφορούσαν δύο αυτοκίνητα. Βρέθηκα κολλημένη πίσω από μία τύπισσα που πήγαινε με ογδόντα στην γραμμή ταχείας κυκλοφορίας, μιλώντας στο κινητό της , αδιάφορη παντελώς για το τι γίνεται γύρω και πίσω της. Ευτυχώς, δεν είχα αρχίσει ακόμα να εκνευρίζομαι με την ηλιθιότητα των οδηγών.</span></div></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Το μυαλό μου ξαναγύρισε στο πρώτο τηλεφώνημα , ακούγοντας το τηλέφωνο να χτυπάει ξανά κι έχοντας μεγάλη διάθεση να ανοίξω το παράθυρο και να το πετάξω έξω. Αλλά σκέφτηκα την ουρά από πίσω που μεγάλωνε χάρη στην αδιάφορη οδηγό και τον παππού, που κρατούσε σταθερά την θέση του. Το σήκωσα. «Σε πόση ώρα θα είσαι στο γραφείο; Μας πέταξε έξω! Άντε, θέλουμε να διώξουμε δρομολόγια» ήρθε η νέα ερώτηση- δήλωση-απαίτηση . «Στις οκτώ και τέταρτο, όπως πάντα» απάντησα κι έκλεισα νευριασμένα το τηλέφωνο.</span></div></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Σίγουρα δεν ξεκινούσε η μέρα μου με τις καλύτερες προοπτικές. Πριν ακόμα πάω στο γραφείο, ένιωθα πως θέλω να φύγω! Κι αυτή την διάθεση την είχα όλο και περισσότερες μέρες αυτό το διάστημα. Τους τελευταίους δέκα μήνες. Κάτι είχε αλλάξει μέσα μου κι εγώ το άφησα να περάσει απαρατήρητο .</span></div></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Είναι περίεργο πως μία μόνο πρόταση μπορεί να σταθεί αφορμή για να ανοίξουν οι ασκοί του Αιόλου. Δεν μου άρεσε να εθελοτυφλώ. Ούτε να κρύβομαι πίσω από φτηνές δικαιολογίες. Η κατάσταση είχε ξεφύγει και όφειλα στον εαυτό μου μερικές εξηγήσεις. Κι ένα διάλειμμα.</span></div></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Είχα δεχτεί μεγάλη πίεση τους τελευταίους μήνες τόσο σε εργασιακό , όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Αλλά δεν ήταν αυτό το πρόβλημα. Δεν ήταν η πρώτη φορά , που βρισκόμουν αντιμέτωπη με δύσκολες καταστάσεις. Είμαι φύσει αισιόδοξη και βρίσκω την έξοδο και την διέξοδο τρέχοντας, περπατώντας, σκαρφαλώνοντας, έρποντας, με όποιο τρόπο ταιριάζει στην κατάσταση και στις συνθήκες.</span></div></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ξημεροβραδιαζόμουνα στο γραφείο προσπαθώντας να έχω τους πάντες ευχαριστημένους. Το αποτέλεσμα ήταν το αντίθετο. Έτρεχα τα Σαββατοκύριακα προσπαθώντας να καλύψω τις τρύπες της απουσίας μου από το σπίτι. Το αποτέλεσμα δεν με ικανοποιούσε και γυρνούσα ακόμα πιο κουρασμένη στο γραφείο. Για να επαναλάβω τον ίδιο κύκλο.</span></div></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Τώρα όμως ένιωθα να ασφυκτιώ , την αέρα να λιγοστεύει επικίνδυνα, το σκοτάδι να γίνεται πιο πυκνό. Δεν ήμουν σίγουρη τι έφραζε την έξοδο, αλλά είχε την σκονισμένη γεύση παλιού εφιάλτη. Έπρεπε να βγω από αυτήν την καταστροφική δίνη, πριν με τραβήξει στον βυθό. Έσφιξα τα δόντια μου και πάρκαρα το αμάξι.</span></div></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Παρά το ανάποδο ξεκίνημα, η μέρα κύλισε ήρεμα. Η στοίβα μπροστά στο γραφείο μου με τις εκκρεμότητες αν και δεν μειώθηκε, μπήκε σε μια τάξη σύμφωνα με τις προθεσμίες για την ολοκλήρωση των εργασιών. Μετά την αρχειοθέτηση, κατηγοριοποίηση, ταξινόμηση και σήμανση των εκκρεμοτήτων, ένιωσα πως ολοκλήρωσα κάτι που έπρεπε να είχα κάνει από καιρό.</span></div></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Βλέποντας το ρολόι να δείχνει πέντε, σηκώθηκα κι ετοιμάστηκα να φύγω, πράγμα που είχα να κάνω πολύ καιρό. Έπρεπε να φύγω. Έπρεπε να διαχωρίσω την δουλειά από την προσωπική μου ζωή. Κι έπρεπε να κοιτάξω και εκείνες τις εκκρεμότητες, που δεν ήταν περασμένες στο <span lang="EN-US">outlook</span><span lang="EN-US"> </span>, αλλά η υπενθύμιση της καρδιάς τις εμφάνιζε μπροστά μου συνεχώς.</span></div></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ενώ κατευθυνόμουν προς το αυτοκίνητο, χτύπησε το κινητό. Το σήκωσα χωρίς δισταγμό. «Είσαι στο γραφείο; Έχουμε ένα πρόβλημα με τον εκτυπωτή» ήρθε από το καλώδιο η τηλεφωνική διαμαρτυρία. Στάθηκα αναποφάσιστη για μια στιγμή. Ένιωσα ένα χαμόγελο να σκάει στα χείλη μου πριν απαντήσω.«Λυπάμαι. Ο υπολογιστής μου είναι εκτός δικτύου αυτή την στιγμή. Όπως κι εγώ» .</span></div></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Δεν υπήρξαν διαμαρτυρίες. Υπάρχουν πράγματα που μπορούν να περιμένουν. Κι εγώ είχα ξεχωρίσει τις προτεραιότητες. Ο αέρας έγινε πιο ανάλαφρος κι άρχισα να βλέπω την έξοδο. Αυτή τη φορά θα πήγαινα πετώντας.</span></div></div></div></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com20tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-10538785458933422922009-10-10T16:46:00.000-07:002011-06-16T14:29:31.985-07:00Η κλειδωμένη πόρτα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"></div><div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><br />
<div style="text-indent: 0px;"><br />
</div><div style="text-indent: 0px;"><div class="separator" style="clear: both; margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj1ZD-WsJJ9MWyBRYost1_EmJIC0_XGAq94vcr8vqmWCRKDZbDtJ-nHH-8t4I6k7-Lv08yqN3fpKbLagoLaCvDtfia0daQD47SiU7AkRhbDFn45GPC7WAwcWLYUoXZHENlvzXGi2vXmIi95/s1600/%25CE%25B7+%25CE%25BA%25CE%25BB%25CE%25B5%25CE%25B9%25CE%25B4%25CF%2589%25CE%25BC%25CE%25AD%25CE%25BD%25CE%25B7+%25CF%2580%25CF%258C%25CF%2581%25CF%2584%25CE%25B1.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><img border="0" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj1ZD-WsJJ9MWyBRYost1_EmJIC0_XGAq94vcr8vqmWCRKDZbDtJ-nHH-8t4I6k7-Lv08yqN3fpKbLagoLaCvDtfia0daQD47SiU7AkRhbDFn45GPC7WAwcWLYUoXZHENlvzXGi2vXmIi95/s320/%25CE%25B7+%25CE%25BA%25CE%25BB%25CE%25B5%25CE%25B9%25CE%25B4%25CF%2589%25CE%25BC%25CE%25AD%25CE%25BD%25CE%25B7+%25CF%2580%25CF%258C%25CF%2581%25CF%2584%25CE%25B1.jpg" style="cursor: move;" width="246" /></a></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div><div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό. Ούτε ένα σύννεφο δεν σκιάζε το απέραντο γαλάζιο του κι η μέρα προμηνυόταν ζεστή. Αρχές Οκτώβρη και τίποτα δεν θύμιζε τον επερχόμενο χειμώνα. Η Ανδρομάχη χαμογέλασε και τεντώθηκε με απόλαυση σαν γάτα . Της άρεσαν οι συμβολισμοί, οι κρυμμένες έννοιες των λέξεων, οι προσωπικές οπτασίες, που φορτώνουμε σε κοινά πράγματα.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Αρχές του μήνα και θα πήγαινε να τον βρει . Να του ζητήσει μια καινούρια αρχή. Να του προτείνει να βρεθούνε και να τα πούνε από κοντά. Φοβόταν μην τον χάσει, αλλά πιο πολύ φοβόταν πως θα χανόταν σ’ αυτήν την γλωσσική Βαβέλ που είχανε μπλέξει. Ντύθηκε στα γρήγορα και ανηφόρισε προς το σπίτι του. Ο ήλιος φαινόταν καλός σύμμαχος κι ένιωθε να την πλημμυρίζει η αισιοδοξία.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Σε λίγη ώρα είχε φτάσει. Άνοιξε την αυλόπορτα και προχώρησε σταθερά προς την εξώπορτα. Χτύπησε το κουδούνι και περίμενε. Δεν άκουσε τα βήματά του, ούτε κάτι άλλο να υποδηλώνει την παρουσία του εκεί. Ήταν όμως προετοιμασμένη γι’ αυτό. Έβγαλε το μικρό φάκελο και τον έριξε κάτω από την κλειστή πόρτα. Θα της απαντούσε μόλις το διάβαζε. Πάντα απαντούσε.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Γύρισε να φύγει όταν το μάτι της πήρε ένα χαρτί πεταμένο στην αυλή. Το σήκωσε με περιέργεια. «<i>Φορώ το μακρύ μου φουστάνι, στέκω όρθια με απόμακρο ύφος, αποτρέποντας τον υπόλοιπο κόσμο να με πλησιάσει και σε κοιτώ κάτω από τις χαμηλωμένες βλεφαρίδες μου</i>..» διάβασε και πάγωσε. Κοίταξε γύρω της ερευνητικά. Παντού στην αυλή ήταν πεταμένα χαρτάκια και σελίδες. Σήκωσε ένα άλλο. «<i>Έχει ένα περίεργο φεγγάρι σήμερα..Φωτεινό σαν νά' ναι πανσέληνος, αλλά του λείπει ένα μεγάλο κομμάτι. Κάπως έτσι είμαι κι εγώ</i>..» διάβασε και το πρόσωπό της σκοτείνιασε.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Το άφησε να πέσει κάτω λες κι έκαιγε. Ήταν τα μηνύματά της. Πεταμένα. Και δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Σίγουρα υπήρχε εξήγηση , αλλά αισθάνθηκε σαν να της είχαν δώσει μια γερή γροθιά στο στομάχι. Κι ο πόνος που ένιωθε εκεί το επιβεβαίωνε. Δεν ήταν ώρα να το σκεφτεί τώρα. Περίμενε πολύ καιρό για να μαζέψει το θάρρος που χρειαζόταν και να κάνει αυτό το βήμα. Θα περίμενε την απάντηση στο σημερινό της μήνυμα. Αυτό μόνο είχε σημασία.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Οι ώρες πέρασαν αργά. Δίστασε για μια στιγμή , όταν είδε το γνωστό φάκελο να καταφτάνει. Τον κράτησε λίγο στα χέρια της ,μαζί με την αναπνοή της, πριν τον ανοίξει. Έβγαλε το άσπρο χαρτί και διάβασε τις λίγες λέξεις , που ήταν γραμμένες πάνω του. Τα μάτια της έτσουξαν, αλλά τα δάκρυα δεν ήρθαν. Το ξαναέβαλε μέσα στο φάκελο προσεκτικά. Κάθισε για λίγη ώρα ακίνητη κοιτώντας στο κενό. Μία ακόμα άρνηση.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Βγήκε τρέχοντας χτυπώντας την πόρτα πίσω της. Έξω είχε σκοτεινιάσει και βαριά μαύρα σύννεφα έκρυβαν τον ουρανό. Το σπίτι ήταν γεμάτο σκιές όταν έφτασε. Αλλά το φως ήταν ανοιχτό. Χτύπησε ανυπόμονα το κουδούνι. Και στην συνέχεια την πόρτα με τις γροθιές της. «Σχίσε κι αυτό το μήνυμα, πέταξέ το μαζί με όλα τα άλλα» του φώναξε. «Σβήσε με από την ζωή σου αφού αυτό θέλεις. Αλλά κάντο αντρίκια. Στο φως του ήλιου!».</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η πόρτα άνοιξε για λίγο. Η απάντησή του ήρθε άμεσα κι ήταν γεμάτη θυμό. «Είσαι ηλίθια αν πιστεύεις πως θα πετούσα τα γράμματά σου. Κι ειδικά , αν εξακολουθείς να μου γράφεις μετά απ’ αυτό. Προσβάλλεις εμένα και τον εαυτό σου αποδεχόμενη ένα τέτοιο ενδεχόμενο ». Η πόρτα έκλεισε μπροστά της κι άκουσε το κλειδί που γυρνούσε στην κλειδαριά.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Χτύπησε την πόρτα φωνάζοντας και βρίζοντας ξανά και ξανά. Ο πόνος από το στομάχι ανέβηκε προς τα πάνω. Και το μυαλό της αρνιόταν να λειτουργήσει. Δεν ήθελε να σκεφτεί τίποτα. Χτυπούσε τις γροθιές της στην πόρτα μέχρι που μάτωσαν. Τότε ακούμπησε την πλάτη της πάνω και κουλουριάστηκε. Έμεινε έτσι στην σιωπή, έξω από την πόρτα του μέχρι που ένιωσε το χιόνι. Το χιόνι που έπεφτε στην καρδιά της. Που αργά και σταθερά την πάγωνε. Όπως παλιά. Όπως πριν τον γνωρίσει.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Έφυγε με αργά βήματα. Περπάτησε γύρω από το σπίτι προσπαθώντας να μαζέψει το μυαλό της και τα συναισθήματά της. Είχε δίκιο , το ήξερε. Δεν θα έκανε ποτέ του τέτοια μικρότητα. Κι αυτή παρασυρμένη από την άρνησή του , τα ισοπέδωσε όλα. Θέλοντας να αμαυρώσει την εικόνα της καρδιάς και να τον αποκαθηλώσει. Τον πρόσβαλλε θέλοντας να διευκολύνει τον εαυτό της να αποδεχτεί πως δεν θα ανοίξει ποτέ η πόρτα του. Όχι γι’ αυτήν.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Γύρισε πίσω με το κεφάλι ψηλά. Έπρεπε να του ζητήσει συγνώμη. Με το δικό της τρόπο. Με τον μόνο τρόπο που ήξερε. Να μην κρύψει τίποτα. Και να εξηγήσει. Κι όχι για να ξεκλειδώσει την πόρτα. Ούτε για να την συχωρέσει. Κι ας της ήταν δύσκολο σήμερα. Αύριο θα ήταν πολύ αργά. Έκοψε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο από τον κήπο και έκατσε στα σκαλιά που οδηγούσαν στην εξώπορτα.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Έβγαλε από την τσάντα της το τετράδιο, που πάντα κουβαλούσε μαζί της, ένα στυλό κι ένα φάκελο. Δάγκωσε την άκρη του στυλό και προσπάθησε να βάλει σε μια σειρά τις λέξεις και τα συναισθήματα. Πέρασε πολύ ώρα. Οι λέξεις είχαν αδειάσει από το νόημά τους και δεν ανταποκρινόταν σ’ αυτό που ήθελε να πει. Έγραψε τρεις λέξεις και σταμάτησε. Όλα ήταν εκεί, στριμωγμένα σε τρεις λέξεις, αλλά πάλι δεν ήταν αρκετό.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Κοίταξε το τριαντάφυλλο που είχε φέρει μαζί της και άρχισε με τα νύχια της να αφαιρεί ένα-ένα τα αγκάθια. Και μετά τα ροδοπέταλα Έκοψε μια λευκή σελίδα από το τετράδιο κι έβαλε πάνω της προσεχτικά το άδειο κοτσάνι και τα ροδοπέταλα και την δίπλωσε. Την έβαλε στο φάκελο και τον έκλεισε.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ξαναδιάβασε τις τρεις λέξεις. «Συγνώμη, αγάπη μου» του είχε γράψει. Χαμογέλασε μελαγχολικά. Ποτέ της δεν τον αποκάλεσε «αγάπη μου» στις μεταξύ τους συνομιλίες. Μόνο στα όνειρά της. Και στο παραμιλητό της. Δεν μπορούσε να το κάνει τώρα. Κι ας έκλεινε μέσα της όσα ήθελε να πει. Έσκισε κι αυτή την σελίδα κι έβαλε πάνω της τ’ αγκάθια. Την τσαλάκωσε μέχρι να γίνει μια μικρή μπάλα.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Στάθηκε μπροστά στην κλειστή πόρτα και την αγκάλιασε. Έμεινε ακίνητη με το κορμί της να εφάπτεται επάνω της νιώθοντας την σκληρή υφή της να πιέζει το ευαίσθητο κορμί της. Έριξε τον φάκελο κάτω από την πόρτα κι έφυγε κρατώντας σφιχτά στο χέρι της την μπαλίτσα.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Άκουσε το κλειδί που γυρνούσε στην κλειδαριά, ενώ απομακρυνόταν. Άκουσε την πόρτα που άνοιξε για μια στιγμή. Παρά τον πειρασμό δεν γύρισε να κοιτάξει. Την άκουσε που έκλεισε ξανά. Αλλά δεν κλείδωσε.</span></div><div><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div></div></div></div></div></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com24tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-18795188004395948112009-10-02T14:20:00.000-07:002011-06-16T02:19:34.242-07:00Ο σελιδοδείχτης<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"></div><br />
<div></div><div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhDcoJR0y_sjJ-_3DG6Ntb8KVlQCXy-NpHVhdzXgkVTdF5OfZ6QnF_bSrOIu2RIblLQ0e5Uld6Xsro_a0CxPa5aciBJMssvGCjVsZfSn5_i5fZZF2jbHAJTQfG8DOhXRzOg3arDVWELVi9P/s1600/%25CE%25BF+%25CF%2583%25CE%25B5%25CE%25BB%25CE%25B9%25CE%25B4%25CE%25BF%25CE%25B4%25CE%25B5%25CE%25AF%25CF%2587%25CF%2584%25CE%25B7%25CF%2582.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><img border="0" height="272" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhDcoJR0y_sjJ-_3DG6Ntb8KVlQCXy-NpHVhdzXgkVTdF5OfZ6QnF_bSrOIu2RIblLQ0e5Uld6Xsro_a0CxPa5aciBJMssvGCjVsZfSn5_i5fZZF2jbHAJTQfG8DOhXRzOg3arDVWELVi9P/s320/%25CE%25BF+%25CF%2583%25CE%25B5%25CE%25BB%25CE%25B9%25CE%25B4%25CE%25BF%25CE%25B4%25CE%25B5%25CE%25AF%25CF%2587%25CF%2584%25CE%25B7%25CF%2582.jpg" width="320" /></a></div><br />
Ο<span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"> Μίλτος πήρε στα χέρια του το βιβλίο. Ήταν μια παλιά συλλεκτική έκδοση με παραμύθια, με σκούρα καλαίσθητη δερματόδετη βιβλιοδεσία, κιτρινισμένα ελαφρώς φύλλα και πλούσια εικονογράφηση . Ήταν δώρο από τον φίλο του τον Χρήστο, που τον ξάφνιασε ευχάριστα και τον συγκίνησε.</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Δεν του το είπε φυσικά. Αλλά από το μπινελίκι που του έριξε, γιατί ξοδεύτηκε χωρίς λόγο , από την ερώτηση αν τον περνούσε για γυναικωτό ή πιτσιρίκι, και άλλα ευτράπελα , ενώ τα μάτια του έλαμπαν, ο Χρήστος ήξερε πόσο τον ενθουσίασε και η σκέψη και η πράξη. Όπως για πολλούς άντρες της γενιάς τους, τα συναισθήματα ήταν πάντα κωδικοποιημένα. </span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Σύντομα έγινε το αγαπημένο του βιβλίο. Δεν ήταν το περιεχόμενο που τον γοήτευε , αλλά το βάρος του όταν το κρατούσε, το απαλό και συνάμα σκληρό εξώφυλλο, το τρίξιμο των σελίδων όταν τις γυρνούσε, η ιδιαίτερη μυρωδιά του, η εικονογράφηση μιας εποχής ξεχασμένης και τόσο κοντινής ταυτόχρονα. Τον ηρεμούσε να το ξεφυλλίζει ταχτικά και το πρόσεχε ιδιαίτερα. </span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Στην αρχή του φαινόταν παράξενο που επιλέχθηκε ένα τόσο σοβαρό και βαρύ εξώφυλλο για να ντύσει παραμύθια, αλλά στην συνέχεια συνειδητοποίησε πως τα περισσότερα από τα παραμύθια που φιλοξενούσε το βιβλίο, μιλούσαν για τον ανεκπλήρωτο έρωτα.. Διάβαζε ένα παραμύθι κάθε εβδομάδα περιμένοντας να βρει σε κάποιο το γνωστό τέλος «και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», αλλά δεν το είχε συναντήσει ακόμα.</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Παρατηρώντας πως το δέρμα άρχισε να σπάει , επειδή συχνά άφηνε το βιβλίο ανοιχτό ανάμεσα σε δύο παραμύθια, αποφάσισε να αγοράσει έναν καλό σελιδοδείχτη. Αντισυμβατικός και λάτρης του ωραίου, δεν ήθελε έναν χάρτινο ή πλαστικό σελιδοδείχτη , απ’ αυτούς που κυκλοφορούσαν με το κιλό. Ήθελε κάτι ιδιαίτερο που να ταίριαζε στο ιδιαίτερο ύφος του βιβλίου.</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ρωτώντας διάφορους γνωστούς, κατέληξε σε ένα μικρό παλαιοβιβλιοπωλείο, φιλικό και καλαίσθητο, κρυμμένο θαρρείς σε ένα στενοσόκακο της πόλης. Δυσκολεύτηκε να το βρει, αλλά όταν μπήκε τελικά μέσα , πίστεψε πως άξιζε την ταλαιπωρία. Απαλή <span lang="EN-US">instrumental</span><span lang="EN-US"> </span>μουσική, ξύλινες βιβλιοθήκες και πάγκοι φορτωμένοι με βιβλία, ετερόκλιτος κόσμος που ξεφύλλιζε βιβλία και συζητούσε χαμηλόφωνα, η ιδιαίτερη μυρωδιά των βιβλίων διάσπαρτη στον αέρα.</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Βρήκε εύκολα αυτό που έψαχνε. Στο βάθος του μαγαζιού είχε μια βιβλιοθήκη, που τα ράφια της δεν ήταν φορτωμένα με βιβλία, αλλά με διάφορα άλλα αντικείμενα. Βιβλιοστάτες, αναλόγια, φακοί και σελιδοδείχτες, σε μεγάλη ποικιλία σχεδίων και υλικών, ήταν τοποθετημένοι στα ράφια της. Μπροστά στο ράφι με τους σελιδοδείχτες έστεκε μία γυναίκα με γυρισμένη την πλάτη, απόλυτα αφοσιωμένη στην αναζήτησή της.</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ο Μίλτος κοίταξε τη λεπτή σιλουέτα, τα μακριά μαύρα μαλλιά, τα δάχτυλα που περνούσαν χαϊδεύοντας τους σελιδοδείχτες καθώς τους σήκωνε για να τους δει και την πλησίασε. Λάτρης του ωραίου φύλλου, πάντα είχε τον τρόπο του να πλησιάζει τις γυναίκες που τον ενδιέφεραν, και τις περισσότερες φορές πετύχαινε το στόχο του. Ήταν έτοιμος να της μιλήσει , όταν αυτή απότομα γύρισε .</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Τα μάτια της ήταν θλιμμένα , όμως χαμογέλασε αμέσως μόλις την κοίταξε. Το χαμόγελό της , φωτεινό και αυθάδικο, φώτισε το πρόσωπό της και έκανε την αντίθεση με τα μάτια της ακόμα πιο έντονη. Ήταν ντυμένη στα μαύρα και ο κόκκινος σελιδοδείχτης που κρατούσε τρυφερά στα χέρια της, φαινόταν από μακριά φαν φάρος. Την είδε να κοκκινίζει λες και διάβασε την σκέψη του και γύρισε αφήνοντας πίσω στο ράφι τον κόκκινο φάρο.</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Βρέθηκε δίπλα της κοιτώντας τους σελιδοδείχτες, που ήταν παρατεταγμένοι στο ράφι. Σελιδοδείχτες από δέρμα, χαρτί, ύφασμα, μέταλλο, ξύλο, σε πολλά χρώματα και σχέδια, περίμεναν να επιλεχθούν ως σημάδια αναφοράς σε βιβλία αγαπημένα, και μ’ αυτή την επιλογή να τονίσουν κάποια σημεία της προσωπικότητας του αναγνώστη.</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">«Δυσκολεύομαι να διαλέξω. Σπάνια χρησιμοποιώ σελιδοδείχτες. Αλλά το βιβλίο που διαβάζω τώρα είναι ιδιαίτερο και πιστεύω πως του αξίζει «, είπε χωρίς να την κοιτάει , έτσι σαν να μονολογούσε. Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια και τον ρώτησε χωρίς περιστροφές «Τι βιβλίο διαβάζεις;» ενώ τα χέρια της άρχισαν πάλι να τρέχουν πάνω στους σελιδοδείχτες, χαϊδεύοντας τους όπως πριν. </span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">«Ένα βιβλίο με παραμύθια» της απάντησε, περίεργος να δει την αντίδρασή της. Εκείνη του χαμογέλασε ξανά κι αυτή τη φορά το χαμόγελο έφτασε στα μάτια της. «Πάντα τα παραμύθια θέλουν ιδιαίτερη μεταχείριση» του απάντησε «ειδικά αυτά που γράφουμε εμείς». Ήταν έτοιμος να την ρωτήσει τι εννοούσε , όταν χτύπησε το κινητό του. Καθώς άρχισε να μιλάει την είδε να απομακρύνεται διακριτικά. Μέχρι να κλείσει το τηλέφωνο είχε φύγει από το μαγαζί.</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Κοίταξε ξανά το ράφι με τους σελιδοδείχτες και πήρε στα χέρια του τον κόκκινο σελιδοδείχτη, που είχε αφήσει η γυναίκα εσπευσμένα πριν. Ήταν απλός, φαρδύς, με το γνωστό κόψιμο στο τέλος κι είχε κάτι σοβαρό και προκλητικό ταυτόχρονα. «Όπως το βιβλίο με τα παραμύθια» σκέφτηκε και μειδιώντας περιπαιχτικά με τον συνειρμό τον πήγε στο ταμείο.</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Είχαν περάσει έξι εβδομάδες από την μέρα που πήρε τον σελιδοδείχτη και αυτό το Σαββατιάτικο πρωινό διάβαζε το τελευταίο παραμύθι. Συχνά έπιανε τον εαυτό του να σκέφτεται την γυναίκα του βιβλιοπωλείου και να δανείζει το πρόσωπό της στις ηρωίδες των παραμυθιών. Φτάνοντας στο τέλος του παραμυθιού, έστρωσε μηχανικά τον σελιδοδείχτη μπροστά στην λευκή σελίδα, όταν πρόσεξε ότι ακολουθούσαν κι άλλες σελίδες, λευκές κι αυτές.</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">«Έχει αρκετές σελίδες για το δικό μου παραμύθι» μονολόγησε και σηκώθηκε απότομα. Ντύθηκε βιαστικά και πήγε στο μικρό βιβλιοπωλείο, ακολουθώντας την παρόρμηση της στιγμής, μην ξέροντας και ο ίδιος τι ακριβώς έψαχνε. Κοίταζε γύρω του ερευνητικά μέχρι που εντόπισε το τμήμα με τα παραμύθια. Στον ξύλινο πάγκο μπροστά από την βιβλιοθήκη είδε αυτό που τον οδήγησε ως εκεί.</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ανάμεσα σε άλλα βιβλία εντόπισε κατευθείαν το μικρό κόκκινο βιβλιαράκι. Στο εξώφυλλό του είχε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία σε πλαίσιο, που έδειχνε την γυναίκα που είχε συναντήσει να διαβάζει μπροστά σ’ ένα παράθυρο. Ο Μίλτος το πήρε βιαστικά στα χέρια του κι άρχισε να το ξεφυλλίζει.</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">«Το δικό μου παραμύθι ξεκίνησε σ’ ένα βιβλιοπωλείο, όταν έψαχνα βρω έναν σελιδοδείχτη για το αγαπημένο μου βιβλίο. Εκεί τον είδα για πρώτη φορά.» διάβασε στις πρώτες γραμμές. Με την καρδιά να χτυπάει δυνατά το έκλεισε και το ξανάνοιξε αμέσως μετά για να διαβάσει το τέλος. Όταν είδε την φράση ««και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» χαμογέλασε και το χαμόγελο μεγάλωσε μόλις είδε τον ζωγραφισμένο κόκκινο σελιδοδείχτη με τα περίεργα σχέδια. </span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Φέρνοντας τη σελίδα πιο κοντά στα μάτια του, κατάλαβε πως δεν ήταν σχέδια, αλλά αριθμοί, δέκα συνεχόμενοι αριθμοί. Έβγαλε το κινητό από την τσέπη του και κάλεσε το νούμερο. Μόλις άκουσε την φωνή της , της είπε «Έχω τον σελιδοδείχτη σου. Κι άρχισα να γράφω το δικό μου παραμύθι».</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><o:p></o:p></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><o:p></o:p></div></div></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com25tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-33173040953529817332009-09-26T22:48:00.000-07:002011-06-16T14:30:38.940-07:00Το παιχνίδι<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"></div><div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><br />
<div style="text-indent: 0px;"><div class="separator" style="clear: both; margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjLXesTEv20lI_JCLEIzQyj8oDi6s2ZfyAS4QlXUxtZnuPsFRED2KwfoyDLiYpQR3t0DrJ0Cn3sIt01bRNmfyvezJuYLikhlCxkOFV_JBRGtwXrvIVJXUZOu4zBr1F5vXNgygw6zNrVDhgr/s1600/%25CF%2584%25CE%25BF+%25CF%2580%25CE%25B1%25CE%25B9%25CF%2587%25CE%25BD%25CE%25AF%25CE%25B4%25CE%25B9.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><img border="0" height="213" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjLXesTEv20lI_JCLEIzQyj8oDi6s2ZfyAS4QlXUxtZnuPsFRED2KwfoyDLiYpQR3t0DrJ0Cn3sIt01bRNmfyvezJuYLikhlCxkOFV_JBRGtwXrvIVJXUZOu4zBr1F5vXNgygw6zNrVDhgr/s320/%25CF%2584%25CE%25BF+%25CF%2580%25CE%25B1%25CE%25B9%25CF%2587%25CE%25BD%25CE%25AF%25CE%25B4%25CE%25B9.jpg" style="cursor: move;" width="320" /></a></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><br />
</div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><br />
</div><div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η Βιολέτα κοίταξε το τηλέφωνο με μίσος. Ήθελε να το αρπάξει, να το τραβήξει βίαια μαζί με τα καλώδια και να το πετάξει κάτω. Κι αν δεν σπάσει σε επαρκώς μικρά κομμάτια, να χοροπηδήσει πάνω του μέχρι να γίνει σκόνη. Άπλωσε το χέρι της, έχοντας σκοπό να ικανοποιήσει την διάθεση της στιγμής, όταν το τηλέφωνο χτύπησε.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Έμεινε με το χέρι μετέωρο κι ένιωσε την γλύκα της αμφιβολίας να την τυραννά. Μετά από τρία κουδουνίσματα, άπλωσε το χέρι για να το τραβήξει αμέσως πίσω λες και το τηλέφωνο έκαιγε. Το τηλέφωνο συνέχισε να χτυπάει. Το άφησε να χτυπάει χωρίς να το σηκώσει. Δεν ήταν εκείνος.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Άνοιξε το ραδιόφωνο, πήρε το βιβλίο που είχε αφήσει στο τραπέζι και ξάπλωσε στον καναπέ. Θα προσπαθούσε να ηρεμήσει. Να ταξιδέψει στον κόσμο του βιβλίου και να μην σκέφτεται. Να μην σκέφτεται γιατί δεν την κάλεσε. Να μην σκέφτεται αν έχει κάνει κάποιο λάθος. Να μην τον σκέφτεται.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Το τηλέφωνο χτύπησε τρεις φορές και σταμάτησε. Κράτησε την ανάσα της, όπως συνήθιζε να κάνει πριν από κάθε μακροβούτι στην θάλασσα. Έκλεισε με μια κίνηση το ραδιόφωνο. Η σιωπή βάρυνε τον αέρα γύρω της. Το τηλέφωνο χτύπησε ξανά. Μία, δύο, τρεις φορές. Και σταμάτησε.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Σηκώθηκε κι άρχισε να ντύνεται βιαστικά. Ήταν το σιωπηλό μήνυμά του. Απλό, σύντομο, χαρακτηριστικό, με μια νότα μυστηρίου, όπως κι εκείνος. Κοίταξε κλεφτά στον καθρέφτη του χολ πριν να κλείσει την πόρτα πίσω της. Τα μάτια της έλαμπαν και τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα . Όπως κάθε φορά.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Κατέβηκε χοροπηδώντας τα σκαλιά τραγουδώντας ένα παιδικό τραγούδι , που της ήρθε στο μυαλό «μια δεκάρα η βιολέτα, τσιγκολελέτα, τσιγκολελέτα, δυο δεκάρες η βιολέτα…» .Γέλασε καθώς πηδούσε και με τα δύο πόδια τα τελευταία πέντε σκαλιά για να προσγειωθεί στην είσοδο. Άνοιξε την εξώπορτα και με αργά πλέον βήματα ανέβηκε τα σκαλιά , που οδηγούσανε στον δρόμο μπροστά από το σπίτι της.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η βροχή είχε μόλις σταματήσει και ο δρόμος έλαμπε από το νερό που τον ξέπλυνε. Η ατμόσφαιρα ήταν θολή καθώς οι στάλες της βροχής εξατμιζόταν πάνω από την καυτή άσφαλτο. Διέκρινε την σκιά του που πλησίαζε κι έμεινε ακίνητη. Δεν γύρισε να κοιτάξει . Δεν έκανε ούτε ένα μικρό βήμα προς το μέρος του. Δεν το επέτρεπαν οι κανόνες του παιχνιδιού.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">«Καλησπέρα Βιολέτα» είπε εκείνος φτάνοντας μπροστά της, ενώ έβγαζε από την τσέπη του το γνωστό άσπρο μαντήλι. «Είσαι έτοιμη;» συνέχισε , ενώ αυτή γυρνούσε για να της δέσει το μαντήλι πίσω από το κεφάλι, κλείνοντας τα μάτια της. «Δεν θα βρισκόμουν εδώ , αν δεν ήμουν» του απάντησε κι άπλωσε το χέρι της αναζητώντας τον. Ο ήχος των γνωστών βημάτων την προειδοποίησαν πως προχωρούσε μπροστά της.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ξεχνώντας την όραση, εστίασε σε όλες τις άλλες αισθήσεις της προσπαθώντας να προσανατολιστεί και να τον ακολουθήσει. Ένιωσε την αδρεναλίνη να την πλημμυρίζει , όπως κάθε φορά που ξεκινούσε το παιχνίδι τους. Μερικές φορές είχε μπει στον πειρασμό να σηκώσει λίγο το μαντήλι, να κάνει μια μικρή παρασπονδία, να κλέψει λίγο, αλλά η περηφάνια και μια παλιοκαιρίτικη αίσθηση τιμής ,δεν της επέτρεπε να υποχωρήσει.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Είχε καιρό που έπαιζαν. Αρχηγός ήταν αυτός κι οι κανόνες όλοι δικοί του. Στην αρχή της άρεσε αυτό και δεν την πείραζε που έχανε. Αλλά τώρα τελευταία κάτι επαναστατούσε μέσα της. Ίσως γιατί το παιχνίδι έγινε πιο σημαντικό από την ζωή. Κι αυτό το ήξερε καλά πως ήταν λάθος κι ενάντια σε όλους τους κανόνες.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Σήκωσε ψηλά το κεφάλι της και προσπάθησε να τον εντοπίσει. Ήξερε πως δεν θα γύριζε να την συναντήσει έτσι και τον έχανε. Τάχυνε το βήμα της ενώ για πολλοστή φορά υποσχόταν στον εαυτό της πως σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά. Η τελευταία φορά που έπαιζε το παιχνίδι του, η τελευταία φορά που κυνηγούσε την σκιά του, η τελευταία φορά που θα έχανε.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Στα ρουθούνια της έφτασε έντονη η μυρωδιά των σαπισμένων φύλλων . Τα πόδια της βούλιαξαν στη λάσπη. Ένιωσε να χάνει την ισορροπία της και άπλωσε τα χέρια να κρατηθεί. Άγγιξε τον κορμό ενός δέντρου και ψηλαφώντας πήγε κι ακούμπησε για μια στιγμή επάνω του. Πήρε βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει την καρδιά της που χτυπούσε σαν τρελή.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Το αγαπούσε το δάσος και ειδικά το φθινόπωρο της άρεσε να περπατάει με τις ώρες μέσα του. Αλλά κάποιος αρχέγονος φόβος , την έκανε σήμερα να θέλει να φύγει. Σύντομα. Πριν να έρθει το βράδυ. Η μυρωδιά του φόβου μπερδεύτηκε με του βρεγμένου χώματος και των σαπισμένων φύλλων. Ανατρίχιασε.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Δεν τον άκουσε που την πλησίασε. Τινάχτηκε τρομαγμένη στο άγγιγμά του. Μετά από πολύ καιρό της έπιασε το χέρι και την οδήγησε χωρίς να μιλάει. Ένιωθε έντονα την παρουσία του δίπλα της και η ζεστασιά από το χέρι του ανέβηκε προς την καρδιά της. Πήρε βαθιές ανάσες να γεμίσει από την μυρωδιά του.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Κάποτε σταμάτησε να προχωράει κι ένιωσε τα δυο του χέρια στους ώμους της. «Σήμερα θα παίξουμε κρυφτό» της είπε. «Θα μετρήσεις μέχρι το δέκα αργά. Μετά θα βγάλεις το μαντήλι και θα ψάξεις να με βρεις. Αν δεν τα καταφέρεις μέχρι να βραδιάσει, γύρισε σπίτι. Θα σε καλέσω για το επόμενο παιχνίδι».</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η Βιολέτα έγνεψε καταφατικά, ενώ οι ερωτήσεις που δεν έκανε, στριφογύριζαν στον μυαλό της. Ήταν η πρώτη φορά που θα έβγαζε το μαντήλι. Θα ήταν η όραση αλήθεια βοηθός ή εμπόδιο στην αναζήτηση; Τι θα γινόταν αν τον έβρισκε; Τι θα γινόταν αν βράδιαζε κι αυτή επέμενε στην αναζήτηση; Κι αν τον έβρισκε , θα είχε άραγε κερδίσει;</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Μέτρησε αργά μέχρι το δέκα. Άκουγε τα βήματα του που απομακρυνόταν. Ανάμεσα σε κάθε αριθμό δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της , μουσκεύοντας το μαντήλι. Όταν έφτασε στο δέκα έλυσε με αργές κινήσεις το μαντήλι. Σκούπισε το πρόσωπό της από τα δάκρυα που το λέρωσαν κι έμεινε για μια στιγμή ακίνητη.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Έδεσε το μαντήλι στα μαλλιά της. Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω. Μ’ ένα πεισματάρικο χαμόγελο στα χείλη άρχισε να χοροπηδάει φεύγοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση που άκουσε τα βήματά του.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Το γέλιο της μαζί με το τραγούδι διέσχιζε το δάσος «μια δεκάρα η Βιολέτα , τσιγκολελέτα<span class="apple-converted-space"><span style="color: black;">-</span></span> τσιγκολελέτα, δυο δεκάρες η Βιολέτα, τσιγκολελέτα- τσιγκολελέτα και πράσινα κουφέτα».</span></div><div><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div></div></div></div></div></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com21tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-76996536025875374912009-09-19T08:02:00.000-07:002011-06-20T02:19:25.766-07:00Ο ιστός<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"></div><div class="separator" style="clear: both; margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjIyxtFUVOGmoJRIfyerDi10LW3HgINJKi6poGI1ssolFV5s4bIMgcGzSO6KyydOMH25051anTzpa0QzmGIa9VHuBWfNieW6WXBzSOlTi9csgYkgJHe3HD_P4jxF_DtZkhEszkATn2vJk11/s1600/%25CE%25BF+%25CE%25B9%25CF%2583%25CF%2584%25CF%258C%25CF%2582.JPG" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><br />
<img border="0" height="251" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjIyxtFUVOGmoJRIfyerDi10LW3HgINJKi6poGI1ssolFV5s4bIMgcGzSO6KyydOMH25051anTzpa0QzmGIa9VHuBWfNieW6WXBzSOlTi9csgYkgJHe3HD_P4jxF_DtZkhEszkATn2vJk11/s320/%25CE%25BF+%25CE%25B9%25CF%2583%25CF%2584%25CF%258C%25CF%2582.JPG" style="cursor: move;" width="320" /></a></div><div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><div style="text-indent: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span><br />
<br />
<div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η Μαρκέλλα προχωρούσε τραγουδώντας στο μονοπάτι του δάσους. </span><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ήταν χαρούμενη και γεμάτη ενεργητικότητα καθώς η μέρα προμηνυόταν ηλιόλουστη και λαμπερή, μετά από μέρες βροχής, που την είχαν καθηλώσει μέσα.</span></div></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Είχε φύγει από το σπίτι στα κλεφτά, πατώντας στις άκρες των δαχτύλων της, για να μην ξυπνήσει κανέναν. Δεν ήθελε να ξεκινήσει την μέρα της με την ρουτίνα του πρωινού, δεν ήθελε να την προσγειώσουν πριν ακόμα πετάξει. Η αίσθηση ότι το έσκασε από την καθημερινότητα, την έκανε να τραγουδάει.</span></div></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά και το δάσος στολισμένο με το κόκκινο, το καφέ, το χρυσαφί και το κίτρινο των φύλλων ήταν μαγευτικό. Οι μέρες άρχισαν να μικραίνουν και η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος μεθούσε τις αισθήσεις της.</span></div></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Το δάσος έσφυζε από ζωή. Έβλεπε γύρω της ζώα κρύβουν αποθέματα τροφής, άλλα να κυνηγούν για να παχύνουν κι άλλα να τακτοποιούν τη φωλιά τους. Όλοι ετοιμάζονταν για τον χειμώνα .Το ίδιο έπρεπε να κάνει κι αυτή. Αλλά πάντα απεχθανόταν τα πρέπει.</span></div></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Πήγε κάτω από ένα δέντρο και κούνησε απαλά το πρώτο κλαδί που έφτανε το χέρι της. Σήκωσε το πρόσωπό της με προσμονή , έκλεισε τα μάτια κι άφησε τις στάλες τις βροχής, που έπεσαν από τα φύλλα, να της ξεπλύνουν το πρόσωπο. Ένιωσε αμέσως να χαλαρώνει.</span></div></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Κράτησε το χέρι της ακίνητο για να μην κυλήσει η σταγόνα που τρεμάμενη έκατσε πάνω του. Μια ηλιαχτίδα που τρύπωσε ανάμεσα στα κλαδιά, έδωσε στην σταγόνα χρώματα και ζωή. Η Μαρκέλλα χαμογελώντας έφερε το χέρι της στο ύψος των ματιών για να την θαυμάσει. Την έφερε στα χείλη της και χαμογέλασε.</span></div></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Άρχισε να χορεύει ακούγοντας την μουσική της καρδιάς της και το κελάηδημα των πουλιών. Τα βήματά της τυφλά την οδηγούσαν σε μέρη απάτητα, στην καρδιά του δάσους μέχρι που ο μόνος ήχος που άκουγε ήταν το τρίξιμο των φύλλων στο ανάλαφρο πάτημά της και οι χτύποι της καρδιάς της. Σταμάτησε λαχανιασμένη κι έκατσε στον κορμό ενός δέντρου.</span></div></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Εκεί ο ήλιος δεν είχε φτάσει ακόμα. Η πρωινή πάχνη τύλιγε τα πάντα γύρω της και μια χλωμή ομίχλη άφηνε την υποψία πως η μέρα παραμόνευε, αλλά ήταν ακόμα μακριά. Είχε κάτι απόκοσμο και οικείο, σαν όνειρο που δεν θυμάσαι το πρωί , αλλά νιώθεις τον αντίκτυπό του.</span></div></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Και τότε τον είδε. Ήταν το ομορφότερο πράγμα που είχε δει στην ζωή της. Ανάμεσα σε δύο κοντινά δέντρα ένας ιστός αράχνης, λεπτοδουλεμένος, με τις στάλες τις βροχής να λαμπυρίζουν επάνω του σαν μικρά διαμάντια. Έκλεισε τα μάτια θαμπωμένη για να τα ανοίξει αμέσως μετά, φοβούμενη μην τον χάσει από τα μάτια της. Πλησίασε πιο κοντά , κρατώντας την ανάσα της για να μην τον χαλάσει.</span></div></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Άκουσε τα βήματα κι είδε το λεπτό νήμα που έπεσε από ψηλά. Η μεγάλη μαύρη αράχνη κατέβαινε να επιθεωρήσει το έργο της. Η Μαρκέλλα ανατρίχιασε αλλά έμεινε ακίνητη. Μαγεμένη την είδε να προσγειώνεται στον ιστό και να περπατάει πάνω του, διορθώνοντας μικρές ατέλειες.</span></div></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Όταν άκουσε το τραγούδι , γύρισε ξαφνιασμένη ψάχνοντας την πηγή του. Κοίταξε με έκπληξη την αράχνη κι έκανε ένα βήμα μπροστά. Η αράχνη τραγουδούσε. Κάθε μπάλωμα στον ιστό κι ένα τραγούδι αγαπημένο, που μιλούσε μέσα στην καρδιά. Κι αντί αυτό να φαίνεται παράταιρο, έδειχνε απόλυτα ταιριαστό.</span></div></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Έκανε ένα ακόμα βήμα μπροστά. Ένιωσε τις στάλες της βροχής να μουσκεύουν τα μαζεμένα της φτερά, καθώς ο αραχνοΰφαντος ιστός κόλλησε πάνω της. Προσπάθησε να κάνει πίσω, αλλά το αποτέλεσμα ήταν να μπλεχτεί ακόμα περισσότερο στο λεπτό νήμα. Άπλωσε τα χέρια να το σκίσει , αλλά ανακάλυψε έντρομη πως αν και λεπτό, το νήμα ήταν πολύ ανθεκτικό.</span></div></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η αράχνη δεν γύρισε να την κοιτάξει. Συνέχισε να τραγουδάει και να προχωράει προς την αντίθετη κατεύθυνση μπαλώνοντας τα μικρά κενά και ταχτοποιώντας τις στάλες της βροχής στο διάβα της . Ένιωσε πολύ μικρή και ανίσχυρη, ενώ ο φόβος ότι θα έμενε ξεχασμένη εκεί, παγιδευμένη από την περιέργεια και το θάμπωμά της από την ομορφιά, υπερτερούσε του ένστικτου της επιβίωσης.</span></div></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Άρχισε να φωνάζει δυνατά καλώντας την αράχνη να γυρίσει πίσω. Όταν εκείνη εξακολούθησε να την αγνοεί , άρχισε να βρίζει και καταριέται. Κι όταν την έχασε τελικά από τα μάτια της, άρχισε να κλαίει. Κι ενώ τα δάκρυά της κυλούσαν ασταμάτητα , είδε πως μεταμορφώνονταν σε μικρά διαμαντάκια που την στόλιζαν. Σκούπισε τα μάτια της με την ανάστροφη του χεριού της και μάζεψε μια χούφτα λαμπερά διαμαντάκια.</span></div></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ήξερε από μαγεία και σπάνια την ξάφνιαζε το παράδοξο. Αλλά αυτό δεν το είχε συναντήσει μέχρι σήμερα. Κοίταξε πιο προσεχτικά τον ιστό, που την μάγεψε και παγίδεψε με την ομορφιά του. Τότε κατάλαβε πως αυτά που είχε θεωρήσει στην αρχή σταγόνες της βροχής, ήταν τα δάκρυα της αράχνης.</span></div></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Χάιδεψε τον ιστό που την τύλιγε κι ένιωσε πως κάτω από το ανθεκτικό μεταξένιο νήμα και τα πολύπλοκα σχέδια ήταν κρυμμένα όλα τα τραγούδια, τα όνειρα, η απογοήτευση, η περηφάνια και η σκληρότητα της αράχνης. Ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά της , που η αδρεναλίνη την έκανε να χτυπάει σαν τρελή. Είχε ακούσει γι’ αυτό, αλλά δεν το είχε νιώσει ποτέ μέχρι σήμερα. Δεν θα προσπαθούσε να ξεφύγει.</span></div></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Περίμενε ώρες. Ξαπλωμένη πάνω στον ιστό, χαλαρή και ακίνητη, παρακολουθούσε τα έντομα, που ξεγελασμένα μπλεκόταν στον ιστό κι έμεναν παγιδευμένα χάρη στην κόλλα, που υπήρχε κρυμμένη στην έλικα που διέσχιζε κυκλικά τον ιστό, από το κέντρο ως την άκρη του. Ένιωθε τον φόβο τους και τα λυπόταν ξέροντας πως θα άφηναν εκεί την τελευταία τους πνοή χωρίς να έχουν καταλάβει την ομορφιά του.</span></div></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Είχε αρχίσει να λαγοκοιμάται, όταν άκουσε το τραγούδι. Γύρισε γεμάτη προσμονή κι είδε την αράχνη να έρχεται προς το μέρος της. Το πρόσωπό της ήταν στην σκιά και δεν μπορούσε να μαντέψει τα συναισθήματά της, αλλά δεν ένιωθε καθόλου φόβο, μόνο προσμονή. Το τραγούδι σταμάτησε και το μόνο που ακουγόταν ήταν τα βήματα της αράχνης καθώς πλησίαζε και ο αναστεναγμός των εντόμων.</span></div></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Έφτασε κοντά της και την κοίταξε στα μάτια. «Γιατί δεν έφυγες» την ρώτησε. «Ξέρω πως το μπορούσες». Η Μαρκέλλα χαμογέλασε και είπε «διάβασα τον ιστό σου. Είδα τα διαμάντια και κατάλαβα την σημασία τους. Θέλω να μείνω μαζί σου». Η αράχνη πλησίασε ώσπου το πρόσωπό της κόλλησε στο δικό της.</span></div></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">«Είμαι το πιο ακατάλληλο άτομο για εσένα. Δεν θέλω για να σε αφήσω να ελπίζεις σε ένα όνειρο που δεν μπορούμε να ζήσουμε μαζί. Έχεις όμορφη ψυχή και είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι μαζί μου η ζωή σου θα είναι κόλαση. Δεν θα μπορέσεις να βαδίσεις μαζί μου στον ιστό, ούτε να κυνηγάς έντομα για να ζήσεις. Κι αυτός ο ιστός δεν φτιάχτηκε για σένα».</span></div></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η Μαρκέλλα δεν απάντησε. Άπλωσε μόνο τα χέρια της και αγκάλιασε σφιχτά την αράχνη. Δεν χαλάρωσε το αγκάλιασμά της ούτε όταν προσπάθησε βίαια να της ξεφύγει. Η αράχνη την ελευθέρωσε από τα δεσμά της και την καθάρισε από την κόλλα. Ώρες μετά την αγκάλιασε με την σειρά της. Κι έτσι αγκαλιασμένους τους βρήκε το πρωί.</span></div></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Με την πρώτη ηλιαχτίδα η αράχνη έφυγε. Η νεράιδα σηκώθηκε χαμογελώντας. Πήρε ένα διαμάντι από τον ιστό και στόλισε τα μαλλιά της.</span></div></div></div></div></div></div></div></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com20tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-52114606096683727382009-09-13T16:44:00.000-07:002011-06-16T13:25:47.879-07:00Η κλεψύδρα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"></div><br />
<br />
<div class="separator" style="clear: both; margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEit6WezU-16HXIK2tsTbyLYzwnbCWZUJpka-dWi0zD2B6jB0JlerYnaHBfsUCCTRir-NdBsmLhK28BG3Sn_u7Awky6nhx223gW8_x2rJkhr0ySxAQsEmmEeJXGy5rSHZ2NBOQ5nicLcB4bu/s1600/%25CE%25B7+%25CE%25BA%25CE%25BB%25CE%25B5%25CF%2588%25CF%258D%25CE%25B4%25CF%2581%25CE%25B1.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
<img border="0" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEit6WezU-16HXIK2tsTbyLYzwnbCWZUJpka-dWi0zD2B6jB0JlerYnaHBfsUCCTRir-NdBsmLhK28BG3Sn_u7Awky6nhx223gW8_x2rJkhr0ySxAQsEmmEeJXGy5rSHZ2NBOQ5nicLcB4bu/s320/%25CE%25B7+%25CE%25BA%25CE%25BB%25CE%25B5%25CF%2588%25CF%258D%25CE%25B4%25CF%2581%25CE%25B1.jpg" style="cursor: move;" width="268" /></span></a></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><a href="http://4.bp.blogspot.com/_tjWgSnxHUVQ/SnhNt3BGwkI/AAAAAAAAAqA/vekkts6qMFs/s1600-h/Hourglass_age.jpg" onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></a></div><div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Στριφογύριζε ώρα στο κρεβάτι χωρίς να καταφέρει να κοιμηθεί κι αυτό το βράδυ. Κούρασε το κορμί και το μυαλό όλη την μέρα , ελπίζοντας πως θα τα κατάφερνε. Όμως κι αυτό το βράδυ θα ήταν ατελείωτο.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Σηκώθηκε, πήρε τα γνωστά σύνεργα και πήγε στο σαλόνι. Άναψε τα κεριά πάνω στο τραπέζι κι έβαλε μουσική. Έστησε τον καθρέφτη απέναντί της και πήρε στα χέρια την μικρή κλεψύδρα . Κοίταξε τα κομμένα μάτια της κι είδε το φως των κεριών μέσα τους. Γύρισε με μια αποφασιστική κίνηση την κλεψύδρα.<span lang="EN-US"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Τα μάτια της έμειναν ανέγγιχτα από τον χρόνο. Μέσα τους έβλεπε το κορίτσι που ήταν , την γυναίκα που έγινε, την γριά που θα έρθει. Χαμογέλασε στον καθρέφτη περιπαιχτικά. Το σωτήριο χαμόγελο, το έμβλημα και το όπλο της, ήταν ακόμα εκεί και περίμενε .</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Δεν την πείραζε ο χρόνος που κυλούσε. Δεν την ενοχλούσαν οι μικρές ρυτίδες, οι πρώτες άσπρες τρίχες, τα λάθη που είχε κάνει, οι πληγές που δεν έκλεισαν. Γι’ αυτήν ήταν πάντα δεμένα με τα χαμόγελα, τις στιγμές ευτυχίας, την γνώση που απέκτησε, την εμπειρία των αισθήσεων.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Εκείνο που την ενοχλούσε όλο και περισσότερο τον τελευταίο καιρό ήταν η αίσθηση πως ο χρόνος είχε συρρικνωθεί κι ότι δεν προλάβαινε να βαδίσει παράλληλα μαζί του. Το τυπικό 24ώρο δεν της έφτανε για να ονειρευτεί. Και δεν μπορούσε να επεκτείνει την διάρκειά του, ούτε να κλέψει χρόνο εις βάρος της υπόλοιπης ταχτοποιημένης ζωής της.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Πέρασε αρκετά χρόνια χωρίς όνειρα. Χρόνια απόλυτης νηνεμίας , που όμως δεν της χάρισαν γαλήνη. Είχε πέσει σ’ ένα κώμα , που το ξύπνημα απ’ αυτό, έκανε πιο έντονη την δίψα για τις στιγμές που έχασε. Κι όλα ξεκίνησαν από την μικρή κλεψύδρα, που βρήκε τυχαία.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Πριν από μερικούς μήνες αποφάσισε να ανακαινίσει κάποια δωμάτια του σπιτιού. Πήρε μεγάλα χαρτοκιβώτια κι άρχισε να αδειάζει προσεχτικά τα συρτάρια, ξεκαθαρίζοντας επί ευκαιρία τα άχρηστα και ξεχασμένα αντικείμενα. Τότε την είδε. Μια μικρή κλεψύδρα , που δεν θυμόταν πως βρέθηκε ανάμεσα στα πράγματά της. Την έβαλε πάνω στο τραπέζι και ξεχάστηκε εκεί.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Εκείνο το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Πήγε στο σαλόνι , άναψε τα κεριά για να μην ενοχλεί το φως τους άλλους κατοίκους του σπιτιού κι έκατσε οκλαδόν στο χαλί, όπως συνήθιζε, ανάμεσα στο τραπεζάκι και τον καναπέ . Χάιδεψε με τα ακροδάχτυλα τα φύλλα των άσπρων τριαντάφυλλων, που είχε στο βάσο.Είδε τον παλιό επιτραπέζιο καθρέφτη, που είχε παρατήσει πάνω στο τραπέζι με σκοπό να τον πετάξει κι αναστενάζοντας τον έφερε μπροστά της.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Την τρόμαξε η παραίτηση που είδε στο πρόσωπό της. Ύψωνε πάντα σαν λάβαρο το μαχητικό της πνεύμα και δεν είχε καταλάβει πόσο είχε κουραστεί. Κοίταξε ακόμα πιο προσεκτικά το είδωλό της κι είδε πως κάτι έλειπε. Τα μάτια της έδειχναν ξεθωριασμένα σαν μουτζούρα στον καθρέφτη. Είχε χάσει τα άστρα των ματιών της.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Έκπληκτη και μουδιασμένη έπιασε μηχανικά την μικρή κλεψύδρα , την έφερε ανάμεσα στο πρόσωπό της και στον καθρέφτη και την αναποδογύρισε. Παρατηρούσε την άμμο που κυλούσε αργά , έβλεπε προσεχτικά κάθε κόκκο που έπεφτε κι ένιωσε μια περίεργη ζαλάδα. Έκλεισε τα μάτια της.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Άκουσε το θόρυβο των κυμάτων , ένοιωσε την μυρωδιά της θάλασσας και των πεύκων κι ανατριχιάζοντας άνοιξε τα μάτια. Είδε τον ήλιο να προβάλλει βάφοντας τον ουρανό με το μαγικό του πινέλο κι εκεί μπροστά της έναν γλάρο να πετάει στο φως. Τον γλάρο που είχε υποσχεθεί πως δεν θα χάσει ποτέ από τα μάτια της.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Έβγαλε μια κραυγή κι ο γλάρος γύρισε και την κοίταξε . Πέταξε γρήγορα κοντά της και έκατσε δίπλα της. «Θα είμαι εδώ» της είπε. «Όσο θα έρχεσαι και θα με ζητάς , θα είμαι εδώ για σένα. Θα είμαι εδώ να σε ξυπνάω από τον λήθαργο».Άπλωσε τα χέρια της να τον πιάσει κι αυτός πέταξε μακριά. Χαμογέλασε νιώθοντας την ζεστασιά της ελπίδας.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Όταν άνοιξε τα μάτια της , ο χρόνος της κλεψύδρας είχε τελειώσει. Δεν είχε μείνει ούτε ένας κόκκος άμμου. Κοίταξε με φόβο και ελπίδα την πυξίδα. Είχε περάσει μόνο μισή ώρα, αλλά ήξερε πως κράτησε πολύ περισσότερο στο ρολόι της καρδιάς της.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ένιωσε το άρωμα από τα τριαντάφυλλα που ήταν στο τραπέζι και στρέφοντας το βλέμμα επάνω τους είδε πως είχαν γίνει κόκκινα. Κοίταξε τα μάτια της στον καθρέφτη και τα είδε να λάμπουν ξανά. Έσβησε τα κεριά και πήγε να ξαπλώσει. Η μαγεία είχε μπει στην ζωή της κι ο ύπνος χωρίς όνειρα ήταν καλοδεχούμενος.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Πέρασαν μήνες από εκείνη την πρώτη φορά. Κάθε βράδυ επαναλάβανε την ίδια διαδικασία, μην τολμώντας να αλλάξει την παραμικρή λεπτομέρεια , από φόβο μήπως χάσει το όνειρο. Κυνηγώντας το όνειρο, επεκτείνοντας τον χρόνο, γυρνώντας την κλεψύδρα ξανά και ξανά. Κι ο γλάρος ήταν πάντα εκεί.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Τα τελευταία βράδια η μαγεία ήρθε , αλλά αυτός ήταν απών. Γύριζε την πυξίδα, κλέβοντας κι άλλο χρόνο, μέχρι που την έβρισκε ξάγρυπνη το πρωί. Ήταν μόνη στο όνειρο κι η μαγεία της άφηνε την αίσθηση της άμμου στο στόμα. Σαν ναρκομανής γυρνούσε ξανά το βράδυ, παρά τις υποσχέσεις της προηγούμενης μέρας, προσπαθώντας να γυρίσει πίσω και να καταλάβει τι λάθος είχε κάνει.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Σήμερα για πρώτη φορά ήταν θυμωμένη. Οι άυπνες νύχτες την είχαν διαλύσει συναισθηματικά. Έστησε μπροστά της τον καθρέφτη. Κοίταξε τα λαμπερά μάτια της κι απέστρεψε το βλέμμα με θυμό , που ολοένα μεγάλωνε. Κράτησε για λίγη ώρα την κλεψύδρα στα χέρια της περιστρέφοντάς την , μία επάνω μία κάτω χωρίς να την αφήνει από τα μάτια της. Με μια αποφασιστική κίνηση την πέταξε κάτω.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Το γυαλί έσπασε και κόκκοι άμμου άρχισαν να κυλούν στο πάτωμα. Ένιωσε να στεγνώνει και διαλύεται. Ζαλίστηκε κι έκλεισε τα μάτια. Δεν μπορούσε να ανασάνει. Ο αέρας μέσα στην κλεψύδρα λιγόστευε. Κυλούσε σαν κόκκος κι έπεφτε χτυπώντας και ματώνοντας. Εγκλωβισμένη στην κλεψύδρα του ονείρου εξαφανιζόταν.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Άκουσε το θόρυβο των κυμάτων , ένοιωσε την μυρωδιά της θάλασσας και των πεύκων κι ανατριχιάζοντας άνοιξε τα μάτια. Είδε τον ήλιο να προβάλλει βάφοντας τον ουρανό με το μαγικό του πινέλο κι εκεί μπροστά της έναν γλάρο να πετάει στο φως.. Καθώς μια ηλιαχτίδα έπεσε πάνω του, κάτι έλαμψε στο φως της. Έβαλε τα χέρια της αντήλιο κι είδε πως στο ράμφος του κρατούσε μια μικρή κλεψύδρα.</span></div></div></div><br />
<div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><o:p></o:p></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><o:p></o:p></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><o:p></o:p></div></div></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com28tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-69270202978569700222009-09-06T15:22:00.000-07:002011-06-16T14:31:57.332-07:00Η λέαινα του σαλονιού<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"></div><br />
<div class="separator" style="clear: both; margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhqlC7VVIpHXSg27ojur4aGk1Uq6QkN1SYR1EqZZ0ZgYYdLiVWIfUPJiV-_Chw_Rx9zNywX_jVQTVMx7cn1pMv424-RNxpBnps_DuAQv7HKRZkCAbkGEjibcRiBzo5Hv4qxWoINWX4bxFBA/s1600/%25CE%25B7+%25CE%25BB%25CE%25AD%25CE%25B1%25CE%25B9%25CE%25BD%25CE%25B1+%25CF%2584%25CE%25BF%25CF%2585+%25CF%2583%25CE%25B1%25CE%25BB%25CE%25BF%25CE%25BD%25CE%25B9%25CE%25BF%25CF%258D.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><img border="0" height="213" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhqlC7VVIpHXSg27ojur4aGk1Uq6QkN1SYR1EqZZ0ZgYYdLiVWIfUPJiV-_Chw_Rx9zNywX_jVQTVMx7cn1pMv424-RNxpBnps_DuAQv7HKRZkCAbkGEjibcRiBzo5Hv4qxWoINWX4bxFBA/s320/%25CE%25B7+%25CE%25BB%25CE%25AD%25CE%25B1%25CE%25B9%25CE%25BD%25CE%25B1+%25CF%2584%25CE%25BF%25CF%2585+%25CF%2583%25CE%25B1%25CE%25BB%25CE%25BF%25CE%25BD%25CE%25B9%25CE%25BF%25CF%258D.jpg" style="cursor: move;" width="320" /></a></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;"><br />
</span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Η Σαμπρίνα πέρασε προσεχτικά ανάμεσα στα έπιπλα του σαλονιού κι έφτασε μπροστά στον μεγάλο καναπέ</span></span><span class="apple-style-span"><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;">. </span></span><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Τεντώθηκε με απόλαυση περισσή και ξάπλωσε δίπλα στα τεντωμένα πόδια του Μπάμπη.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Είχε μόλις φάει και ένιωθε την γλυκιά χαύνωση που ακολουθεί το μεσημεριανό γεύμα, ειδικά τα καλοκαιρινά απογεύματα όπως το σημερινό. Χασμουρήθηκε και τεντώθηκε ακόμα μια φορά κι ένιωσε το χέρι του Μπάμπη να της χαϊδεύει την πλάτη. Γύρισε και τον κοίταξε με λατρεία.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Ήταν πολλά χρόνια μαζί κι η οικειότητα που τους έδενε ήταν εμφανή σε κάθε τους κίνηση. Μπορούσε να νιώσει από μακριά την διάθεση του και αντιλαμβανόταν τα αισθήματά του παρατηρώντας τις ακούσιες μικρές κινήσεις του. Το πέρασμα του χεριού από τα μαλλιά του όταν ήταν αμήχανος, το τρίψιμο των δαχτύλων όταν ήταν σκεφτικός, το ρυθμικό χτύπημα του ποδιού όταν ήταν ανυπόμονος, το τέντωμα των μυώνων όταν θύμωνε, την πλήρη ακινησία όταν ήταν πληγωμένος, το λακκάκι στο μάγουλο όταν ήταν χαρούμενος, την χαλάρωση του κορμιού όταν ήταν ευτυχισμένος.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Ναι, ήταν πολλά χρόνια μαζί, τόσα, που είχε ξεχάσει πως ήταν η ζωή της πριν από αυτόν. Μόνο στα όνειρα έβλεπε αποσπασματικές εικόνες από την παλιά της ζωή και τον ξεχασμένο της εαυτό, αλλά τα λησμονούσε το πρωί όταν άνοιγε τα μάτια. Και τώρα τελευταία σαν στο φως μιας αστραπής, έβλεπε την εικόνα κάποιου κρυμμένου στην ομίχλη, τόσο διαφορετικού από τον Μπάμπη, τόσο ίδιου με την εικόνα στον καθρέφτη του ονείρου.</span></span><span class="apple-style-span"><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Άκουσε το γέλιο του και γύρισε στην τηλεόραση που παρακολουθούσε για να εντοπίσει τον λόγο της ευθυμίας του. «Έχει ντοκιμαντέρ για τα λιοντάρια, λέαινά μου», είπε αυτός. «Δες πως θα ήσουν χωρίς εμένα στην ζωή σου». Ένιωσε να ξυπνάει απότομα κι έστρεψε όλες τις αισθήσεις της στην ανοιχτή τηλεόραση. Άκουσε τον ο υποβλητικό βρυχηθμό, είδε το ανέμισμα της χαίτης κι η καρδιά της φτερούγισε. Σε αυτό το μικρό κουτί ζούσαν τα όνειρα της νύχτας.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Οι αναμνήσεις βγήκαν από το κλειδωμένο της μυαλό και την χτύπησαν σαν μαστίγιο. Όλα όσα είχε αφήσει πίσω της , μαζεύτηκαν απειλώντας να την πνίξουν. Ο Μπάμπης ένιωσε την ανησυχία της και την κοίταξε ερωτηματικά. Το κορμί της άρχισε να θυμάται. Το καρτέρι, το κυνήγι, την γεύση του αίματος, την επιβράβευση του κοπαδιού, το ζευγάρωμα , όλα όσα δεν πρόλαβε να ζήσει. Μία παράξενη έντονη οσμή βγήκε από το κορμί της και γέμισε το σαλόνι.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Ήταν μικρή όταν την βρήκε και την έσωσε. Τα υπόλοιπα μικρά δεν επέζησαν από την επίθεση των υαινών. Την τύλιξε με την αγάπη και την στοργή του και της αφιέρωνε πολλές ώρες την ημέρα χωρίς να βαρυγκωμά. Ήξερε πως την αγαπούσε, όπως τον αγαπούσε κι αυτή, αλλά σήμερα κατάλαβε πως δεν έφτανε αυτό. Είχε έρθει η ώρα να φύγει και το κατάλαβε κι αυτός. Συνέχισε να την χαϊδεύει, αλλά το υπόλοιπο κορμί του κοκάλωσε. Τον είχε πληγώσει και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τον παρηγορήσει.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Βγήκε στην αυλή του σπιτιού και τον άκουγε να τηλεφωνεί και να μιλάει με διάφορους. Ήξερε ότι έψαχνε να βρει την καλύτερη λύση για να την αφήσει ελεύθερη. Δεν κατάλαβε όμως ότι δεν μπορούσε να περιμένει. Δεν μπορούσε να μείνει βλέποντας τον πληγωμένο. Ένιωθε πως κάθε φορά που θα κοιταζόταν , θα γκρεμιζόταν ένα κομμάτι από την αγάπη τους. Σκαρφάλωσε στο δέντρο της αυλής και πήδηξε έξω από τον φράχτη.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Αν και μεγάλωσε με ανθρώπους γύρω της γνώριζε καλά πως δεν πρέπει να τους εμπιστεύεται και πως όφειλε να είναι πολύ προσεχτική. Δεν ήξερε που μπορούσε να πάει, ούτε ήταν σίγουρη για την κατάληξη αυτής της απόδρασης, όμως ήταν σίγουρη πως θα έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν πιο μακριά από τον μοναδικό άνθρωπο, που εμπιστευόταν απόλυτα. Συνέχισε να προχωράει στα τυφλά κατευθυνόμενη προς την μεγάλη πόλη.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Δεν ήξερε πόση ώρα περπατούσε. Η αρχική αμηχανία της μοναξιάς και του αποπροσανατολισμού , έδωσαν την θέση τους στην αδρεναλίνη της βουτιάς στο άγνωστο και την συγκίνηση της περιπέτειας. Ένιωσε ζωντανή μετά από πολύ καιρό και συνειδητοποίησε ότι δεν θα γυρνούσε ποτέ πίσω κι ότι ξεκινούσε από την αρχή. Στα ρουθούνια της έφτασε η χαρακτηριστική μυρωδιά του κορμιού της , που ανακάλυπτε για πρώτη φορά.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Άκουσε τον ο υποβλητικό βρυχηθμό για δεύτερη φορά εκείνην την ημέρα κι ανατρίχιασε. Προσπάθησε να εντοπίσει την πηγή του. Επικέντρωσε όλες τις αισθήσεις της στην ακοή και άφησε να την κατευθύνει. Σύντομα τα βήματά της την οδήγησαν έξω από την μεγάλη σκηνή. Η ακοή και η όσφρηση την οδήγησαν στο σωστό σημείο. Βρήκε την πόρτα και με την εξοικείωση των χρόνων, που πέρασε στο σπίτι, την άνοιξε.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Βρέθηκε δίπλα στο κλουβί με τα λιοντάρια και κοίταξε με τα μάτια ορθάνοιχτα τα δύο αρσενικά και τα έξι θηλυκά, που βρισκόταν μέσα. Το πιο μεγαλόσωμο αρσενικό γύρισε και την κοίταξε και πήγε τρέχοντας κοντά της με την χαίτη του να ανεμίζει, ο άρχοντας και βασιλιάς των ονείρων της. Έχοντας το εμπόδιο των σιδερένιων μπάρων, προσπάθησαν να αγγίξουν ο ένας τον άλλο. Στην προσπάθεια αυτή η Σαμπρίνα τον γρατζούνισε, τον δάγκωσε κι ένιωσε απόγνωση όταν κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να βρεθεί δίπλα του.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Τραβήχτηκε πίσω, κοίταξε τον χαμένο Παράδεισο και του είπε «Σου ζητώ συγνώμη. Δεν ξέρω γιατί φέρθηκα έτσι. Δεν ήθελα να σε πληγώσω. Σε θέλω όμως και δεν μπορώ να σε αγγίξω κι αυτό με τρελαίνει». Το μεγάλο αρσενικό έκοβε βόλτες όλο εκνευρισμό μέσα στο κλουβί κι ούτε που την κοίταξε. Έκατσε σε μία γωνία με την ουρά του να χτυπάει μία δεξιά μία αριστερά σαν τρελό εκκρεμές. Τα υπόλοιπα λιοντάρια δεν τον πλησίασαν</span></span><span class="apple-style-span"><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Πέρασε αρκετή ώρα κι η Σαμπρίνα εξακολουθούσε να στέκεται όρθια και ακίνητη, χωρίς να τον αφήνει στιγμή από τα μάτια της, περιμένοντας. Ξαφνικά γύρισε και της είπε «Το ξέρω. Κι εγώ σε θέλω και γίνομαι επιθετικός, γι’ αυτό δεν χρειάζεται να μου ζητάς συγνώμη». Τότε μόνο συνειδητοποίησε πως είχε κι η ίδια γρατζουνιές και πληγές και το σημάδι των δοντιών του επάνω της. Ένιωσε παράδοξα ευτυχισμένη. Κι αποφάσισε να μείνει</span></span><span class="apple-style-span"><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Ξάπλωσε μπροστά στην σιδερένια πόρτα με την βαριά κλειδαριά και έκλεισε τα μάτια της. Άκουγε τις φωνές των υπολοίπων λιονταριών σαν σε όνειρο, αλλά ήξερε πως τα όνειρα είχαν τελειώσει κι ότι είχε την ευκαιρία να ζήσει το δικό της. Λαγοκοιμόταν και περίμενε. Ήταν σίγουρη πως θα έβρισκε τον τρόπο να μπει μέσα. Δεν την ένοιαζε πόσο θα χρειαζόταν να περιμένει. Ούτε τι κόστος θα είχε αυτό. Το μόνο που ήθελε ήταν να βρεθεί δίπλα του.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Κόντευε να ξημερώσει, όταν ξαφνικά γύρισε και της είπε «Φύγε. Φύγε όσο ακόμα μπορείς. Δεν είμαι εγώ για σένα. Ούτε αυτή είναι ζωή για ένα λιοντάρι. Θα πληγωθείς κι εγώ δεν θα μπορώ να σε προστατεύσω. Όσο κι αν το θέλω. Κι ας μου αρέσει που έρχεται μέχρι εδώ η μυρωδιά της έντασής σου». Η Σαμπρίνα σηκώθηκε τον κοίταξε με μάτια που έλαμπαν και του απάντησε «Δεν ξέρεις πως ήταν η ζωή μου μέχρι σήμερα. Δεν ξέρεις τι ζητάω. Ούτε τι βαρύτητα έχει για μένα να σε βλέπω μπροστά μου. Μέχρι χθες πίστευα πως είσαι ένα όνειρο. Κι είχα ξεχάσει πως είμαι λέαινα. Δεν θα φύγω».</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Οι άνθρωποι του τσίρκου ξαφνιάστηκαν όταν είδαν την λέαινα μπροστά στην πόρτα. Κι ακόμα περισσότερο από την έλλειψη επιθετικότητάς της. Ειδικά όταν ένιωσαν την χαρακτηριστική οσμή της να τους τυλίγει. Κοιτάχτηκαν πονηρά κι άνοιξαν την πόρτα , ενώ με την άκρη του ματιού τους παρακολουθούσαν την όλο ένταση κίνηση μέσα στο κλουβί. Την ίδια μέρα απομάκρυναν τα υπόλοιπα λιοντάρια σε άλλο κλουβί, αφήνοντας το ζευγάρι να ζευγαρώσει, όπως συνήθιζαν</span></span><span class="apple-style-span"><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Για μια εβδομάδα , όσο κράτησε η γαμήλια περίοδος, παρακολουθούσαν τις εκδηλώσεις τρυφερού ενδιαφέροντος και αγάπης, που έδειχνε το αρσενικό λιοντάρι στην Λέαινα του σαλονιού, όπως την ονόμασαν. Της έγλειφε συνεχώς την πλάτη και το λαιμό και έπαιζε μαζί της για ώρες. Της δάγκωνε τρυφερά το λαιμό, ενώ εκείνη έβγαζε δυνατούς βρυχηθμούς. Στο τέλος της εβδομάδας, άρχισε να αδιαφορεί εντελώς γι’ αυτήν. Μετέφεραν τα υπόλοιπα λιοντάρια και άρχισαν την εκπαίδευση με τα στεφάνια της φωτιάς.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Η Σαμπρίνα ζαλισμένη από την ένταση της ευτυχίας, άργησε να καταλάβει την αδιαφορία του. Θέλοντας να είναι άξια σύντροφος του, προσαρμόστηκε γρήγορα στην ζωή του τσίρκου και πηδούσε πάντα πρώτη το φλεγόμενο στεφάνι, παρά τον ενστικτώδη φόβο , που ένιωθε. Σύντομα πρόσθεσαν ένα καινούριο νούμερο μόνο γι’ αυτήν. Πηδούσε ανάμεσα από τρία φλεγόμενα στεφάνια και μ’ αυτό το εντυπωσιακό πήδημα έκλειναν την παράσταση. Οι άλλες λέαινες άρχισαν να την αντιπαθούν.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Εκείνο το βράδυ η έντονη οσμή των θηλυκών έπνιξε το κλουβί. Δύο από τις λέαινες ήταν σε οίστρο και τα αρσενικά αναστατωμένα. Αυτές κοιτούσαν και οι δύο το μεγάλο αρσενικό περιμένοντας. Η Σαμπρίνα κατάλαβε ότι μέχρι εκείνη την μέρα ζούσε σε ένα όνειρο, που είχε τελειώσει. Τον πλησίασε και προσπάθησε να του τραβήξει την προσοχή</span></span><span class="apple-style-span"><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Εκείνος την δάγκωσε δυνατά πληγώνοντάς την. Την έσπρωξε προς το μέρος των άλλων θηλυκών ζητώντας να κάτσει μαζί τους. Αυτή έμεινε απέναντί του, με το αίμα να κυλά από τον λαιμό της, χωρίς να κουνηθεί. Το αρσενικό γέλασε και της είπε «Αν και πληγωμένη, λέαινα, λογικά και έξυπνα μένεις μακριά». Πριν προλάβει να διαλέξει την λέαινα που θα ζευγάρωνε, τους μάζεψαν για την βραδινή παράσταση.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Πριν να εκτελέσει το νούμερό της, η Σαμπρίνα γύρισε προς το μέρος του και του είπε «Βασιλιά και Άρχοντα της καρδιάς μου, δεν απείχα από φόβο, θέλω να το ξέρεις. Ο μόνος λόγος που έμεινα μακριά ήταν από υπερηφάνεια. Υπερηφάνεια για σένα που μου θύμισες την φύση μου, αλλά δεν την σεβάστηκες. Θα τις άφηνα να με ξεσχίσουν όχι από αδυναμία , αλλά από σεβασμό στην δική σου δύναμη. Έφυγα από ένα κλουβί για να μπω σε μια φυλακή, που καταπατάει την αξιοπρέπειά μου. Το δέχτηκα γιατί ήσουν κι εσύ εδώ. Και γιατί με ξεγέλασε η χαίτη σου».</span></span><span class="apple-style-span"><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"> </span></span><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Οι θεατές παρακολούθησαν την Σαμπρίνα να κάνει ένα ψηλό άλμα και σταματάει θαρρείς στον αέρα, με τα φλεγόμενα στεφάνια καρφωμένα πάνω της. Κι ενώ η μυρωδιά της καμένης σάρκας πλημμύρισε τον αέρα, άκουσαν το βρυχηθμό του μεγάλου αρσενικού, που όμως έμεινε μακριά. Ο κτηνίατρος του τσίρκου είπε την επόμενη μέρα πως θα είχε γλυτώσει, αν δεν είχε μια μεγάλη δαγκωματιά στο λαιμό.</span></span></div></div><br />
<div><div></div></div></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com38tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-41663666396128855552009-08-29T14:01:00.000-07:002011-06-16T14:46:22.520-07:00Ανάμεσα σε δύο κόσμους<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"></div><br />
<div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhhKE9BRBe91E7CSmHg4IvMm5qRsgbcbHDQBbTRiccG9SE3k8H84gcpp4W1jhn-QCn41zzK_EuduLBn01swS7v-0b2f17sy-RPAFKtnclrv56HqPBG6b9dKXkpv-jPdctI9iiFj6e6yps7L/s1600/%25CE%25B1%25CE%25BD%25CE%25AC%25CE%25BC%25CE%25B5%25CF%2583%25CE%25B1+%25CF%2583%25CE%25B5+%25CE%25B4%25CF%258D%25CE%25BF+%25CE%25BA%25CF%258C%25CF%2583%25CE%25BC%25CE%25BF%25CF%2585%25CF%2582.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><img border="0" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhhKE9BRBe91E7CSmHg4IvMm5qRsgbcbHDQBbTRiccG9SE3k8H84gcpp4W1jhn-QCn41zzK_EuduLBn01swS7v-0b2f17sy-RPAFKtnclrv56HqPBG6b9dKXkpv-jPdctI9iiFj6e6yps7L/s320/%25CE%25B1%25CE%25BD%25CE%25AC%25CE%25BC%25CE%25B5%25CF%2583%25CE%25B1+%25CF%2583%25CE%25B5+%25CE%25B4%25CF%258D%25CE%25BF+%25CE%25BA%25CF%258C%25CF%2583%25CE%25BC%25CE%25BF%25CF%2585%25CF%2582.jpg" width="267" /></a></div>Ο Δημήτρης στάθηκε στο φυσικό πλάτωμα, στην ράχη του βουνού και κοίταξε το ποτάμι που ορμητικό κυλούσε προς τα ριζά του, ακολουθώντας το δικό του φιδωτό μονοπάτι. <span lang="EN-US"><o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;">Εκεί υπήρχαν δύο χωριά, αντικριστά στις όχθες του ποταμού, φυσικό σύνορο και εμπόδιο ανάμεσά τους. Ο ήλιος που έδυε, είχε ήδη αφήσει το ένα χωριό στο σκοτάδι, τονίζοντας τις διαφορές τους. Γιατί τα δύο χωριά , διέφεραν όπως η μέρα με την νύχτα, κι ο Δημήτρης το ήξερε καλύτερα από τον καθένα.</div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;">Έκατσε σε μια πλατειά πέτρα κι άναψε τσιγάρο. Πήρε βαθιές ρουφηξιές μέχρι να νιώσει τον καπνό να του καίει τα σωθικά και κοίταξε ξανά τα δύο χωριά. Η κόλαση κι ο παράδεισός του ήταν εκεί, μπροστά του . Η πίκρα από το τσιγάρο που αργόσβηνε στα χείλη του, απλώθηκε στην καρδιά του.</div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;">Δύο χωριά, δύο γυναίκες, δύο αγάπες τον έφεραν σήμερα εδώ πάνω. Πέρασαν από την ζωή του αφήνοντας το ανεξίτηλο σημάδι τους χωρίς να κατορθώσουν να γεμίσουν την μοναξιά του. Και δεν ήξερε αν έφταιγε αυτός, που ζητούσε πολλά ή αυτές που δεν μπορούσαν να τα δώσουν.</div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;">Η πρώτη , η Αλεξάνδρα, ήταν ήρεμη, λογική, σταθερή στις απόψεις και στον έρωτα, ένα λιμάνι στις φουρτούνες. Μπορούσε να μιλάει με τις ώρες μαζί της για όλα τα θέματα και να νιώθει την κατανόησή της να τον σκεπάζει σαν ζεστό πάπλωμα. Τον εμπιστευόταν τυφλά και δεν έχανε ευκαιρία να του δείχνει τον θαυμασμό και την αγάπη της. Κι ενώ ήταν η γυναίκα που ήθελε μαζί της να χουζουρέψει το πρωί στο κρεβάτι, ο λόγος δεν ήταν η κούραση του έρωτα της περασμένης βραδιάς. Δεν υπήρχε ο ηλεκτρισμός, το πάθος, ο αναγκαίος ερωτισμός. </div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;">Η δεύτερη , η Μερόπη, είχε όλο το πάθος και την φλόγα που έλειπε από την Αλεξάνδρα. Και μόνο ο ήχος της φωνής της, τον έκανε τρελό από πόθο. Την ήθελε κάθε στιγμή και λεπτό, αλλά η έντασή της σχέσης τους δεν περιοριζόταν στο κρεβάτι. Διαφωνούσαν σχεδόν στα πάντα. Από την μουσική που άκουγαν μέχρι τους ανθρώπους που συναναστρέφονταν .Έπαιζε συνεχώς με τα συναισθήματά του, δοκίμαζε την υπομονή και την αγάπη του και παραπονιόταν ότι την παραμελούσε όταν δεν είχε την αποκλειστική προσοχή του. Η κακία της όταν θύμωνε και η ανυπόφορη ζήλια της, τον εγκλώβιζαν σ’ ένα κλουβί, που ήθελε απεγνωσμένα να δραπετεύσει. Ήταν η φουρτουνιασμένη θάλασσα που τον έλκυε με την άγρια ομορφιά της , αλλά που η φρόνηση τον κρατούσε μακριά .</div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;">Και οι δύο είχαν κάτι που ήθελε, που συμπλήρωνε τα θέλω και τις ανάγκες του. Και οι δύο είχαν κάτι που απεχθανόταν και που δεν μπορούσε να προσπεράσει.. Και τις δύο τις έδιωξε από την ζωή του και τώρα ήταν μόνος. Τώρα περίμενε κάτι να συμβεί. Να έρθει ο πραγματικός έρωτας να τον ξεσηκώσει. Με το ένα πόδι στην γη και το άλλο στον ουρανό να περπατήσει και να έρθει κοντά του. Και να τον λυτρώσει. </div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;">Ο ήλιος είχε δύσει εδώ κα ώρα. Έσβησε προσεχτικά το τσιγάρο στο βράχο, έβαλε το αποτσίγαρο στο άδειο πακέτο μαζί με τις υπόλοιπες γόπες και επιθεώρησε το καταφύγιό του. Όταν βεβαιώθηκε πως η παρουσία του εκεί το άφησε ανέγγιχτο, άρχισε να κατηφορίζει το γνωστό μονοπάτι, που οδηγούσε στο πρώτο χωριό. Για να φτάσει στο σπίτι του, έπρεπε να περάσει από την μικρή γέφυρα, που ένωνε τα χωριά πάνω από το ποτάμι. Ήταν επικίνδυνη όταν τα νερά ήταν ανεβασμένα από τις βροχές, όπως σήμερα. Έπρεπε να βιαστεί. </div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;">Διέσχισε το μικρό χωριό κι έφτασε στην άκρη της μικρής γέφυρας. Προχώρησε προσεχτικά , κοιτώντας κάτω για να μην γλιστρήσει στα νερά , που κάλυπταν πολλά σημεία της, όταν φτάνοντας στη μέση της είδε κάτι να γυαλίζει κάτω από το φως του φεγγαριού. Γεμάτος περιέργεια έσκυψε να δει το παράξενο αντικείμενο που επέπλεε σε μια νερολακούβα. Ήταν ένα μικρό άσπρο κουτί, τυλιγμένο με κόκκινη κορδέλα.</div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;">Το κράτησε στα χέρια του. Ήταν πολύ ελαφρύ σαν να ήταν άδειο. Το κούνησε δίπλα στο αυτί του κι ένιωσε παρά άκουσε ότι υπήρχε κάτι μέσα. Έμεινε αναποφάσιστος για μια στιγμή, αλλά η περιέργεια νίκησε κι έλυσε την κόκκινη κορδέλα . Άνοιξε το κουτί με προσοχή και ξαφνιασμένος ,καθώς η πεταλούδα βγήκε πετώντας ορμητικά από μέσα , άφησε να του πέσει κάτω μαζί με την κόκκινη κάρτα , που περιείχε.</div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;">Έσκυψε για δεύτερη φορά και το σήκωσε και γύρισε προς το φεγγάρι για να διαβάσει τα χρυσά γράμματα στην κάρτα. «Σ’ ευχαριστώ που με ελευθέρωσες. Σου κάνω δώρο μία ευχή για ανταμοιβή. Πρόσεξε όμως καλά τι θα ευχηθείς, γιατί θα γίνει πραγματικότητα. Δεν θα μπορέσεις να την αλλάξεις, ούτε θα έχεις δεύτερη ευκαιρία. Η νεράιδα του ποταμού»</div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;">Ο Δημήτρης έμεινε για μια στιγμή ακίνητος. Δεν πίστεψε στιγμή ότι αυτό που κρατούσε στα χέρια του ήταν κάτι παραπάνω από μία φάρσα, αλλά η καρδιά του σκίρτησε. Του φάνηκε σαν κάποιος να απαντούσε την αγωνία και στην μοναξιά του κι αυτό τον γέμισε με μια περίεργη χαρά και αυτοπεποίθηση.</div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;">Έκλεισε τα μάτια και είπε «Θέλω την γυναίκα-σύζευξη των δύο γυναικών που αγάπησα, την Αλεξάνδρα και την Μερόπη σε ένα, την τέλεια γυναίκα για μένα». Ανοίγοντας τα μάτια είδε μπροστά του μια μικρή νεράιδα που τον κοιτούσε αυστηρά. «Πήγαινε σπίτι σου. Η ευχή σου έχει πραγματοποιηθεί. Να θυμάσαι πάντως , πως εγώ σε προειδοποίησα».</div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;">Ένα μήνα μετά καθόταν στην μέση της γέφυρας , με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από τα άγρια νερά του ποταμού και μια έκφραση παραίτησης στο πρόσωπο. Φώναζε για ώρα καλώντας την νεράιδα να εμφανιστεί και να πάρει πίσω το δώρο της. Αυτή εμφανίστηκε μ’ ένα βαριεστημένο ύφος στο πρόσωπό της και τον ρώτησε τι πήγε στραβά.</div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;">«Είναι τόσο τέλεια που δεν μπορώ να την αγαπήσω. Σε όλα κρίνομαι ανεπαρκής, μια που εγώ παρέμεινα άνθρωπος με αδυναμίες και ελαττώματα. Δεν αφήνει μια χαραμάδα ανοιχτή στο όνειρο, γιατί δεν αναζητά τίποτα. Στο ταξίδι της ζωής δεν είναι συνταξιδιώτισσα, είναι παρατηρητής. Και μαζί της αισθάνομαι περισσότερο μόνος.»</div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;">Η νεράιδα του απάντησε «Έχασες δυο αγάπες γιατί δεν κάθισες να πολεμήσεις για αυτές. Δεν κατάλαβες πως τις αγαπούσες για τα ελαττώματά τους, παρά για τα προτερήματα. Σκέφτηκες μόνο τον εαυτό σου και τις δικές σου ανάγκες. Θα σου δώσω μία δεύτερη ευκαιρία, αν και δεν ξέρω αν την αξίζεις. Έλα αύριο πάλι εδώ να με βρεις, αυτή την ώρα». Και λέγοντας την τελευταία φράση πέταξε μακριά.</div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;">Την επόμενη μέρα ο Δημήτρης την πέρασε κοιτώντας ανυπόμονα το ρολόι του. Την συμφωνημένη ώρα ξεκίνησε για την γέφυρα. Είδε μια άγνωστη γυναίκα να διασχίζει την γέφυρα. Την είδε από μακριά, καθώς ερχόταν από την απέναντι όχθη. Έφτασε στη μέση της γέφυρας λίγο πριν απ’ αυτόν κι έσκυψε να πάρει κάτι από το έδαφος. Έτρεξε για να βρεθεί κοντά της και αρπάζοντας το άσπρο κουτάκι με την κόκκινη κορδέλα , το πέταξε στο ποτάμι.</div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;">Η γυναίκα σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε με έκπληξη και απορία. Τα ελαφίσια μάτια της είχαν κάτι πονεμένο και σκληρό συνάμα. Ο Δημήτρης χαμογέλασε..</div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div></div></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com30tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-15793414621104491102009-08-26T16:49:00.000-07:002011-06-16T14:51:18.548-07:00Ο δράκος και τα παραμύθια<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"></div><br />
<div class="separator" style="clear: both; margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEirjDFSiA_jS-DRMapSeIrwWsndYbX7IQFaZkrMSeRIY4G9X7HD6Dk_mpllRUGSF5zOUaKbH3InZCXced24fBFbATLHELXotnycsRMfifozrdHvzskKk2avTN7UVbWBnZc9Q9DTdOLMWMYb/s1600/%25CE%25BF+%25CE%25B4%25CF%2581%25CE%25AC%25CE%25BA%25CE%25BF%25CF%2582+%25CE%25BA%25CE%25B1%25CE%25B9+%25CF%2584%25CE%25B1+%25CF%2580%25CE%25B1%25CF%2581%25CE%25B1%25CE%25BC%25CF%258D%25CE%25B8%25CE%25B9%25CE%25B1.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><img border="0" height="200" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEirjDFSiA_jS-DRMapSeIrwWsndYbX7IQFaZkrMSeRIY4G9X7HD6Dk_mpllRUGSF5zOUaKbH3InZCXced24fBFbATLHELXotnycsRMfifozrdHvzskKk2avTN7UVbWBnZc9Q9DTdOLMWMYb/s320/%25CE%25BF+%25CE%25B4%25CF%2581%25CE%25AC%25CE%25BA%25CE%25BF%25CF%2582+%25CE%25BA%25CE%25B1%25CE%25B9+%25CF%2584%25CE%25B1+%25CF%2580%25CE%25B1%25CF%2581%25CE%25B1%25CE%25BC%25CF%258D%25CE%25B8%25CE%25B9%25CE%25B1.jpg" style="cursor: move;" width="320" /></a></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;"><br />
</span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Ζούσε κάποτε σε μια μακρινή χώρα ένας μοναχικός Δράκος Ήταν ο τελευταίος της γενιάς του, μια που τους γονείς του, τους είχαν σκοτώσει οι άνθρωποι από αμέλεια και αναίτια κακία</span></span><span class="apple-style-span"><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Έμενε στο ερειπωμένο κάστρο του, που σκαρφαλωμένο στην κορυφή του βουνού, του έδινε το πλεονέκτημα να ελέγχει εύκολα την γύρω περιοχή, χωρίς να δίνει στόχο πετώντας στα ουράνια.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Παρά τα όσα λέγονται κατά καιρούς για τους δράκους, αυτός δεν ήταν αιμοδιψής, ούτε έκανε επιδρομές στα χωριά των ανθρώπων γύρω από το κάστρο. Ήταν όμως επιφυλακτικός απέναντί τους και φρόντιζε να τρομάζει όσους πλησίαζαν από το κοντινό δάσος , πετώντας πάνω από τα κεφάλια τους και βγάζοντας φωτιές από το στόμα, καίγοντας τα κοντινά δέντρα και οριοθετώντας την περιοχή του. Εξαφανιζόταν από τα μάτια του τρέχοντας , χωρίς να γυρίσουν να τον κοιτάξουν δεύτερη φορά.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Συχνά τις βραδιές χωρίς φεγγάρι, όταν η μοναξιά τον βάραινε, συνήθιζε να πηγαίνει κρυφά και σιωπηλά στα χωριά, να παρακολουθεί τους ανθρώπους και να προσπαθεί να τους καταλάβει. Τις περισσότερες φορές γυρνούσε στο κάστρο απογοητευμένος, νιώθοντας δικαιωμένος για την απόσταση που κρατούσε , γιατί αυτά που έβλεπε κι άκουγε , τόνιζαν την φαυλότητα και την αναλγησία των ανθρώπων.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Ήταν όμως κάποια βράδια που γυρνούσε με μια λαχτάρα στην καρδιά του κι ένα παράπονο μυστήριο ξυπνούσε μέσα του. Η μοναξιά του που τόσο υπερηφανευόταν για αυτήν και που την θεωρούσε στολίδι του, άρχισε να αποκτά ρωγμές. Κι από εκεί ξεπηδούσαν όνειρα για έναν κόσμο , που άνθρωποι και δράκοι θα μπορούσαν να ζήσουν ειρηνικά και να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο για ένα καλύτερο αύριο. Το πρωί έκλεινε τις ρωγμές με θυμό και απελπισία για να ξαναμπεί στον φαύλο κύκλο μετά από λίγες μέρες.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Για όλα έφταιγαν τα παραμύθια. Ήταν πεπεισμένος γι’ αυτό. Τα παραμύθια που λέγανε οι άνθρωποι για να κρύψουν μέσα τους ότι δεν καταλάβαιναν κι ότι φοβόταν . Τα παραμύθια που στάθηκαν αιτία να σκοτώσουν τους άλλους δράκους της γενιάς του. Ο δράκος βημάτιζε νευριασμένος πάνω κάτω στο κάστρο. Πετούσε μακριά χωρίς να προφυλάσσει τον εαυτό του. Και γινόταν όλο και πιο απρόσεκτος στις νυχτερινές του βόλτες.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Εκείνο το βράδυ, αν και το φεγγάρι έλαμπε στον ουρανό, αποφάσισε να πάει μια βόλτα σ’ ένα από τα κοντινά χωριά. Πέταξε βιαστικά μέχρι να βγει από το δάσος και συνέχισε περπατώντας, προσπαθώντας να κρύβεται στις σκιές. Φτάνοντας στο πρώτο σπίτι του χωριού, κοντοστάθηκε έξω από το ανοιχτό παράθυρο και κοίταξε μέσα.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Πρώτα άκουσε την φωνή της και μετά την είδε. Κουβαριασμένη στην πολυθρόνα κάτω από το φωτιστικό, διάβαζε μεγαλόφωνα και σχολίαζε μόνη της, μιλώντας σ’ έναν φανταστικό σύντροφο. Γεμάτος περιέργεια πλησίασε πιο κοντά και τότε η κοπέλα σήκωσε τα μάτια της και τον είδε. Δεν έδειξε να ξαφνιάζεται με την παρουσία του. Τον κοίταζε μόνο ερωτηματικά περιμένοντας να μιλήσει.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Ο δράκος , παραξενεμένος από την αντίδρασή της και θυμωμένος που επέτρεψε να τον δουν, παρέμεινε σιωπηλός αναμένοντας την ερώτηση, που τελικά δεν ήρθε. Η κοπέλα έστρεψε τα μάτια της στο βιβλίο που κρατούσε και συνέχισε να διαβάζει. Ήταν ένα παραμύθι. Ένα παραμύθι όμως διαφορετικό απ’ όσα είχε ακούσει μέχρι εκείνη την ημέρα. Μιλούσε για τον έρωτα και τον πόνο του, για την αγάπη και τα μυστικά της, για την μοναξιά και την απελπισία που γεννά.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Η κοπέλα σταμάτησε το διάβασμα και σχολίασε το παραμύθι κοιτώντας τον στα μάτια. Ο δράκος, απροετοίμαστος για αυτήν την εξέλιξη, απάντησε . Την κοίταξε λοξά και κούνησε δυνατά τα φτερά του . Αυτή άρχισε να διαβάζει ένα καινούριο παραμύθι. Ο δράκος έβγαλε φωτιά καίγοντας ένα μικρό κομμάτι γης γύρω του. Αυτή συνέχισε να διαβάζει ατάραχη, σταματώντας μόνο για να σχολιάσει και περιμένοντας την απάντησή του. Έτσι πέρασαν το βράδυ.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Γυρνώντας στο κάστρο του ξημερώματα , ένιωσε πως κάτι καινούριο είχε μπει στην ζωή του, το οποίο δεν γνώριζε και δεν ήξερε πώς να το χειριστεί. Τα παραμύθια της νύχτας, γίνανε τα όνειρα του πρωινού κι αυτός μπερδεμένος στεκόταν αναποφάσιστος μπροστά στην πόρτα του πύργου μην ξέροντας τι να κάνει.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Κάθε βράδυ έλεγε πως δεν θα πάει να την ανταμώσει ξανά και κάθε βράδυ κινούσε να την βρει με τις αισθήσεις του σε εγρήγορση. Ήταν σίγουρος πως ήταν κάποια παγίδα. Πως αυτή ήταν το δόλωμα για να πιάσουνε οι άνθρωποι τον δράκο και να τον σκοτώσουν , όπως τόσους άλλους πριν. Αλλά η μαγεία των παραμυθιών νικούσε τις επιφυλάξεις του και πήγαινε να την βρει και να της μιλήσει.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Ίσως να συνεχιζόταν για χρόνια αυτό, αλλά ένα βράδυ η κοπέλα του είπε πως έχει να του διαβάσει ένα ιδιαίτερο παραμύθι. Ένα παραμύθι που τον αφορούσε . Ένα παραμύθι για την κοπέλα που αγάπησε τον δράκο. Βγήκε για πρώτη φορά έξω από το σπίτι της και τον πλησίασε. Ακούμπησε τα βιβλία προσεχτικά στο έδαφος κι έκατσε οκλαδόν μπροστά του. Άπλωσε το χέρι να τον χαϊδέψει, ενώ χαμογελούσε τρυφερά.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Ο δράκος αναπήδησε σαν να τον είχε αγγίξει πυρωμένο σίδερο. Με μια μόνο ανάσα έβγαλε μια μεγάλη φωτιά καίγοντας τα βιβλία με τα παραμύθια που βρισκόταν μπροστά του. Κοίταξε με μίσος την κοπέλα και της ζήτησε να εξαφανιστεί από μπροστά του πριν κάψει και την ίδια. Το χαμόγελο πέτρωσε στο πρόσωπο της κοπέλας κα σηκώθηκε όρθια. «Κάψε με αν αυτό είναι που θέλεις» του είπε. «Κάψε τα παραμύθια και τα όνειρα. Δεν μπορείς όμως να κάψεις την αγάπη, που σου χάρισα. Κράτα την , δώρο από μένα».</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Ο δράκος δίστασε για μια στιγμή. Μετά την κοίταξε περιφρονητικά και απάντησε «Δεν πιστεύω στα παραμύθια. Δεν ονειρεύομαι ποτέ. Δεν δέχομαι δώρα από κανέναν». Από το στόμα του βγήκε φωτιά και την τύλιξε. Άνοιξε τα φτερά του και πέταξε γρήγορα μακριά.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Την άλλη μέρα το πρωί σηκώθηκε από ένα ύπνο χωρίς όνειρα. Ένιωθε παράξενα βαρύς και αδύναμος. Περνώντας από τον καθρέφτη στο σαλόνι κοίταξε μηχανικά το είδωλό του κι έβγαλε μια φωνή απελπισίας. Δάκρυα λύσσας έτρεξαν από τα μάτια του , που κόκκινα κι αγριεμένα τον κοιτούσαν. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει χειρότερη τιμωρία.</span></span><span class="apple-style-span"><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Ο καθρέφτης έδειχνε έναν άνθρωπο.</span></span></div></div></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com23tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-69548967297281378512009-08-18T10:24:00.000-07:002011-06-20T02:21:11.688-07:00Η κόκκινη κορδέλα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"></div><div class="separator" style="clear: both; margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiBlOOfsXfqtwu-0amZqglibJqGcKl08tIrKLtvtITjy3VaF7Rgqsf5TxNJ6EsNIERB-M1FncZorAOuwRvpRAbfxWl_VgOA2C08DgPoYErwWXM4XMGflsrmEXTelri-LXdtVsxtB15x8Ykx/s1600/%25CE%25B7+%25CE%25BA%25CF%258C%25CE%25BA%25CE%25BA%25CE%25B9%25CE%25BD%25CE%25B7+%25CE%25BA%25CE%25BF%25CF%2581%25CE%25B4%25CE%25AD%25CE%25BB%25CE%25B1.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><br />
<img border="0" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiBlOOfsXfqtwu-0amZqglibJqGcKl08tIrKLtvtITjy3VaF7Rgqsf5TxNJ6EsNIERB-M1FncZorAOuwRvpRAbfxWl_VgOA2C08DgPoYErwWXM4XMGflsrmEXTelri-LXdtVsxtB15x8Ykx/s320/%25CE%25B7+%25CE%25BA%25CF%258C%25CE%25BA%25CE%25BA%25CE%25B9%25CE%25BD%25CE%25B7+%25CE%25BA%25CE%25BF%25CF%2581%25CE%25B4%25CE%25AD%25CE%25BB%25CE%25B1.jpg" style="cursor: move;" width="223" /></a></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="color: black; font-family: Verdana;">Η Θάλεια σήκωσε τα μακριά μαύρα μαλλιά της με το ένα της χέρι, ενώ με το άλλο τύλιξε γύρω τους την κόκκινη κορδέλα. Ίσιωσε το κορμί της και τέντωσε το πηγούνι της μπροστά. Τα μάτια της άστραφταν καθώς κοιτούσε μπροστά της την πόλη ντυμένη στο φως της σελήνης.<span class="apple-style-span"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="color: black; font-family: Verdana;">Τον περίμενε να έρθει. Όπως κάθε βράδυ εδώ και μήνες. Στεκόταν όρθια με πόδια ανοιχτά, πατώντας σταθερά και εξερευνούσε τις σκιές γύρω της, περιμένοντας να δει την γνωστή φιγούρα να προβάλλει από το σκοτάδι και να το κάνει μέρα.</span><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="color: black; font-family: Verdana;">Δεν ήξερε τι ώρα ήταν. Ούτε πόση ώρα περίμενε. Δεν φορούσε ποτέ ρολόι, όταν σκόπευε να τον συναντήσει. Δεν ήθελε να μετράει τον χρόνο, που θα έκανε για να έρθει, ούτε τα λεπτά που ήταν μαζί και δεν ήθελε να ξέρει πόσο θα απουσίαζε. Μετρούσε τον χρόνο μόνο με τους χτύπους της καρδιάς της.</span><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="color: black; font-family: Verdana;">Ένιωσε τα πόδια της να πονάνε από την ορθοστασία κι οι χτύποι της καρδιάς της την προειδοποίησαν πως είχε αργήσει. Είχε αργήσει περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ο φόβος της άρχισε να παίρνει σχήμα κι ένιωσε εκείνο τον πόνο στο στομάχι, τον χαρακτηριστικό, επίμονο και οικείο πόνο της απώλειας.</span><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="color: black; font-family: Verdana;">Την είχε προειδοποιήσει πολλές φορές. Να μην τον ερωτευτεί. Να μην τον εμπιστεύεται. Να τον φοβάται. Αλλά αυτή δεν μπορούσε να του δίνεται χωρίς έρωτα. Ούτε να ερωτεύεται χωρίς εμπιστοσύνη. Και δεν υπάρχει εμπιστοσύνη που να στηρίζεται στον φόβο. Σήμερα όμως φοβόταν. Φοβόταν πως δεν θα ερχόταν και πως τον έχασε για πάντα. Και πως έφταιγε αυτή γι’ αυτό.</span><span class="apple-style-span"><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="color: black; font-family: Verdana;">Ξετύλιξε την κόκκινη κορδέλα από τα μαλλιά της και την έδεσε στο χέρι της. Έμεινε πολύ ώρα να την κοιτάει. Το αίμα που ένιωθε να χτυπάει στο σφυγμό της στην σκέψη του, το κόκκινο πανί της στην αρένα του έρωτα, η σημαδούρα του πάθους της , η αγαπημένη της κόκκινη κορδέλα ήταν για άλλη μια φορά στα χέρια της και αυτή δεν ήξερε τι να την κάνει.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="font-family: Verdana;">Το κεφάλι της κόντευε να σπάσει. Ένιωσε σφυριά να χτυπάνε στα μηνίγγια της και το βλέμμα της θόλωσε. Η γνωστή ναυτία που ακολουθούσε την ημικρανία την έκανε να κάτσει κάτω τρεκλίζοντας σαν σουρωμένη. Έπιασε το κεφάλι της με τα δυο της χέρια κι έγειρε προς τα πίσω , ξαπλώνοντας στο χώμα. Κουλουριάστηκε σαν έμβρυο, ζητώντας λύτρωση χωρίς να σταματήσει στιγμή να σφίγγει στα χέρια της την κορδέλα.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="font-family: Verdana;">Τότε άκουσε τα βήματα κι είδε την σκιά που την πλησίαζε. Προσπάθησε να σηκωθεί , αλλά ο πόνος την γονάτισε. Έτσι γονατισμένη, ένιωσε την ζεστή ανάσα του στο λαιμό της και γύρισε να τον αντικρύσει γεμάτη χαρά. Το χαμόγελο όμως πάγωσε στο πρόσωπό της μόλις είδε το βλέμμα του.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="font-family: Verdana;">Το είχε δει να αλλάζει πολλές φορές. Άλλοτε σκοτεινό, άγριο, θυμωμένο, με την γνωστή υπερηφάνεια και υπεροψία κι άλλοτε τρυφερό, ερωτικό, ρομαντικό, ονειροπόλο, απαλό σαν χάδι ,την ταρακουνούσε πάντα συθέμελα κι έβγαζε έξω την κρυμμένη Θάλεια. Σήμερα όμως ήταν διαφορετικό. Ήταν αδιάφορο.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="font-family: Verdana;">Την τύλιξε η απογοήτευση και ταυτόχρονα ένιωσε την διάθεση να τον ταρακουνήσει μια φορά με την σειρά της, να τον γρατζουνήσει, να τον χτυπήσει, να τον πληγώσει, να δει αν ματώνει κι αυτός, αν μπορεί να φτάσει κάτω από το σκληρό πετσί του και να τον πονέσει. Σήκωσε το χέρι της να τον χτυπήσει και τα μάτια της έπεσαν στην κόκκινη κορδέλα, που ήταν γύρω του δεμένη σαν υπενθύμιση.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="font-family: Verdana;">Τον αγκάλιασε κι άρχισε να κλαίει. Μέσα από τα αναφιλητά της , άρχισε να του διηγείται τα όνειρα που έβλεπε κι αυτά που ήθελε μαζί του να ζήσει. Του είπε για τα πρωινά που δεν ήθελε να ξυπνήσει για να μην τον χάσει από κοντά της. Του είπε για τις ατέλειωτες μέρες χωρίς την παρουσία του. Μιλούσε μέχρι που άδειασε από δάκρυα και λέξεις.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="font-family: Verdana;">Έπεσε σιωπή. Την σκούντηξε απαλά κι έκατσε μακριά της. «Αλλάζεις» της είπε «αλλάζεις γνώμη, συναισθήματα, εκφράσεις. Και περιμένεις εγώ να προσαρμοστώ. Εσύ φεύγεις, έρχεσαι, ξαναφεύγεις. Εγώ είμαι εδώ. Έβγαλες την κόκκινη κορδέλα και τα μαλλιά σου κρύβουν τον λαιμό σου, που ακουμπούσε η γλώσσα και τα δόντια μου. Μην περιμένεις εγώ να στα μαζέψω. Δεν θέλω. Και δεν μπορώ».<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="font-family: Verdana;">Κοιτάχτηκαν σαν αντίπαλοι που αναμετρούσε ο ένας τον άλλο. Η Θάλεια του είπε χαμηλόφωνα «Κάποτε πίστεψα πως στο παιχνίδι αυτό δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Έπαιξα την καρδιά μου για να ρεφάρω μ’ ένα σου χαμόγελο. Έμεινα όμως μόνη στο τραπέζι. Κάποτε πίστεψα πως θα μπορούσαμε να πετάξουμε μαζί. Έβγαλα φτερά μόνο για να είμαι πλάι σου. Μ’ άφησες όμως μόνη στα σύννεφα».<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="font-family: Verdana;">Αυτός σηκώθηκε όρθιος την κοίταξε περιπαιχτικά κι απάντησε «Κάποτε. Μα τώρα είμαστε εδώ. Κι εγώ δεν μπορώ να περιμένω». Τα δόντια του έλαμψαν στο φως του φεγγαριού. Το βλέμμα του έμεινε καρφωμένο επάνω της. Ένιωσε την ανυπομονησία του καθώς την είδε να σηκώνεται.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="font-family: Verdana;">Έλυσε με αργές κινήσεις την κορδέλα από το χέρι της. <span style="color: black;">Σήκωσε τα μακριά μαύρα μαλλιά της με το ένα της χέρι , ενώ με το άλλο τύλιξε γύρω τους την κόκκινη κορδέλα. Του γύρισε την πλάτη της και τα μικρά φτερά που είχε τατουάζ λάμψανε στους ώμους της. Γονάτισε στο έδαφος και έστρεψε ελαφρά το κεφάλι κοιτώντας τον.<o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; page-break-after: avoid; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="color: black; font-family: Verdana;">Άκουσε το ουρλιαχτό του. Ένιωσε το κάλεσμα. Έμεινε ακίνητη περιμένοντας μέχρι που ένιωσε την γλώσσα του στην βάση του αυχένα της. Ρίγησε καθώς τα δόντια μπήκαν στον λαιμό της. Είχαν περάσει πολλά χρόνια κι είχε χάσει το κόκκινο σκουφί της. Αλλά η αγάπη της γι’ αυτόν είχε μείνει ίδια.<o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; page-break-after: avoid; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span style="color: black; font-family: Verdana;">«Έλα να γράψουμε ξανά το παραμύθι» της είπε. «Αλλά τώρα να είσαι εσύ η κακιά»..<o:p></o:p></span></div><div><span style="color: black; font-family: Verdana;"><br />
</span></div></div><br />
<div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; mso-margin-top-alt: auto;"><o:p></o:p></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><o:p></o:p></div></div></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com38tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-35657539774117882182009-08-12T08:55:00.000-07:002011-06-16T14:55:18.146-07:00Η πανοπλία<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"></div><br />
<div class="separator" style="clear: both; margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjFPyB_r1rYKXIkAiPAiD0J2rVZAMDCVv_Daf2fdsef4OCO-aTvxRtgydFI1shypZoWK2cabvv9qR0UtHWMYGbW6CRDFxN-NXfFtaJk9p0sO-GdoWwWmbd91-lKd3nBeAn96hRwenOf3D_t/s1600/%25CE%25B7+%25CF%2580%25CE%25B1%25CE%25BD%25CE%25BF%25CF%2580%25CE%25BB%25CE%25AF%25CE%25B1.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><img border="0" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjFPyB_r1rYKXIkAiPAiD0J2rVZAMDCVv_Daf2fdsef4OCO-aTvxRtgydFI1shypZoWK2cabvv9qR0UtHWMYGbW6CRDFxN-NXfFtaJk9p0sO-GdoWwWmbd91-lKd3nBeAn96hRwenOf3D_t/s320/%25CE%25B7+%25CF%2580%25CE%25B1%25CE%25BD%25CE%25BF%25CF%2580%25CE%25BB%25CE%25AF%25CE%25B1.jpg" style="cursor: move;" width="234" /></a></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Ζούσε κάποτε, σ’ έναν τόπο μακρινό, ένας ιππότης δυνατός και ανδρείος, πιστός στους φίλους και τρομερός στους εχθρούς, και σαν ιππότης απροσδόκητα ευαίσθητος και ρομαντικός με τις γυναίκες.</span></span><span class="apple-style-span"><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Χρόνια πολεμούσε υπηρετώντας την ιδέα του για έναν κόσμο πιο δίκαιο, πιο όμορφο, πιο ασφαλή για τους αθώους. Τόσα χρόνια, που είχε ξεχάσει πως είναι να ζεις χωρίς να δίνεις μάχη.</span></span><span class="apple-style-span"><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Αγαπημένο του φετίχ, ήταν η περικεφαλαία της πανοπλίας του, την οποία γυάλιζε και λάδωνε καθημερινά , για να είναι όμορφη και να τον κρατάει ασφαλή. Τόσο την πανοπλία, όσο και την περικεφαλαία, σπάνια τα αποχωριζόταν.</span></span><span class="apple-style-span"><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Πριν από μερικούς μήνες γνώρισε την Φραντζέσκα, με την οποία βρισκόταν κάθε φορά, που γυρνούσε στον τόπο του μετά από τις μικρές ή μεγαλύτερες μάχες του στα γύρω βουνά. Συναντιόντουσαν πάντα βράδυ, έξω από τον πύργο της και περπατούσαν στην γύρω περιοχή, καταλήγοντας πάντα στο προστατευμένο από τα ψηλά βράχια ξέφωτο στο κοντινό δάσος</span></span><span class="apple-style-span"><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Όταν γυρνούσε, περνούσε κάτω από το παράθυρό της και χωρίς να ξεπεζέψει από το άλογό του , έριχνε πετραδάκια στο παράθυρό της, το σύνθημα για να κατέβει. Κι αυτή έτρεχε να τον συναντήσει και καθόταν μαζί του μιλώντας με οικειότητα, που μεγάλωνε κάθε φορά που ξαναβρισκόταν. Την αποχαιρετούσε μ’ ένα χάδι και την υπόσχεση πως το σπαθί του θα την προστάτευε.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Πάντα τον έβλεπε με την πανοπλία του και σπάνια , μετά από παρακάλια, χάδια και πειράγματα , έβγαζε την περικεφαλαία για λίγο, ίσα για του χαϊδέψουν το πρόσωπο τα λυτά της μαλλιά. Μετά την ξανάβαζε κι έφευγε για μια καινούρια μάχη, για έναν καινούριο πόλεμο. Έβλεπε τον αναβάτη και το άλογο να ξεμακραίνουν και η καρδιά της μάτωνε. Δεν είχε την δύναμη όμως να του ζητήσει να μείνει.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Ο καιρός περνούσε κι η Φραντζέσκα άρχισε να γίνεται πιο επίμονη. Άρχιζαν να σπαταλάνε τον πολύτιμο χρόνο που περνούσε μαζί με διαπληκτισμούς, που ξεκινούσαν και κατέληγαν στο ίδιο πάντα θέμα. Εκείνη επέμενε πως έπρεπε να την εμπιστευτεί, μια και δεν κουβαλούσε ποτέ μαζί της όπλα κι αυτός επέμενε πως δεν μπορούσε να ριψοκινδυνέψει παραπάνω, ούτε καν μαζί της</span></span><span class="apple-style-span"><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Είχαν ήδη περάσει αρκετοί μήνες από την γνωριμία τους, όταν κατεβαίνοντας εκείνο το πανσέληνο βράδυ, την είδε να κρατάει μια αγκαλιά τριαντάφυλλα. Περίεργος την ρώτησε τι τα ήθελε, αλλά αυτή του χαμογέλασε αινιγματικά και δεν απάντησε. Ξεκαβαλίκεψε το άλογό του και ξεκίνησαν για τον γνωστό τους περίπατο.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Όταν έφτασαν στο ξέφωτο, η Φραντζέσκα ακούμπησε κάτω τα τριαντάφυλλα, έβγαλε όλα της τα ρούχα κι έμεινε γυμνή μπροστά του να τον κοιτάζει προκλητικά. Ο ιππότης γύρισε από την άλλη πλευρά το κεφάλι του και της ζήτησε να ντυθεί ξανά. Αυτή ντύθηκε χωρίς να πάρει τα μάτια της από πάνω του και του είπε.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">«Σε περίμενα να έρθεις έχοντας μαζέψει όλο τον έρωτα, που με καίει τόσο καιρό για σένα. Θέλησα να κάνω ένα δώρο και στους δυο μας , αλλά εσύ δεν θέλησες να το δεχτείς. Το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να βγάλεις για μια φορά την πανοπλία σου. Τουλάχιστον βγάλε την περικεφαλαία και άσε με να σε φιλήσω».</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Ο ιππότης δεν μίλησε. Την έπιασε από το χέρι και την οδήγησε στην άκρη από τα βράχια, όπου με δυσκολία έκατσε λόγω της πανοπλίας. «Αγαπημένη μου» της είπε τέλος «έλα, κάτσε δίπλα μου. Ξέρεις ποιος είμαι και πως ζω. Θα πρέπει να με δεχτείς όπως είμαι ή να χωρίσουμε για πάντα. Σεβάσου την επιθυμία μου, όπως εγώ σεβάστηκα εσένα</span></span><span class="apple-style-span"><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Η Φραντζέσκα έκατσε δίπλα του κι άρχισε να του διηγείται ιστορίες, κοιτώντας συνεχώς τα μάτια του, που κουρασμένα ανοιγόκλειναν. Συνέχισε να του διηγείται μέχρι που αυτός αποκοιμήθηκε. Τότε σηκώθηκε και πήρε τα τριαντάφυλλα που είχε αφήσει στο έδαφος. Στάθηκε μπροστά του και παίρνοντας δύο τριαντάφυλλα, ένα σε κάθε χέρι, έσπρωξε βίαια τα κοτσάνια τους στις σχισμές της περικεφαλαίας.</span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Ο ιππότης ξύπνησε νιώθοντας τον πόνο , από τα αγκάθια που τον τρυπούσαν, στο πρόσωπο. Έβγαλε την περικεφαλαία, ενώ το αίμα του έβαφε το πρόσωπο. Αυτή έπιασε με τα δυο της χέρια το κεφάλι του και του έδωσε ένα φιλί και μια δαγκωνιά στα χείλη, αγνοώντας το αίμα που την λέκιαζε</span></span><span class="apple-style-span"><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Μέχρι να προλάβει ο ιππότης να αντιδράσει, άρπαξε τα υπόλοιπα τριαντάφυλλα και την περικεφαλαία κι άρχισε να σκαρφαλώνει στα βράχια μπροστά της. Λες κι η φύση είχε συνωμοτήσει μαζί της το φεγγάρι εξαφανίστηκε πίσω από τα σύννεφα, αφήνοντάς τους στο σκοτάδι. Ξετρελαμένος από τον θυμό , τον πόνο και την κοροϊδία , ο ιππότης έβγαλε το σπαθί του κι άρχισε να την απειλεί προσπαθώντας να την διακρίνει στις σκιές των βράχων.</span></span><span class="apple-converted-space"><span style="font-family: Verdana;"> </span></span><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Την άκουσε να γελάει και συνειδητοποίησε πως δεν ήξερε τον ήχο του γέλιου της. Χαμήλωσε το σπαθί του και της ζήτησε με ήρεμη φωνή να σταματήσει να παίζει και να κατέβει από τα βράχια. Είδε τα ροδοπέταλα που πέφτανε πάνω στο σπαθί του και κοίταξε πάνω του. Εκείνη την στιγμή το φεγγάρι ελευθερώθηκε από τα σύννεφα και φώτισε την σκηνή</span></span><span class="apple-style-span"><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Καθόταν στην άκρη του βράχου , ισορροπώντας με δυσκολία. Είχε ακουμπήσει την περικεφαλαία του πάνω στα τριαντάφυλλα που περίσσεψαν και στεκόταν δίπλα τους σαν μαινάδα. «Θα σε ρωτήσω για μια τελευταία φορά.» είπε «Και σου ορκίζομαι πως θα σεβαστώ την επιθυμία σου , όποια κι αν είναι αυτή. Τι θέλεις πραγματικά; Την πανοπλία και την περικεφαλαία σου ή εμένα και την αγάπη μου</span></span><span class="apple-style-span"><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Ο ιππότης της δεν απάντησε . Ούτε έδειξε να την ακούει. Έστρεψε το βλέμμα του στο φεγγάρι και περίμενε. Η Φραντζέσκα κατέβηκε με τα χέρια αδειανά και τα μαύρα μάτια της γεμάτα δάκρυα. Πέρασε από μπροστά του χωρίς να σταματήσει. Μόλις ξεμάκρυνε, ο ιππότης γύρισε και κοίταξε ψηλά στα βράχια την μεγάλη του αγάπη</span></span><span class="apple-style-span"><span lang="EN-US" style="font-family: Verdana;"><o:p></o:p></span></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="apple-style-span"><span style="font-family: Verdana;">Έβγαλε με αργές κινήσεις την πανοπλία για να μπορέσει να σκαρφαλώσει στα βράχια.</span></span></div></div></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com37tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-10532842897129210932009-08-06T17:25:00.000-07:002011-07-01T06:49:40.716-07:00Η νεράιδα του φεγγαριού<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"></div><br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiRhVZHxpIFMTsg0sT-YIqxUKtaJOyjOIUuM26UKq_pTCwohLnJon6arfcGdJ-ZQ-myYa_n3Rsm4DNItgnQTZd9KiWAQbb4bnbPs95CPk9KhHJVevIeQ6VClbLK2ImpHGTX6zl2LclC2yiT/s1600/%25CE%25B7+%25CE%25BD%25CE%25B5%25CF%2581%25CE%25AC%25CE%25B9%25CE%25B4%25CE%25B1+%25CF%2584%25CE%25BF%25CF%2585+%25CF%2586%25CE%25B5%25CE%25B3%25CE%25B3%25CE%25B1%25CF%2581%25CE%25B9%25CE%25BF%25CF%258D.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><img border="0" height="256" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiRhVZHxpIFMTsg0sT-YIqxUKtaJOyjOIUuM26UKq_pTCwohLnJon6arfcGdJ-ZQ-myYa_n3Rsm4DNItgnQTZd9KiWAQbb4bnbPs95CPk9KhHJVevIeQ6VClbLK2ImpHGTX6zl2LclC2yiT/s320/%25CE%25B7+%25CE%25BD%25CE%25B5%25CF%2581%25CE%25AC%25CE%25B9%25CE%25B4%25CE%25B1+%25CF%2584%25CE%25BF%25CF%2585+%25CF%2586%25CE%25B5%25CE%25B3%25CE%25B3%25CE%25B1%25CF%2581%25CE%25B9%25CE%25BF%25CF%258D.jpg" width="320" /></a></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;"><br />
</span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Η Καλλιόπη έτριψε τα μάτια της και κοίταξε γύρω της νυσταγμένα. Ένιωσε πάλι το χάδι του μεταξένιου φτερού στο χέρι της κι άκουσε τα φτερουγίσματα γύρω της. Σηκώθηκε νωχελικά και κοίταξε έξω. Ένιωσε το δροσερό βραδινό αέρα του δάσους και μέσα από τα φυλλώματα των δέντρων είδε το λαμπερό φεγγάρι στον ουρανό. Κατσούφιασε και χτύπησε θυμωμένα το γυμνό πόδι της στο έδαφος.<o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Τελευταία μέρα σήμερα. Έπρεπε οπωσδήποτε να τον βρει. Αν δεν τα κατάφερνε θα έχανε τα φτερά της για πάντα. Θα έχανε τις μεταξένιες φίλες της και την ικανότητα να μιλάει με τα λουλούδια και τα ζώα. Μα, που είχαν πάει όλες; Πριν από λίγο ήταν σίγουρη πως ήταν εκεί. Ξαναχτύπησε ανυπόμονα το πόδι της στο έδαφος. Άκουσε τα κρυφοφτερουγίσματα πίσω από το δέντρο και χαμογέλασε πονηρά Άρχισε να χτυπάει ρυθμικά και τα δυο της πόδια και έκανε μια στροφή γελώντας. Κι ενώ χόρευε, γύρω της άρχισαν να πετάνε πολύχρωμες πεταλούδες, ακολουθώντας το ρυθμό με τα φτερουγίσματά τους.<o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Σταμάτησε το χορό και κράτησε τα χέρια της απλωμένα, περιμένοντας μέχρι να κάτσει κι η τελευταία πεταλούδα. Τις μάλωσε τρυφερά για την αργοπορία τους. «Ξέρετε καλά πως πλησιάζουν τα γενέθλιά μου. Σε λίγες μέρες θα έχω γίνει 280 νυχτών. Κι ο νόμος λέει πως πρέπει να έχω βρει τον Έρωτα πριν περάσουν 10 φεγγάρια από την γέννησή μου, ειδάλλως θα γίνω άνθρωπος Σήμερα που έχει πανσέληνο είναι η πιο κατάλληλη βραδιά για να τον ψάξω. Πρέπει να με βοηθήσετε πριν να είναι αργά». <o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Οι πεταλούδες έτρεξαν να φτιάξουν το άρμα για την μεταφορά της. Πήραν ένα μεγάλο φύλλο και αραχνονήματα, που έδεσαν σφιχτά γύρω τους. Η νεραϊδούλα έκατσε στο φύλλο και τους έκανε νόημα να ξεκινήσουν. Πέταξαν ψηλά, πάνω από τα δάσος με το φως τους φεγγαριού να τους συντροφεύει. Η Καλλιόπη κοιτούσε συνέχεια κάτω στην γη, προσπαθώντας να διακρίνει τον εκλεκτό της καρδιάς της. Ήξερε πως θα τον αναγνώριζε όχι από την όψη του, αλλά από την ασημένια λάμψη του φεγγαριού που θα καθόταν πάνω του <o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Τριγυρνούσαν ώρα πολύ κι είχαν αρχίσει να κουράζονται όταν ξαφνικά είδε την ασημένια λάμψη. Έπεφτε πάνω σ’ έναν άντρα, που διέσχιζε με την μηχανή του το δάσος, ενώ ένας αετός πετούσε από πάνω του χωρίς να τον αφήνει στιγμή από τα μάτια του. Γύρισε χαρούμενη στις κουρασμένες πεταλούδες και τις παρακάλεσε να ακολουθήσουν τον άντρα , ενώ συλλογιζόταν «Ένας άνθρωπος, τι περίεργο! Αλλά το φεγγάρι δεν κάνει ποτέ λάθος! Πρέπει να προλάβω να του μιλήσω».<o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Έφυγαν από το δάσος και κατευθύνθηκαν προς την πόλη. Το φως του φεγγαριού άρχισε να χλομιάζει και η λάμψη των τεχνητών φώτων την ενόχλησε, αλλά δεν σταμάτησε να προτρέπει τις πεταλούδες να συνεχίσουν το κυνηγητό. Κάποτε η μηχανή σταμάτησε έξω από ένα σκοτεινό μπαρ κι ο οδηγός της μπήκε μέσα. Ο αετός κάθισε πάνω στην μηχανή κοιτώντας απειλητικά γύρω του και το άρμα της νεραϊδούλας σταμάτησε πλάι του. <o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Η Καλλιόπη μπήκε απαρατήρητη στο μπαρ. Είδε τον άντρα να κάθεται μόνος του στο μπαρ σκεφτικός και προσγειώθηκε δίπλα του. Άρχισε να του μιλάει για τον έρωτα και για το φεγγαροταξίδι της ψυχής, μόλις τον ανταμώσεις. Για τα αστέρια που κατεβαίνουν στη γη, όταν τον αγκαλιάσεις. Για τις μεταξένιες πεταλούδες , που πετάνε γύρω σου μόλις τον φιλήσεις. Για το ασήμι του φεγγαριού , που σε σκεπάζει την νύχτα που του δίνεσαι. «Έλα, δώσε μου το χέρι σου, να πετάξουμε παρέα» του είπε «κι όλα αυτά θα γίνουν δικά σου. Όπως κι εγώ».<o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Ο άντρας έστρεψε το σκοτεινό βλέμμα του προς την νεραϊδούλα και απάντησε «Δεν μου αρέσει να πετάω, αλλά να πατάω σταθερά στην γη. Δεν θέλω τον έρωτα που χαρίζεται, αλλά σ’ αυτόν που μόνος μου κερδίζω. Δεν πιστεύω στα παραμύθια, αλλά στην ζωή. Δεν ονειρεύομαι ποτέ , γι’ αυτό για μένα εσύ δεν υπάρχεις». Δεν γύρισε ξανά να την κοιτάξει όσο κι αν προσπάθησε να του τραβήξει την προσοχή. Απελπισμένη βγήκε έξω κι έψαξε να βρει τις φίλες της. <o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Δεν βρήκε ίχνος από τις πεταλούδες και το άρμα της. Το σκοτάδι είχε αρχίσει να υποχωρεί και η καινούρια μέρα ετοιμαζόταν να ξεκινήσει. Τρομοκρατημένη πέταξε ψηλά και μπήκε στο πρώτο ανοιχτό παράθυρο, που βρήκε ανοιχτό. Κοίταξε το δωμάτιο γύρω της κι είδε στο κρεβάτι μπροστά της μία γυναίκα , που κοιμόταν ακόμα. Τρύπωσε στα γρήγορα κάτω από τα σεντόνια κι έκλεισε τα μάτια της.<o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; mso-pagination: widow-orphan lines-together; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Η εικοσάχρονη Βασιλική σηκώθηκε μόλις άκουσε το ξυπνητήρι, πράγμα που σπάνια συνέβαινε. Αν και είχε κοιμηθεί λίγες μόλις ώρες, αισθανόταν ξεκούραστη και φρέσκια και αν και σπάνιο για εκείνες τις μέρες, κεφάτη. Ετοιμάστηκε στα γρήγορα για να πάει στην σχολή, νιώθοντας ανάλαφρη , σαν να πετούσε. Ευχήθηκε μέσα της να κρατούσε η μαγεία και βγήκε κλείνοντας την πόρτα πίσω της.<o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Κατέβηκε από το λεωφορείο και πριν να κάνει δυο βήματα , τον είδε μπροστά της. Ο Μάρκος καθόταν πάνω στην μηχανή του και μιλούσε στο κινητό. Ποτέ δεν είχε βρει το θάρρος να του μιλήσει ή να τον πλησιάσει με οποιονδήποτε τρόπο, αν και συχνά βρισκόταν στον ίδιο χώρο. Ένιωθε τα γόνατά της να κόβονται κάθε φορά που τον συναντούσε κι το στόμα της ανοιγόκλεισε σαν ψαριού χωρίς να κατορθώσει να πει κουβέντα. <o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">«Καλημέρα, Μάρκο. Τι κάνεις;». Ο ήχος της φωνής της ξάφνιασε και την ίδια. Θέλησε να εξαφανιστεί από προσώπου γης, έστρεψε το κεφάλι της από την άλλη για να κρύψει το κοκκίνισμά της, αλλά ο Μάρκος γύρισε και της χαμογέλασε. Έκλεισε το κινητό και της απάντησε «Καλημέρα, Βασιλική. Τι θα έλεγες για ένα καφεδάκι;». Πριν προλάβει να συνέλθει από το ξάφνιασμα κι απαντήσει ένιωσε δίπλα της ένα φτερούγισμα κι αναπήδησε ξαφνιασμένη. Μια πολύχρωμη πεταλούδα έκατσε στον ώμο της, κι ύστερα ακόμα μία, κι άκουγε γύρω της συνέχεια φτερουγίσματα. <o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Ο Μάρκος άπλωσε το χέρι του κι έπιασε την μία πεταλούδα από τα φτερά. Την κράτησε σφιχτά σαν να την τιμωρούσε , ενώ της έλεγε πως δεν έχει τίποτα να φοβάται. Βρέθηκε κοντά του χωρίς να το καταλάβει. Τον κοίταξε θυμωμένη και του χτύπησε το χέρι δυνατά. «Είσαι άξεστος και αναίτια σκληρός. Της έσπασες τα φτερά. Δεν θα μπορέσει να ξαναπετάξει. Θα μείνει καρφωμένη στην γη μέχρι να ξεψυχήσει. Το ίδιο εύχομαι και για σένα».<o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Κι ενώ το χαμόγελο διαδέχτηκαν τα σφιγμένα χείλη κι η σκοτεινή ματιά του Μάρκου, πρόσεξε τον αετό που καθόταν στην μηχανή του σαν συνοδηγός. Την κοίταξε κι αυτός και πέταξε ψηλά σκεπάζοντας για μια στιγμή τον ήλιο. Η Βασιλική άκουσε μια ψιλή φωνούλα , δίπλα στο δεξί της αυτί, που είπε «Μα τι χαζή που ήμουν! Φυσικά και είναι ο αετός!» κι είδε πως στον δεξί της ώμο καθόταν αντί για πεταλούδα, μία μικρή νεράιδα. <o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Η Καλλιόπη πανευτυχής άπλωσε τα φτερά της και άρχισε να πετάει ψηλά. Ο αετός την περίμενε κάνοντας κύκλους γύρω από την Βασιλική, ώστε να είναι συνέχεια στην σκιά του. Όταν έφτασε κοντά του, τον αγκάλιασε κι άρχισε να του μιλάει . Σύντομα τους έχασαν από τα μάτια τους. <o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Όταν ο Μάρκος γύρισε να κοιτάξει την Βασιλική, είδε πως έφευγε με βήμα αργό και μια αυτοπεποίθηση, που δεν είχε λίγη ώρα πριν. Δεν μίλησαν ποτέ όσες φορές τυχαία συναντηθήκαν . Ο αετός δεν ξαναγύρισε. Ούτε κι η Καλλιόπη, που δεν είχε δει ποτέ του…<o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal"><br />
</div><br />
<div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><o:p></o:p></div></div></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com36tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-58720487233786199542009-08-04T16:35:00.000-07:002011-06-16T14:57:18.722-07:00Μήνυμα σε μπουκάλι<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div><br />
</div><div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div class="separator" style="clear: both; margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjTP1tGRRA_zdP8UbOnLfmUD0IwCNkgfeCcrlxRKgaS-7GrRePFPvtZivP3H1wgcQC9HBH0ZXOEe8eWH9nGdj_YJP4ULfvJF1rQOa2Wpha8BxeLMhBSfU14d4Vu4YGWjJxyOayMOqs2gb-R/s1600/messageinabottle2.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><img border="0" height="179" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjTP1tGRRA_zdP8UbOnLfmUD0IwCNkgfeCcrlxRKgaS-7GrRePFPvtZivP3H1wgcQC9HBH0ZXOEe8eWH9nGdj_YJP4ULfvJF1rQOa2Wpha8BxeLMhBSfU14d4Vu4YGWjJxyOayMOqs2gb-R/s320/messageinabottle2.jpg" style="cursor: move;" width="320" /></a></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η Μάρθα ζούσε σε ένα μικρό ορεινό χωριό, που μετά βίας μετρούσε διακόσιες ψυχές. Το διέσχιζε ένα μικρό ποτάμι που κατέληγε στην λίμνη, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από το χωριό και αποτελούσε το φυσικό σύνορο τριών χωρών.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η πόλη δεν ήταν μακριά χιλιομετρικά, οι χειμώνες όμως ήταν βαρείς και συχνά έκαναν την μετακίνηση αδύνατη.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ήταν το στερνοπούλι της οικογένειας κι η μοναχοκόρη τους. Αγαπημένη και χαϊδεμένη από γονείς και αδερφούς, μεγάλωνε στα πούπουλα, χωρίς να κάνει τις δουλειές που τις αναλογούσαν και μαθημένη να περιμένει τα πάντα στα πόδια της. Οι γονείς της ήταν δουλευταράδες , σκληραγωγημένοι και μαθημένοι χρόνια να δουλεύουν από τα χαράματα ως αργά το βράδυ χωρίς να ζητούν τίποτα για τον εαυτό τους. Το μόνο τους μέλημα ήταν τα παιδιά τους να έχουν το μέλλον που τους αξίζει, να μην στερηθούν όσα έλειψαν από τους ίδιους και κυρίως να φύγουν μακριά .</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η Μάρθα ξεχώριζε ανάμεσα στα άλλα παιδιά, που όλα ήταν μεγαλύτερα, για την ανέμελη συμπεριφορά της και για τα ονειροπόλα μάτια της. Καθόταν με τις ώρες χαμογελώντας μόνη της, καθώς ονειροβατούσε, ειδικά τις κρύες μέρες και νύχτες του χειμώνα, που το δριμύ κρύο τους έκλεινε μέσα και δεν υπήρχε τίποτα να κάνει για να σπάσει την μονοτονία.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ο επίσημος πωλητής ψεύτικων ονείρων, η τηλεόραση, την έκανε να πιστεύει πως έξω από το χωριό και πέρα από τα χιόνια και τους πάγους, βρίσκεται ένας λαμπερός κόσμος, στον οποίο συμβαίνουν θαύματα κάθε μέρα. Ήταν βέβαιη πως εκεί έξω την περίμεναν οι νέοι πρίγκιπες, γοητευτικοί και επιτυχημένοι στην δουλειά τους, άνετοι με το κουστούμι και την αθλητική τους φόρμα, ρομαντικοί και γενναιόδωροι με τις γυναίκες, έξυπνοι και διασκεδαστικοί.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Φανταζόταν πως ήταν κι η ίδια από αυτές τις γυναίκες των τηλεοπτικών σειρών , που κατάφερναν να ισορροπούν ανάμεσα σε μια επιτυχημένη καριέρα, ήταν άψογες νοικοκυρές, μητέρες και ερωμένες, καλοντυμένες, φρεσκοχτενισμένες και αψεγάδιαστα βαμμένες όλες τις ώρες τις ημέρας, ιδανικές σύντροφοι των σύγχρονων πριγκίπων. Κοιτούσε γύρω της και το δεκατετράχρονο μυαλό της δεν μπορούσε να χωρέσει πως οι γονείς και τα αδέρφια της δεν ακολουθούσαν τα πρότυπα της τηλεόρασης.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Άρχισε να γράφει γράμματα σε έναν φανταστικό σύντροφο του λαμπερού κόσμου, που περίμενε πως σύντομα θα γινόταν μέλος του. Τα έγραφε ξημερώματα, την ώρα που οι γονείς της πήγαιναν στο χωράφι, καθισμένη στην τουαλέτα της μαμάς της, φορώντας τις ψηλοτάκουνες γόβες και το καλό της φουστάνι, αρωματισμένη και βαμμένη προσεκτικά. Αντί για υπογραφή, ακουμπούσε τα κατακόκκινα χείλη της στο τέλος κάθε επιστολής και τύλιγε τα φύλλα σε λεπτό ρολό και τα τύλιγε με κόκκινες κορδέλες.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Έβαζε στην συνέχεια τα τυλιγμένα φύλλα σε μπουκάλια μπύρας, που έκρυβε όταν πήγαινε στον μπακάλη για επιστροφή, στα οποία ξεκολλούσε με προσοχή τις ετικέτες και εξαφάνιζε τα ίχνη της κόλλας με οινόπνευμα. Τα σφράγιζε με φελλούς και κερί και τύλιγε στις άκρες τους τις ίδιες κόκκινες κορδέλες, που μάζευε με από τα τυλιγμένα κουτιά ζαχαροπλαστείων και έκοβε με προσοχή. Ντυμένη και στολισμένη, παραπατώντας στο ακατάλληλο έδαφος για τις ψηλοτάκουνες γόβες, τα έριχνε στα κλεφτά στο ποτάμι που περνούσε δίπλα από το σπίτι.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Παρακολουθούσε την πορεία τους βγάζοντας τα εμπόδια από το πέρασμά τους , αναγκασμένη πολλές φορές να μπει ξυπόλυτη στα κρύα νερά κρατώντας τις άκρες από το φουστάνι με το ένα χέρι για να μην το βρέξει και φανερωθεί. Γυρνούσε σπίτι τουρτουρίζοντας από το κρύο, με τα μάγουλα κόκκινα από τον ενθουσιασμό και την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή. Πέρασε ένας χρόνος και τα μπουκάλια της μπύρας δεν σταμάτησαν να ταξιδεύουν προς το άγνωστο μέχρι που ήρθε η ώρα να πάει στο λύκειο.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Το μοναδικό λύκειο βρισκόταν στην πόλη, όπου οι γονείς της νοίκιασαν ένα διαμέρισμα. Η πόλη, αν και μικρή, ήταν ένας διαφορετικός κόσμος για την Μάρθα. Κόσμος που κυκλοφορούσε έξω μέχρι αργά, πολλά μαγαζιά και ξενυχτάδικα, πολλούς νέους στην ηλικία της και μεγαλύτερους, που δεν γνώριζε. Είχε και πανεπιστήμιο, και οι φοιτητές από διάφορα μέρη της Ελλάδας, είχαν έναν άλλο αέρα και συμπεριφορά.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Όταν γνώρισε τον Αντώνη, πρωτοετή φοιτητή από την συμπρωτεύουσα, πίστεψε πως το όνειρο άρχισε να γίνεται πραγματικότητα. Την κάλεσε στο δωμάτιό του κι εκεί είδε πάνω στην βιβλιοθήκη του, ένα μπουκάλι μπύρας, σφραγισμένο με κερί, τυλιγμένο με ξεφτισμένες κόκκινες κλωστές. Προσπαθώντας να συγκρατήσει την καρδιά της που χτυπούσε σαν τρελή , τον ρώτησε πως βρέθηκε στα χέρια του και γιατί ήταν ακόμα κλειστό.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Αυτός της απάντησε πως το βρήκε την άνοιξη ,που είχε πάει στην λίμνη και πως πίστευε πως πρέπει να ανοιχτεί μόνο σε κάποια εξαιρετική περίπτωση, όπως αξίζει στα μυστικά μηνύματα ,που ταξιδεύουν να βρουν τους αποδέκτες τους και στους έρωτες που αφορούν. Την ίδια μέρα η Μάρθα αποφάσισε να του δοθεί μ’ όλο το πάθος του έρωτα που ένιωσε να φουντώνει στην εφηβική καρδιά της.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ο Αντώνης ήταν τρυφερός μαζί της, καταλαβαίνοντας τον φόβο και τον ενθουσιασμό της, αλλά ήταν άπειρος και φάνηκε βιαστικός και άξεστος, όταν έφτασε η κατάλληλη στιγμή. Η Μάρθα έκρυψε την απογοήτευσή της, πιστεύοντας πως έφταιγε η δική της απειρία κι ο Αντώνης το δέχτηκε σαν απρόσμενο δώρο. Για να καλύψει την σιωπή και να νιώσουν κι οι δύο καλύτερα, της είπε πως ήταν η πλέον κατάλληλη στιγμή να σπάσουν το μπουκάλι.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Κι ενώ η Μάρθα ντυνόταν, έσπασε το μπουκάλι με μια αποφασιστική κίνηση κι έβγαλε έξω το τυλιγμένο χαρτί. Έκοψε τις κόκκινες κορδέλες και άρχισε να διαβάζει δυνατά το γράμμα. Εξίσου δυνατά ήταν και τα γέλια του για το περιεχόμενο του μηνύματος. Αυτή τον παρακολουθούσε αμίλητη να γελάει μέχρι δακρύων και να σχολιάζει , ώσπου γύρισε και την κοίταξε ξαφνιασμένος από την σιωπή της.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Του ζήτησε να της δώσει το γράμμα, πράγμα που αυτός έκανε μηχανικά. Πιστεύοντας πως φταίει το απογοητευτικό σεξ , έγινε ειρωνικός και επιθετικός κι άρχισε να της ζητάει εξηγήσεις για την περίεργη συμπεριφορά της. Αυτή, κοιτώντας τον λάθος αποδέκτη του μηνύματος, του έρωτα και των ελπίδων της, απάντησε πως ήθελε να μείνει λίγο μόνη και πως θα του τηλεφωνούσε σύντομα.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Δεν επικοινώνησε ποτέ μαζί του ξανά. Ένα μήνα αργότερα μετρούσε τις μέρες και η αγωνία της έσφιγγε το στήθος. Πήγε στο φαρμακείο και πήρε ένα τεστ εγκυμοσύνης, το οποίο βγήκε θετικό. Δεν τόλμησε να επισκεφτεί γυναικολόγο από φόβο μήπως μαθευτεί κάτι, αλλά κάθε μέρα που περνούσε βεβαιωνόταν για την αλήθεια του τεστ.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Γυρίζοντας στο χωριό για τις διακοπές του Πάσχα, πρόσεξε για πρώτη φορά, πως ο Χρήστος, φίλος του αδερφού της και κοντοχωριανός, την κοιτούσε μ’ ένα ονειροπόλο βλέμμα. Του χαμογέλασε και τον είδε να κοκκινίζει. Τον ήξερε μια ζωή κι ήταν σίγουρη για δύο πράγματα γι’ αυτόν: ότι ήταν άντρας ακέραιος και τίμιος κι ότι δεν θα έφευγε ποτέ από το χωριό.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της , που ονειρευόταν ένα καλύτερο μέλλον γι’ αυτήν, τον παντρεύτηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα . Έξι μήνες μετά το γάμο τους γεννήθηκε η κόρη της. Αν και δεν το περίμενε, αγάπησε με όλη της την καρδιά, αυτό το μικροσκοπικό πλάσμα, νιώθοντας τόσο γεμάτη από αυτήν την αγάπη, που δεν έμειναν περιθώρια για πικρίες.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ο Χρήστος την κακομάθαινε, όπως άλλοτε οι γονείς της, φροντίζοντας να μην της λείπει τίποτα, την καμάρωνε , όπως και την κόρη της, στάθηκε τρυφερός σύζυγος και πατέρας και ποτέ του δεν ρώτησε τι είχε συμβεί. Η ανιδιοτελής αγάπη του έκανε την Μάρθα να αρχίσει πάλι να ονειρεύεται όχι πλέον για τον εαυτό της , αλλά για το μέλλον της κόρης της.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η μικρή ήταν τριών χρονών όταν παίζοντας στην αυλή του σπιτιού ανακάλυψε ένα μπουκάλι με κόκκινη κορδέλα. Το πήγε στην μαμά της χαρούμενη για το εύρημά της και περίεργη για το περιεχόμενό του. Η Μάρθα έμεινε για μια στιγμή ακίνητη βλέποντας το γνώριμο μπουκάλι. Κοίταξε την κόρη της που την παρατηρούσε παραξενεμένη και χαμογέλασε. Την φώναξε κοντά της και αγκαλιασμένες μπήκαν στην κουζίνα, όπου έπλυναν μαζί με προσοχή το μπουκάλι και του έβαλαν καινούρια κορδέλα.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Βγήκαν μαζί από το σπίτι και με τα χέρια ενωμένα το έριξαν στο ποτάμι…</span></div></div></div></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com25tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-71795640568502158962009-07-27T16:01:00.000-07:002011-06-16T14:59:04.488-07:00Μ' ένα σύννεφο για προσκεφάλι<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><br />
<div style="text-indent: 0px;"><div class="separator" style="clear: both; margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEix-MKthsLom5WD-9VnK4zoU7Apdr3jctPxP1KWhDoaD3eoTGRJQ9FKzlfvlv37KEkIhmTTieCCFhOGIA5f34DP68YtRjclfwq9ntqvOysM4i6SofHMHlTWem5rMCivNABDBB4_g5hlULkd/s1600/%25CE%25BC%2527+%25CE%25AD%25CE%25BD%25CE%25B1+%25CF%2583%25CF%258D%25CE%25BD%25CE%25BD%25CE%25B5%25CF%2586%25CE%25BF+%25CE%25B3%25CE%25B9%25CE%25B1+%25CF%2580%25CF%2581%25CE%25BF%25CF%2583%25CE%25BA%25CE%25B5%25CF%2586%25CE%25AC%25CE%25BB%25CE%25B9+2.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><img border="0" height="195" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEix-MKthsLom5WD-9VnK4zoU7Apdr3jctPxP1KWhDoaD3eoTGRJQ9FKzlfvlv37KEkIhmTTieCCFhOGIA5f34DP68YtRjclfwq9ntqvOysM4i6SofHMHlTWem5rMCivNABDBB4_g5hlULkd/s320/%25CE%25BC%2527+%25CE%25AD%25CE%25BD%25CE%25B1+%25CF%2583%25CF%258D%25CE%25BD%25CE%25BD%25CE%25B5%25CF%2586%25CE%25BF+%25CE%25B3%25CE%25B9%25CE%25B1+%25CF%2580%25CF%2581%25CE%25BF%25CF%2583%25CE%25BA%25CE%25B5%25CF%2586%25CE%25AC%25CE%25BB%25CE%25B9+2.jpg" style="cursor: move;" width="320" /></a></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div><div></div><div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"> Τα δύο κορίτσια γέλασαν δυνατά κοιτάζοντας τις ανοιγμένες παπαρούνες που κρατούσαν στα χέρια τους. Η μία ξάπλωσε στο έδαφος πάνω τους βάζοντας τα χέρια που κρατούσαν την ανοιγμένη παπαρούνα στο στήθος και κοίταξε τον ουρανό χαμογελώντας προκλητικά. Η άλλη έκατσε διακριτικά δίπλα της και κοίταζε την δική της παπαρούνα μ’ ένα χαμόγελο Μόνα-Λίζας στον πρόσωπο.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ήταν κι οι δύο είκοσι χρονών γεμάτες θέληση για ζωή, όνειρα κι ελπίδες για το μέλλον. Ήταν διαφορετικές τόσο εμφανισιακά όσο και σαν χαρακτήρες, αλλά αυτό δεν στάθηκε ποτέ εμπόδιο στην φιλία τους , που είχε τις ρίζες της στα παιδικά τους χρόνια.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η Φένια ήταν μελαχρινή, ψηλή και κύρια χαρακτηριστικά της ήταν τα σκανδαλιάρικα μαύρα μάτια της και το αστραφτερό χαμόγελό της, που δεν έχανε σχεδόν ποτέ. Η Αλίκη ήταν ξανθιά, μικροκαμωμένη και κύρια χαρακτηριστικά της ήταν το στρογγυλό, παιδικό πρόσωπό της και τα τριανταφυλλένια χείλη της σαν κούκλας, που τόνιζαν σαν παράταιρο το αινιγματικό της χαμόγελο.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Έπαιζαν ένα παιχνίδι που το είχαν αρχίσει από μικρές. Άνοιγαν τις κλειστές παπαρούνες και ανάλογα με το χρώμα , που άλλες φορές ήταν κόκκινο, άλλες ροζ και σπάνια άσπρο, λέγανε τι θα συναντήσει η καθεμία στη ζωή της έρωτα, αγάπη ή αγνότητα. Μπορεί να ήταν παράξενο παιχνίδι, κι ίσως χωρίς νόημα, αλλά με το παιδικό τους μυαλό όμως, νομίζανε πως μπορούνε να πάρουν ένα στοιχείο για το μέλλον τους.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Αυτήν την μέρα αποφάσισαν να το παίξουν πάλι , επιλέγοντας η καθεμία , από μία παπαρούνα. Η Φένια βρήκε την άσπρη και η Αλίκη την κόκκινη. Τους φάνηκε τόσο αστείο ώστε δεν σταμάτησαν να γελάνε για πολλή ώρα.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η Φένια πάντα ενθουσιώδης, ονειροπόλα και παθιασμένη κυνηγούσε να βρει τον έρωτα από την εφηβεία τους και αν και δεν τον είχε συναντήσει μέχρι τώρα, όλα έδειχναν ότι θα ήταν η πρώτη επιλαχούσα. Εύκολα γνώριζε κόσμο, έμπαινε σ’ ένα μαγαζί κι έβγαινε χαιρετώντας τους μισούς με το όνομά τους, εύκολα πλησίαζε τις καρδιές, μάζευε τις εξομολογήσεις και τα μυστικά από την πρώτη γνωριμία, εύκολα την ερωτευόταν.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η Αλίκη από την άλλη ήταν συνεσταλμένη, τον έρωτα τον περίμενε σχεδόν αφηρημένα , σίγουρη όμως πως θα βρεθεί στο κατώφλι της κάποια στιγμή. Παρά το γλυκό του χαρακτήρα της, ήταν απόλυτη στις απόψεις της, κλειστή σαν στρείδι στις νέες γνωριμίες, με το χαρακτηριστικό χαμόγελο, που πολλοί το θεωρούσαν ειρωνεία. Πίστευε πως ήταν σπατάλη να ξοδεύει τον χρόνο της με ανθρώπους, που δεν ήξερε αν θα έβλεπε αύριο και πάντα διαφωνούσε για την ανοιχτή αγκαλιά της φίλη της.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Εκείνη την ημέρα θα κοιμόταν στο σπίτι της Φένιας, όπως συνήθιζαν να κάνουν από παλιά. Μοναχοπαίδια και οι δυο, μεγάλωναν σε δύο σπίτια, που τα αισθανόταν το ίδιο οικεία , όπως το δικό τους και μοιραζόταν τα πάντα με χαρά. Γύρισαν στο σπίτι , η Φένια κρατώντας ακόμα την παπαρούνα, που είχε μαδήσει στο χέρι σαν τρόπαιο, ενώ η Αλίκη την κοιτούσε γελώντας ακόμα για τα μούτρα της- την δική της την είχε πετάξει εδώ και ώρα.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ετοίμασαν κάτι πρόχειρο για να φάνε, πήρανε από το ψυγείο ένα μπουκάλι άσπρο κρασί και πήγαν στο δωμάτιο της Φένιας. Μέχρι τα μεσάνυχτα μιλούσαν ενώ το μπουκάλι είχε πλέον αδειάσει.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">«Μερικές φορές θα ήθελα να είμαι σαν κι εσένα», είπε η Φένια. «Εγώ κοιμάμαι με το κεφάλι στα σύννεφα κι εσύ κάτω στην γη με φωνάζεις να γυρίσω. Και καθώς δεν έχω βγάλει φτερά , προσγειώνομαι απότομα κοντά σου και καταλαβαίνω πως δεν είναι καλό να έχω ένα σύννεφο για προσκεφάλι».</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">«Μακάρι να μπορούσα λοιπόν, να κάνω κι εγώ αυτό που κάνεις»., απάντησε η Αλίκη, «να έβαζα στην άκρη τη λογική και να άφηνα το παιδί που έχω μέσα μου να κινηθεί χωρίς να το τραβάω συνέχεια από το χέρι. Όμως δεν μπορώ».</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Εκείνο το βράδυ η Φένια ονειρεύτηκε τον Έρωτα. Ξαπλωμένη σ’ ένα σύννεφο, τον είδε να πετάει προς το μέρος της και να της τραγουδάει. Κάθισε δίπλα της και της μίλησε Το πρόσωπό του ήταν στο σκοτάδι, τα μάτια του όμως έφεγγαν και τα λόγια του ζωγράφιζαν τον παράδεισο του. Ήξερε πως θα τον αναγνώριζε μόλις τον συναντούσε.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Στα επόμενα πέντε χρόνια, η Αλίκη γνώρισε τον πρώτο και τελευταίο έρωτά της. Παντρεύτηκε κι έκανε δύο παιδιά και εξακολουθούσε να είναι ευτυχισμένη και ερωτευμένη με τον πατέρα των παιδιών της, όπως τον πρώτο καιρό.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η Φένια έψαχνε σε σχέσεις χωρίς αντίκρισμα να βρει τον έρωτα των ονείρων της. Κάθε σχέση όμως, την οδηγούσε πιο μακριά από τον φτερωτό της ιππότη. Κοιτούσε τις παπαρούνες με πίκα κι άρχισε να πιστεύει πως όλα ήταν γραμμένα από την αρχή.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Όταν η Αλίκη την ρώτησε αν συνάντησε τον έρωτα στα σύννεφα που τριγυρνούσε κάθε βράδυ απάντησε « Τον συνάντησα πολλές φορές, αλλά ήταν πάντα απασχολημένος»</span></div><div><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div></div></div></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com9tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-38553553969828195042009-07-26T17:04:00.000-07:002011-06-15T07:33:04.948-07:00Η ανατολή του ήλιου και ο γλάρος<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"></div><br />
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEggaFeR0GtiYuPqfWfXdadUSKs8HbbmC7pnIQYRLGEjsP3uoy2k7ASsdzVoMvgTSNJVD28ydVm0WEOiJDbZxOPxo8q0ojymXBUQlEjHn0bsACbOuTnyPsj5LtlqAAXhULVqELRMbywSCmtu/s1600/%25CE%25B7+%25CE%25B1%25CE%25BD%25CE%25B1%25CF%2584%25CE%25BF%25CE%25BB%25CE%25AE+%25CF%2584%25CE%25BF%25CF%2585+%25CE%25AE%25CE%25BB%25CE%25B9%25CE%25BF%25CF%2585+%25CE%25BA%25CE%25B1%25CE%25B9+%25CE%25BF+%25CE%25B3%25CE%25BB%25CE%25AC%25CF%2581%25CE%25BF%25CF%2582.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><img border="0" height="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEggaFeR0GtiYuPqfWfXdadUSKs8HbbmC7pnIQYRLGEjsP3uoy2k7ASsdzVoMvgTSNJVD28ydVm0WEOiJDbZxOPxo8q0ojymXBUQlEjHn0bsACbOuTnyPsj5LtlqAAXhULVqELRMbywSCmtu/s320/%25CE%25B7+%25CE%25B1%25CE%25BD%25CE%25B1%25CF%2584%25CE%25BF%25CE%25BB%25CE%25AE+%25CF%2584%25CE%25BF%25CF%2585+%25CE%25AE%25CE%25BB%25CE%25B9%25CE%25BF%25CF%2585+%25CE%25BA%25CE%25B1%25CE%25B9+%25CE%25BF+%25CE%25B3%25CE%25BB%25CE%25AC%25CF%2581%25CE%25BF%25CF%2582.jpg" width="320" /></a></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><br />
</div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Μεσοκαλόκαιρο , βραδάκι, κι εγώ κάθομαι στο μπαλκόνι καπνίζοντας και σημειώνοντας αφηρημένα στο μικρό μπλοκάκι , που έχω μπροστά μου.<o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Ένα χάρτινο φεγγάρι μου κρατάει συντροφιά κι εγώ κάνω τον απολογισμό αυτής της χρονιάς.<o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Το καλοκαίρι ήταν πάντα η δική μου Πρωτοχρονιά , η εποχή που παίρνω κρίσιμες αποφάσεις για την ζωή μου, που αλλάζω ρότα, που δίνω τέλος σε σχέσεις που δεν το αξίζουν, που κλείνω λογαριασμούς. Ίσως γιατί τα γενέθλια μου είναι μέσα στο καλοκαίρι, ίσως γιατί έχω χρόνο να σκεφτώ, ίσως απλά γιατί μου ταιριάζει.<o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Ποτέ έρωτάς μου δεν ξεκίνησε καλοκαίρι. Όλοι γυρνούσαν από τις διακοπές με το κεφάλι στα σύννεφα για κάποιον καλοκαιρινό έρωτα, κι εγώ από χωρισμούς. Αλλά έτσι κι αλλιώς ήμουν διαφορετική από τις περισσότερους φίλους μου κι είχε πάψει με απασχολεί αυτό από τα παιδικά μου χρόνια. Μου άρεσαν οι διαφωνίες γιατί πίστευα πως η υγιής αντιπαράθεση βοηθάει και χτίζει την άποψή μας και μας μαθαίνει να σκέφτόμαστε.<o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Εκείνο που με ενοχλούσε όμως για χρόνια, ήταν η έκσταση των φίλων με το καλοκαιρινό ηλιοβασίλεμα. Την έστηνα κάθε απόγευμα περιμένοντας το ηλιοβασίλεμα, με τα μούτρα κατεβασμένα, τα χέρια διπλωμένα μπροστά στο στήθος, προσπαθώντας να καταλάβω γιατί εμένα δεν με συγκινούσε. Το έβλεπα από την ώρα που άρχιζε να δύει ο ήλιος , μέχρι που εξαφανιζόταν όλα τα χρώματα κι έμενε το σκοτάδι. Και κάθε φορά η ίδια απογοήτευση- δεν μου προκαλούσε καμιά συναισθηματική αντίδραση.<o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Έπρεπε να περιμένω μέχρι το καλοκαίρι που έγινα 22 χρονών για να καταλάβω το γιατί. Φοιτήτρια ακόμα τότε, αρραβωνιασμένη με κάποιον από αντίδραση περισσότερο παρά από έρωτα, ετοιμαζόμουν να πάω για τριήμερο στο γαίδουρονήσι , όπως το λέγαμε, ένα μικρό νησάκι απέναντι από την Αμμουλιανή, ακατοίκητο, που το καλοκαίρι μάζευε ελεύθερους κατασκηνωτές. Ετοίμαζα τα πράγματα μου, βάζοντας στην τσάντα μου και όλα τα απαραίτητα για τις αλλεργίες μου, αντισταμινικά χάπια και αλοιφές, κομπρέσες κλπ., όταν ο πατέρας μου με φώναξε να μιλήσουμε.<o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Ξέροντας την αντιπάθεια που έτρεφε για τον αρραβωνιαστικό μου, θεώρησα καλό να αποφύγω τον σκόπελο εμφανιζόμενη με την τσάντα στο χέρι και λέγοντας πως δεν έχω χρόνο. Ο πατέρας μου γέλασε και μου είπε πως δεν ανησυχεί για τον λεγάμενο, γιατί ήταν σίγουρος πως εκείνο το καλοκαίρι θα τον χώριζα. Όταν άρχισα να αντιπαραθέτω τον έρωτα και την σιγουριά μου, μου απάντησε κοφτά «είμαι σίγουρος, γιατί ξέρω πως δεν τον σέβεσαι». Η συζήτηση έμεινε εκεί κι εγώ έφυγα εκνευρισμένη.<o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Για να πάμε στο γαιδουρονήσι νοικιάσαμε βάρκα μαζί με έναν άλλο φίλο. Περάσαμε την πρώτη μέρα ψαρεύοντας και κολυμπώντας και το βράδυ τρώγοντας τα ψάρια και πίνοντας κρασί. Το επόμενο πρωί ξύπνησα πρησμένη, με κλειστό το ένα μάτι από τα τσιμπήματα. Πλακώθηκα στα αντισταμινικά ευχόμενη να μην πάθω φωτοαλλεργία , πράγμα που συνέβαινε όταν συνδύαζα αντισταμινικά με ήλιο. Χρόνια ολόκληρα έδινα μάχη με τις διάφορες αλλεργίες αποφασισμένη να νικήσω. Δεν άφησα ποτέ να μου γίνουν εμπόδιο σε ό,τι ήθελα να κάνω και αγαπούσα.<o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Το δεύτερο βράδυ ήταν μία φρίκη. Αν και είχα λουστεί με autan και στήσει έναν κλοιό από φιδάκια γύρω μου, τα κουνούπια με τσιμπούσαν ανελέητα . Με τα νεύρα τσατάλια σηκώθηκα κι αποφάσισα να πάω μια βόλτα. Ανηφόρισα περνώντας στα τυφλά τα πεύκα με τις σκηνές μέχρι που έφτασα σ’ ένα ίσιωμα , γυμνό από δέντρα, γεμάτο βράχια. Κάθισα σ’ ένα από αυτά κοιτάζοντας γύρω μου τον ουρανό που είχε αρχίσει να σβήνει τα αστέρια του και την θάλασσα που φάνταζε μαύρη, ενώ στα αυτιά μου έφτανε ο υπόκωφος ήχος των κυμάτων.<o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Άναψα ένα τσιγάρο αφηρημένα και είδα την πρώτη αλλαγή στο χρώμα του ουρανού. Το τσιγάρο μου έκαψε τα δάχτυλα όσο εγώ έκθαμβη παρατηρούσα την γρήγορη εναλλαγή των χρωμάτων, τις πρώτες ακτίνες, το βαθυκόκκινο του ουρανού, τα χρώματα που καθρεφτιζόταν στην θάλασσα. Δεν προλάβαινα να κοιτάξω και το σκηνικό μπροστά μου άλλαζε μαγευτικά. Και τότε από τον βράχο κάτω από τα πόδια μου πετάχτηκε ένας γλάρος και πέταξε ψηλά προς τον ουρανό και την θάλασσα. Ένιωσα την ψυχή μου να τον ακολουθεί, ένιωσα ξαφνικά ελεύθερη, ένιωσα λυτρωμένη. Τον ακολούθησαν κι άλλοι πολλοί κάνοντας φοβερή φασαρία κι εγώ γελούσα χαρούμενη , που κάποιοι συμμεριζόταν την άγρια χαρά μου. Έμεινα εκεί μέχρι να χάσω από τα μάτια μου τον πρώτο εκείνο γλάρο.<o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Πήρα το δρόμο του γυρισμού με τα μάτια γεμάτα ακόμα από την ομορφιά της ανατολής και την ψυχή μου να φτερουγίζει. Γύρισα στην σκηνή και ξύπνησα τον αρραβωνιαστικό μου, που κοιμόταν αμέριμνος με σκοπό να μοιραστώ την χαρά μου. Δεν είχα πει παρά δυο τρεις κουβέντες όταν με διέκοψε για να μου υποδείξει πως το πρόσωπό μου ήταν χάλια και ότι θα έπρεπε κάτι να κάνω γι’ αυτό αντί να κυνηγάω ανατολές κι ηλιοβασιλέματα. Κοίταξα το πρόσωπό μου στο καθρεφτάκι που είχαμε κρεμασμένο κι είδα πως παρά το πρήξιμο, τα μάγουλά μου ήταν κατακόκκινα, τα μάτια μου έλαμπαν και το χαμόγελό μου έφτανε ως τα αυτιά. Γύρισα και τον είδα ξαφνικά με άλλα μάτια. Εκείνο το καλοκαίρι χωρίσαμε.<o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Αγαπώ ιδιαίτερα την ανατολή του ήλιου και εξακολουθώ να εκστασιάζομαι όποτε την παρακολουθώ. Τα καλοκαίρια, που ο απολογισμός μου με δυσκολεύει, συνηθίζω να ξημερώνομαι γράφοντας μέχρι να ξημερώσει, μέχρι να δω μία καινούρια ανατολή. Μου αρέσει η αισιοδοξία που με πλημμυρίζει , το συναίσθημα πως μπορώ να ξεκινήσω πάλι από την αρχή, να φύγω από το σκοτάδι .<o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><span style="font-family: Verdana;">Καμία όμως ανατολή δεν ήταν πιο όμορφη από εκείνη την πρώτη, που μ’ έμαθε να αφήνω την ψυχή μου να πετάει και να μην επιτρέπω σε κανέναν να ρίχνει σκιές στο πρώτο φως της ημέρας. Κι ακόμα και σήμερα ψάχνω να δω τον γλάρο..<o:p></o:p></span></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6.0pt; text-indent: 36.0pt;"><br />
</div><br />
<div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div><div></div></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com16tag:blogger.com,1999:blog-2356340964880609827.post-71950121721093246162009-07-22T15:48:00.000-07:002011-07-01T06:50:27.395-07:00Το κεντρί της μέλισσας<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"></div><div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div class="separator" style="clear: both; margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiypQWzXXA_2csBbO31ECg5cT3a1na_HtyU2cJnJLiOufpFiz8SwvnvVfzMXcFkDjood1FwRZyyDB5oMLggLT9tQ8FkmzvNWcNydsN2LIDSVpA0265qHKoFmAugBnN6JbXPsxIGRZeEg3Lf/s1600/%25CF%2584%25CE%25BF+%25CE%25BA%25CE%25B5%25CE%25BD%25CF%2584%25CF%2581%25CE%25AF+%25CF%2584%25CE%25B7%25CF%2582+%25CE%25BC%25CE%25AD%25CE%25BB%25CE%25B9%25CF%2583%25CF%2583%25CE%25B1%25CF%2582.jpg" imageanchor="1" style="clear: right; float: right; margin-bottom: 1em; margin-left: 1em;"><br />
<img border="0" height="211" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiypQWzXXA_2csBbO31ECg5cT3a1na_HtyU2cJnJLiOufpFiz8SwvnvVfzMXcFkDjood1FwRZyyDB5oMLggLT9tQ8FkmzvNWcNydsN2LIDSVpA0265qHKoFmAugBnN6JbXPsxIGRZeEg3Lf/s320/%25CF%2584%25CE%25BF+%25CE%25BA%25CE%25B5%25CE%25BD%25CF%2584%25CF%2581%25CE%25AF+%25CF%2584%25CE%25B7%25CF%2582+%25CE%25BC%25CE%25AD%25CE%25BB%25CE%25B9%25CF%2583%25CF%2583%25CE%25B1%25CF%2582.jpg" width="320" /></a></div><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;"><br />
</span><br />
<span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Μεσημέρι καλοκαιριού κι ο ιδρώτας κολλούσε επάνω της σαν δεύτερο δέρμα.</span></div><div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ένιωθε να βυθίζεται σ’ έναν γλυκό λήθαργο ακούγοντας τα τζιτζίκια έξω από το παράθυρο και μυρίζοντας ακόμα την θάλασσα , που έβγαινε σαν αλμυρός ιδρώτας από τους πόρους της. Από το μισόκλειστο πατζούρι μια ακτίνα ήλιου της χάιδευε το χέρι κι αυτό το ζεστό χάδι την χαλάρωνε.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Η σκέψη της ξεστράτισε πάλι κι η αγωνία την πλημμύρισε . Δεν θα τα κατάφερνε να κοιμηθεί. Και το βράδυ είχε μόνο στιγμές ανάπαυλας, δεν μπορούσε να ησυχάσει. Το προηγούμενο βράδυ και το βράδυ πριν από αυτό κι όλα τα βράδια από την μέρα που τον γνώρισε. Ένα μικρό βογγητό βγήκε από τα χείλη της, που αμέσως τα δάγκωσε με μανία.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Σηκώθηκε εκνευρισμένη από το κρεβάτι και πήγε ξυπόλυτη στην μικρή κουζίνα. Έκλεισε τα χέρια της σε γροθιές μπήγοντας τα νύχια βαθιά στην παλάμη, μήπως ο πόνος την συνεφέρει. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα ανήμπορης λύσσας. Τίποτα δεν βοηθούσε να κατανικήσει αυτό το αίσθημα του πανικού, της ανυπόφορης αγωνίας του έρωτα. Που να ήταν τώρα, γιατί δεν επικοινώνησε μαζί της τόσες μέρες, σε ποια αγκαλιά κοιμόταν, τι όνομα φώναζε στα όνειρά του;</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Από την αρχή της σχέσης τους κατάλαβε πως έτσι κι έμπαινε στην καρδιά της, θα σημάδευε την αρχή μιας άλλης εποχής στην ζωή της. Αν και ο συναγερμός χτύπησε από την πρώτη φορά που την αγνόησε επιδεικτικά , αυτή άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά της κι αφέθηκε στο μεθυστικό συναίσθημα του έρωτα, που την συγκλόνιζε. Τώρα , τόσους μήνες μετά, μετρούσε τις πληγές , που άφησε τόσο με την παρουσία όσο και με την απουσία του.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Άνοιξε το ψυγείο κι ήπιε το παγωμένο νερό από το μπουκάλι μέχρι που ένιωσε την κοιλιά της να τεντώνει . Η δίψα παρέμεινε κι το κάψιμο στα σωθικά της έγινε πιο έντονο , αντί να καταλαγιάσει. Πώς να κορέσει αυτήν την αχόρταγη δίψα, πώς να ξεγελάσει το κάψιμο, όταν αυτός ήταν μακριά; Πώς να γιατρέψει αυτήν την πληγή , που έχασκε ορθάνοιχτη μπροστά της και το βάθος της χανόταν στο παράπονο της ύπαρξης; Πώς να μην τον ψάξει ξανά, παρά τις υποσχέσεις που έδινε στον εαυτό της, όταν η έλλειψη του, σκοτείνιαζε τον κόσμο της;</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Γύρισε στο δωμάτιο και πήρε το βιβλίο που είχε αφήσει στο κομοδίνο. Χωρίς να μπει στον κόπο να βάλει τις παντόφλες της, βγήκε στο μικρό μπαλκόνι με το βιβλίο αγκαλιά και σωριάστηκε σε μια καρέκλα. Έβγαλε τον σελιδοδείκτη από την έκτη μόλις σελίδα, την οποία είχε διαβάσει τουλάχιστον δέκα φορές χωρίς να καταφέρει να καταλάβει λέξη. Πρώτη φορά μετά από χρόνια δεν μπορούσε να βρει παρηγοριά ούτε και στα βιβλία. Δεν μπορούσε να συγκεντρώσει την σκέψη της και να μεταφέρει την πληροφορία στον εγκέφαλό της, που ο Μάριος είχε κάνει κατάληψη.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Έβγαλε την διπλωμένη στα τέσσερα σελίδα, που είχε κρυμμένη ανάμεσα στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου και διάβασε ξανά το μισοτελειωμένο γράμμα. «<i>Αγαπημένε μου, αναρωτιέμαι πως θα ήταν να σε γνώριζα τώρα δα και να αρχίζαμε πάλι από την αρχή. Να με συντροφεύεις ξανά σε άσκοπες περιπλανήσεις. Να κυνηγιόμαστε στους δρόμους σαν μικρά παιδιά. Να χαμογελώ βλέποντας το πρώτο μήνυμα της ημέρας. Να σου λείπω και να μου το γράφεις με έμφαση. Να με παρηγορείς και να με μαλώνεις. Να γελώ με τους καυγάδες μας. Να με θέλεις και να μου το λες. Να είσαι εδώ και να το ξέρω πως σύντομα θα σ’ ανταμώσω. Αναρωτιέμαι…».<o:p></o:p></i></span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Τα μάτια της πλημμύρισαν με δάκρυα που τ’ άφησε να κυλίσουν πάνω στο χαρτί μουτζουρώνοντας τις λέξεις, εξαφανίζοντας τα «να», αφήνοντας μόνο την ερώτηση. Και το παράπονο. Δίπλωσε ξανά το χαρτί στα τέσσερα και το έκοψε στην μέση , και ξανά στην μέση, και ξανά , μέχρι που έμεινε με μια χούφτα κομφετί στο χέρι. Έτσι κομμάτια έγινε κι άμυνά της, το χιούμορ κι αυτοσαρκασμός, που επιστράτευε πάντα στα δύσκολα, η περηφάνια της και το πείσμα της ,που της έδιναν την δύναμη να σηκώνεται πάντα όρθια, η εμμονή και η προσήλωση σε ότι θεωρούσε σημαντικό, που την έκαναν να αγαπάει τα λάθη της. Έγειρε το χέρι και τα άφησε να πέσουν στο γεμάτο αποτσίγαρα τασάκι.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Γνωρίστηκαν χάρη στην αλλεργία της στις μέλισσες και την δική του προστατευτική φύση. Αν και η αλλεργία της ήταν γνωστή από τα παιδικά της χρόνια, ποτέ δεν θυμόταν να προστατεύσει τον εαυτό της. Της άρεσε να φοράει χαρούμενα, πολύχρωμα ρούχα όταν ήταν στην εξοχή, να κυλιέται στις παπαρούνες, να τριγυρνάει από λουλούδι σε λουλούδι μυρίζοντας , αγγίζοντας, χοροπηδώντας σαν παιδί, ενώ συχνά χανόταν στις μικρές περιπλανήσεις της λόγω της μειωμένης αίσθησης προσανατολισμού , που την χαρακτήριζε..</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Έτσι κι εκείνη την ημέρα απομακρύνθηκε από την παρέα ακολουθώντας τα χωμάτινα μονοπάτια που οδηγούσαν σε λαβυρίνθους μέσα κι γύρω από το πευκόδασος, που είχαν πάει για πικνίκ. Άπλωσε το χέρι για να χαϊδέψει το ροζ λουλούδι που αντίκρισε κι η μέλισσα που κρυβόταν μέσα του, βρέθηκε δίπλα στο χέρι της. Πριν καλά καλά το καταλάβει ένιωσε τον οξύ και ραγδαία αυξανόμενο πόνο, που ακολουθεί το τσίμπημα, ενώ σύντομα η οδυνηρή φαγούρα και το σταδιακό οίδημα της θύμισαν πως δεν είχε μαζί της τα αντισταμινικά της κι ότι δεν θυμόταν πώς να γυρίσει πίσω.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Τότε, σαν από μηχανής θεός, εμφανίστηκε ο Μάριος με την μηχανή του. Σταμάτησε δίπλα της , άκουσε το πρόβλημα, έβγαλε το κεντρί με το νύχι του, από κάτω προς τα επάνω, όπως ακριβώς έπρεπε, έβγαλε το φουλάρι που φορούσε κι έδεσε σφιχτά το χέρι της ώστε να επιβραδυνθεί η κυκλοφορία του δηλητηρίου κι όσο τα έκανε αυτά της μιλούσε ήρεμα προσπαθώντας να την εμψυχώσει. Την ρώτησε αν ζαλίζεται κι αν μπορεί να ανέβει στην μηχανή για να την μεταφέρει στο πλησιέστερο ιατρικό κέντρο και την κοίταξε στα μάτια για πρώτη φορά.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Ένιωσε την καρδιά της να χτυπά άτακτα και κατάλαβε πως το δηλητήριο της μέλισσας ήταν το λιγότερο που έπρεπε να την απασχολεί. Την περίμενε έξω από το ιατρικό κέντρο μέχρι να της κάνουν την ένεση κορτιζόνης. Την συνόδεψε σπίτι της και μιλήσανε μέχρι αργά, όταν τον κάλεσε για καφέ. Κι η γλυκιά ζάλη της πρώτης εκείνης μέρας, έγινε η αιτία για τον ίλιγγο του σήμερα.</span></div></div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"><div style="margin-bottom: 0px; margin-left: 0px; margin-right: 0px; margin-top: 0px;"><span class="Apple-style-span" style="font-family: Verdana, sans-serif;">Κοίταξε την μέλισσα που τριγυρνούσε από τις γλάστρες με τα λουλούδια στο τραπέζι της. Πήρε στα χέρια της το άχρηστο βιβλίο και με μια κοφτή και αποφασιστική κίνηση την χτύπησε μ’ αυτό. Ένα περίεργο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της όταν μάζεψε το βιβλίο και την σκοτωμένη μέλισσα και τα πέταξε στα σκουπίδια μαζί με το περιεχόμενο από το τασάκι..</span></div></div></div></div></div><div></div><div><div><div class="MsoNormal" style="margin-bottom: 6pt; text-indent: 36pt;"></div></div></div></div>Πάρμι Ρόουζhttp://www.blogger.com/profile/12112065577028091598noreply@blogger.com23