Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009

Μ' ένα σύννεφο για προσκεφάλι



       Τα δύο κορίτσια γέλασαν δυνατά κοιτάζοντας τις ανοιγμένες παπαρούνες που κρατούσαν στα χέρια τους. Η μία ξάπλωσε στο έδαφος πάνω τους βάζοντας τα χέρια που κρατούσαν την ανοιγμένη παπαρούνα στο στήθος και κοίταξε τον ουρανό χαμογελώντας προκλητικά. Η άλλη έκατσε διακριτικά δίπλα της και κοίταζε την δική της παπαρούνα μ’ ένα χαμόγελο Μόνα-Λίζας στον πρόσωπο.
Ήταν κι οι δύο είκοσι χρονών γεμάτες θέληση για ζωή, όνειρα κι ελπίδες για το μέλλον. Ήταν διαφορετικές τόσο εμφανισιακά όσο και σαν χαρακτήρες, αλλά αυτό δεν στάθηκε ποτέ εμπόδιο στην φιλία τους , που είχε τις ρίζες της στα παιδικά τους χρόνια.
Η Φένια ήταν μελαχρινή, ψηλή και κύρια χαρακτηριστικά της ήταν τα σκανδαλιάρικα μαύρα μάτια της και το αστραφτερό χαμόγελό της, που δεν έχανε σχεδόν ποτέ. Η Αλίκη ήταν ξανθιά, μικροκαμωμένη και κύρια χαρακτηριστικά της ήταν το στρογγυλό, παιδικό πρόσωπό της και τα τριανταφυλλένια χείλη της σαν κούκλας, που τόνιζαν σαν παράταιρο το αινιγματικό της χαμόγελο.
Έπαιζαν ένα παιχνίδι που το είχαν αρχίσει από μικρές. Άνοιγαν τις κλειστές παπαρούνες και ανάλογα με το χρώμα , που άλλες φορές ήταν κόκκινο, άλλες ροζ και σπάνια άσπρο, λέγανε τι θα συναντήσει η καθεμία στη ζωή της έρωτα, αγάπη ή αγνότητα. Μπορεί να ήταν παράξενο παιχνίδι, κι ίσως χωρίς νόημα, αλλά με το παιδικό τους μυαλό όμως, νομίζανε πως μπορούνε να πάρουν ένα στοιχείο για το μέλλον τους.
Αυτήν την μέρα αποφάσισαν να το παίξουν πάλι , επιλέγοντας η καθεμία , από μία παπαρούνα. Η Φένια βρήκε την άσπρη και η Αλίκη την κόκκινη. Τους φάνηκε τόσο αστείο ώστε δεν σταμάτησαν να γελάνε για πολλή ώρα.
Η Φένια πάντα ενθουσιώδης, ονειροπόλα και παθιασμένη κυνηγούσε να βρει τον έρωτα από την εφηβεία τους και αν και δεν τον είχε συναντήσει μέχρι τώρα, όλα έδειχναν ότι θα ήταν η πρώτη επιλαχούσα. Εύκολα γνώριζε κόσμο, έμπαινε σ’ ένα μαγαζί κι έβγαινε χαιρετώντας τους μισούς με το όνομά τους, εύκολα πλησίαζε τις καρδιές, μάζευε τις εξομολογήσεις και τα μυστικά από την πρώτη γνωριμία, εύκολα την ερωτευόταν.
Η Αλίκη από την άλλη ήταν συνεσταλμένη, τον έρωτα τον περίμενε σχεδόν αφηρημένα , σίγουρη όμως πως θα βρεθεί στο κατώφλι της κάποια στιγμή. Παρά το γλυκό του χαρακτήρα της, ήταν απόλυτη στις απόψεις της, κλειστή σαν στρείδι στις νέες γνωριμίες, με το χαρακτηριστικό χαμόγελο, που πολλοί το θεωρούσαν ειρωνεία. Πίστευε πως ήταν σπατάλη να ξοδεύει τον χρόνο της με ανθρώπους, που δεν ήξερε αν θα έβλεπε αύριο και πάντα διαφωνούσε για την ανοιχτή αγκαλιά της φίλη της.
Εκείνη την ημέρα θα κοιμόταν στο σπίτι της Φένιας, όπως συνήθιζαν να κάνουν από παλιά. Μοναχοπαίδια και οι δυο, μεγάλωναν σε δύο σπίτια, που τα αισθανόταν το ίδιο οικεία , όπως το δικό τους και μοιραζόταν τα πάντα με χαρά. Γύρισαν στο σπίτι , η Φένια κρατώντας ακόμα την παπαρούνα, που είχε μαδήσει στο χέρι σαν τρόπαιο, ενώ η Αλίκη την κοιτούσε γελώντας ακόμα για τα μούτρα της- την δική της την είχε πετάξει εδώ και ώρα.
Ετοίμασαν κάτι πρόχειρο για να φάνε, πήρανε από το ψυγείο ένα μπουκάλι άσπρο κρασί και πήγαν στο δωμάτιο της Φένιας. Μέχρι τα μεσάνυχτα μιλούσαν ενώ το μπουκάλι είχε πλέον αδειάσει.
«Μερικές φορές θα ήθελα να είμαι σαν κι εσένα», είπε η Φένια. «Εγώ κοιμάμαι με το κεφάλι στα σύννεφα κι εσύ κάτω στην γη με φωνάζεις να γυρίσω. Και καθώς δεν έχω βγάλει φτερά , προσγειώνομαι απότομα κοντά σου και καταλαβαίνω πως δεν είναι καλό να έχω ένα σύννεφο για προσκεφάλι».
«Μακάρι να μπορούσα λοιπόν, να κάνω κι εγώ αυτό που κάνεις»., απάντησε η Αλίκη, «να έβαζα στην άκρη τη λογική και να άφηνα το παιδί που έχω μέσα μου να κινηθεί χωρίς να το τραβάω συνέχεια από το χέρι. Όμως δεν μπορώ».
Εκείνο το βράδυ η Φένια ονειρεύτηκε τον Έρωτα. Ξαπλωμένη σ’ ένα σύννεφο, τον είδε να πετάει προς το μέρος της και να της τραγουδάει. Κάθισε δίπλα της και της μίλησε Το πρόσωπό του ήταν στο σκοτάδι, τα μάτια του όμως έφεγγαν και τα λόγια του ζωγράφιζαν τον παράδεισο του. Ήξερε πως θα τον αναγνώριζε μόλις τον συναντούσε.
Στα επόμενα πέντε χρόνια, η Αλίκη γνώρισε τον πρώτο και τελευταίο έρωτά της. Παντρεύτηκε κι έκανε δύο παιδιά και εξακολουθούσε να είναι ευτυχισμένη και ερωτευμένη με τον πατέρα των παιδιών της, όπως τον πρώτο καιρό.
Η Φένια έψαχνε σε σχέσεις χωρίς αντίκρισμα να βρει τον έρωτα των ονείρων της. Κάθε σχέση όμως, την οδηγούσε πιο μακριά από τον φτερωτό της ιππότη. Κοιτούσε τις παπαρούνες με πίκα κι άρχισε να πιστεύει πως όλα ήταν γραμμένα από την αρχή.
Όταν η Αλίκη την ρώτησε αν συνάντησε τον έρωτα στα σύννεφα που τριγυρνούσε κάθε βράδυ απάντησε « Τον συνάντησα πολλές φορές, αλλά ήταν πάντα απασχολημένος»

Κυριακή 26 Ιουλίου 2009

Η ανατολή του ήλιου και ο γλάρος



Μεσοκαλόκαιρο , βραδάκι, κι εγώ κάθομαι στο μπαλκόνι καπνίζοντας και σημειώνοντας αφηρημένα στο μικρό μπλοκάκι , που έχω μπροστά μου.
Ένα χάρτινο φεγγάρι μου κρατάει συντροφιά κι εγώ κάνω τον απολογισμό αυτής της χρονιάς.
Το καλοκαίρι ήταν πάντα η δική μου Πρωτοχρονιά , η εποχή που παίρνω κρίσιμες αποφάσεις για την ζωή μου, που αλλάζω ρότα, που δίνω τέλος σε σχέσεις που δεν το αξίζουν, που κλείνω λογαριασμούς. Ίσως γιατί τα γενέθλια μου είναι μέσα στο καλοκαίρι, ίσως γιατί έχω χρόνο να σκεφτώ, ίσως απλά γιατί μου ταιριάζει.
Ποτέ έρωτάς μου δεν ξεκίνησε καλοκαίρι. Όλοι γυρνούσαν από τις διακοπές με το κεφάλι στα σύννεφα για κάποιον καλοκαιρινό έρωτα, κι εγώ από χωρισμούς. Αλλά έτσι κι αλλιώς ήμουν διαφορετική από τις περισσότερους φίλους μου κι είχε πάψει με απασχολεί αυτό από τα παιδικά μου χρόνια. Μου άρεσαν οι διαφωνίες γιατί πίστευα πως η υγιής αντιπαράθεση βοηθάει και χτίζει την άποψή μας και μας μαθαίνει να σκέφτόμαστε.
Εκείνο που με ενοχλούσε όμως για χρόνια, ήταν η έκσταση των φίλων με το καλοκαιρινό ηλιοβασίλεμα. Την έστηνα κάθε απόγευμα περιμένοντας το ηλιοβασίλεμα, με τα μούτρα κατεβασμένα, τα χέρια διπλωμένα μπροστά στο στήθος, προσπαθώντας να καταλάβω γιατί εμένα δεν με συγκινούσε. Το έβλεπα από την ώρα που άρχιζε να δύει ο ήλιος , μέχρι που εξαφανιζόταν όλα τα χρώματα κι έμενε το σκοτάδι. Και κάθε φορά η ίδια απογοήτευση- δεν μου προκαλούσε καμιά συναισθηματική αντίδραση.
Έπρεπε να περιμένω μέχρι το καλοκαίρι που έγινα 22 χρονών για να καταλάβω το γιατί. Φοιτήτρια ακόμα τότε, αρραβωνιασμένη με κάποιον από αντίδραση περισσότερο παρά από έρωτα, ετοιμαζόμουν να πάω για τριήμερο στο γαίδουρονήσι , όπως το λέγαμε, ένα μικρό νησάκι απέναντι από την Αμμουλιανή, ακατοίκητο, που το καλοκαίρι μάζευε ελεύθερους κατασκηνωτές. Ετοίμαζα τα πράγματα μου, βάζοντας στην τσάντα μου και όλα τα απαραίτητα για τις αλλεργίες μου, αντισταμινικά χάπια και αλοιφές, κομπρέσες κλπ., όταν ο πατέρας μου με φώναξε να μιλήσουμε.
Ξέροντας την αντιπάθεια που έτρεφε για τον αρραβωνιαστικό μου, θεώρησα καλό να αποφύγω τον σκόπελο εμφανιζόμενη με την τσάντα στο χέρι και λέγοντας πως δεν έχω χρόνο. Ο πατέρας μου γέλασε και μου είπε πως δεν ανησυχεί για τον λεγάμενο, γιατί ήταν σίγουρος πως εκείνο το καλοκαίρι θα τον χώριζα. Όταν άρχισα να αντιπαραθέτω τον έρωτα και την σιγουριά μου, μου απάντησε κοφτά «είμαι σίγουρος, γιατί ξέρω πως δεν τον σέβεσαι». Η συζήτηση έμεινε εκεί κι εγώ έφυγα εκνευρισμένη.
Για να πάμε στο γαιδουρονήσι νοικιάσαμε βάρκα μαζί με έναν άλλο φίλο. Περάσαμε την πρώτη μέρα ψαρεύοντας και κολυμπώντας και το βράδυ τρώγοντας τα ψάρια και πίνοντας κρασί. Το επόμενο πρωί ξύπνησα πρησμένη, με κλειστό το ένα μάτι από τα τσιμπήματα. Πλακώθηκα στα αντισταμινικά ευχόμενη να μην πάθω φωτοαλλεργία , πράγμα που συνέβαινε όταν συνδύαζα αντισταμινικά με ήλιο. Χρόνια ολόκληρα έδινα μάχη με τις διάφορες αλλεργίες αποφασισμένη να νικήσω. Δεν άφησα ποτέ να μου γίνουν εμπόδιο σε ό,τι ήθελα να κάνω και αγαπούσα.
Το δεύτερο βράδυ ήταν μία φρίκη. Αν και είχα λουστεί με autan και στήσει έναν κλοιό από φιδάκια γύρω μου, τα κουνούπια με τσιμπούσαν ανελέητα . Με τα νεύρα τσατάλια σηκώθηκα κι αποφάσισα να πάω μια βόλτα. Ανηφόρισα περνώντας στα τυφλά τα πεύκα με τις σκηνές μέχρι που έφτασα σ’ ένα ίσιωμα , γυμνό από δέντρα, γεμάτο βράχια. Κάθισα σ’ ένα από αυτά κοιτάζοντας γύρω μου τον ουρανό που είχε αρχίσει να σβήνει τα αστέρια του και την θάλασσα που φάνταζε μαύρη, ενώ στα αυτιά μου έφτανε ο υπόκωφος ήχος των κυμάτων.
Άναψα ένα τσιγάρο αφηρημένα και είδα την πρώτη αλλαγή στο χρώμα του ουρανού. Το τσιγάρο μου έκαψε τα δάχτυλα όσο εγώ έκθαμβη παρατηρούσα την γρήγορη εναλλαγή των χρωμάτων, τις πρώτες ακτίνες, το βαθυκόκκινο του ουρανού, τα χρώματα που καθρεφτιζόταν στην θάλασσα. Δεν προλάβαινα να κοιτάξω και το σκηνικό μπροστά μου άλλαζε μαγευτικά. Και τότε από τον βράχο κάτω από τα πόδια μου πετάχτηκε ένας γλάρος και πέταξε ψηλά προς τον ουρανό και την θάλασσα. Ένιωσα την ψυχή μου να τον ακολουθεί, ένιωσα ξαφνικά ελεύθερη, ένιωσα λυτρωμένη. Τον ακολούθησαν κι άλλοι πολλοί κάνοντας φοβερή φασαρία κι εγώ γελούσα χαρούμενη , που κάποιοι συμμεριζόταν την άγρια χαρά μου. Έμεινα εκεί μέχρι να χάσω από τα μάτια μου τον πρώτο εκείνο γλάρο.
Πήρα το δρόμο του γυρισμού με τα μάτια γεμάτα ακόμα από την ομορφιά της ανατολής και την ψυχή μου να φτερουγίζει. Γύρισα στην σκηνή και ξύπνησα τον αρραβωνιαστικό μου, που κοιμόταν αμέριμνος με σκοπό να μοιραστώ την χαρά μου. Δεν είχα πει παρά δυο τρεις κουβέντες όταν με διέκοψε για να μου υποδείξει πως το πρόσωπό μου ήταν χάλια και ότι θα έπρεπε κάτι να κάνω γι’ αυτό αντί να κυνηγάω ανατολές κι ηλιοβασιλέματα. Κοίταξα το πρόσωπό μου στο καθρεφτάκι που είχαμε κρεμασμένο κι είδα πως παρά το πρήξιμο, τα μάγουλά μου ήταν κατακόκκινα, τα μάτια μου έλαμπαν και το χαμόγελό μου έφτανε ως τα αυτιά. Γύρισα και τον είδα ξαφνικά με άλλα μάτια. Εκείνο το καλοκαίρι χωρίσαμε.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Αγαπώ ιδιαίτερα την ανατολή του ήλιου και εξακολουθώ να εκστασιάζομαι όποτε την παρακολουθώ. Τα καλοκαίρια, που ο απολογισμός μου με δυσκολεύει, συνηθίζω να ξημερώνομαι γράφοντας μέχρι να ξημερώσει, μέχρι να δω μία καινούρια ανατολή. Μου αρέσει η αισιοδοξία που με πλημμυρίζει , το συναίσθημα πως μπορώ να ξεκινήσω πάλι από την αρχή, να φύγω από το σκοτάδι .
Καμία όμως ανατολή δεν ήταν πιο όμορφη από εκείνη την πρώτη, που μ’ έμαθε να αφήνω την ψυχή μου να πετάει και να μην επιτρέπω σε κανέναν να ρίχνει σκιές στο πρώτο φως της ημέρας. Κι ακόμα και σήμερα ψάχνω να δω τον γλάρο..


Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009

Το κεντρί της μέλισσας



Μεσημέρι καλοκαιριού κι ο ιδρώτας κολλούσε επάνω της σαν δεύτερο δέρμα.
Ένιωθε να βυθίζεται σ’ έναν γλυκό λήθαργο ακούγοντας τα τζιτζίκια έξω από το παράθυρο και μυρίζοντας ακόμα την θάλασσα , που έβγαινε σαν αλμυρός ιδρώτας από τους πόρους της. Από το μισόκλειστο πατζούρι μια ακτίνα ήλιου της χάιδευε το χέρι κι αυτό το ζεστό χάδι την χαλάρωνε.
Η σκέψη της ξεστράτισε πάλι κι η αγωνία την πλημμύρισε . Δεν θα τα κατάφερνε να κοιμηθεί. Και το βράδυ είχε μόνο στιγμές ανάπαυλας, δεν μπορούσε να ησυχάσει. Το προηγούμενο βράδυ και το βράδυ πριν από αυτό κι όλα τα βράδια από την μέρα που τον γνώρισε. Ένα μικρό βογγητό βγήκε από τα χείλη της, που αμέσως τα δάγκωσε με μανία.
Σηκώθηκε εκνευρισμένη από το κρεβάτι και πήγε ξυπόλυτη στην μικρή κουζίνα. Έκλεισε τα χέρια της σε γροθιές μπήγοντας τα νύχια βαθιά στην παλάμη, μήπως ο πόνος την συνεφέρει. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα ανήμπορης λύσσας. Τίποτα δεν βοηθούσε να κατανικήσει αυτό το αίσθημα του πανικού, της ανυπόφορης αγωνίας του έρωτα. Που να ήταν τώρα, γιατί δεν επικοινώνησε μαζί της τόσες μέρες, σε ποια αγκαλιά κοιμόταν, τι όνομα φώναζε στα όνειρά του;
Από την αρχή της σχέσης τους κατάλαβε πως έτσι κι έμπαινε στην καρδιά της, θα σημάδευε την αρχή μιας άλλης εποχής στην ζωή της. Αν και ο συναγερμός χτύπησε από την πρώτη φορά που την αγνόησε επιδεικτικά , αυτή άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά της κι αφέθηκε στο μεθυστικό συναίσθημα του έρωτα, που την συγκλόνιζε. Τώρα , τόσους μήνες μετά, μετρούσε τις πληγές , που άφησε τόσο με την παρουσία όσο και με την απουσία του.
Άνοιξε το ψυγείο κι ήπιε το παγωμένο νερό από το μπουκάλι μέχρι που ένιωσε την κοιλιά της να τεντώνει . Η δίψα παρέμεινε κι το κάψιμο στα σωθικά της έγινε πιο έντονο , αντί να καταλαγιάσει. Πώς να κορέσει αυτήν την αχόρταγη δίψα, πώς να ξεγελάσει το κάψιμο, όταν αυτός ήταν μακριά; Πώς να γιατρέψει αυτήν την πληγή , που έχασκε ορθάνοιχτη μπροστά της και το βάθος της χανόταν στο παράπονο της ύπαρξης; Πώς να μην τον ψάξει ξανά, παρά τις υποσχέσεις που έδινε στον εαυτό της, όταν η έλλειψη του, σκοτείνιαζε τον κόσμο της;
Γύρισε στο δωμάτιο και πήρε το βιβλίο που είχε αφήσει στο κομοδίνο. Χωρίς να μπει στον κόπο να βάλει τις παντόφλες της, βγήκε στο μικρό μπαλκόνι με το βιβλίο αγκαλιά και σωριάστηκε σε μια καρέκλα. Έβγαλε τον σελιδοδείκτη από την έκτη μόλις σελίδα, την οποία είχε διαβάσει τουλάχιστον δέκα φορές χωρίς να καταφέρει να καταλάβει λέξη. Πρώτη φορά μετά από χρόνια δεν μπορούσε να βρει παρηγοριά ούτε και στα βιβλία. Δεν μπορούσε να συγκεντρώσει την σκέψη της και να μεταφέρει την πληροφορία στον εγκέφαλό της, που ο Μάριος είχε κάνει κατάληψη.
Έβγαλε την διπλωμένη στα τέσσερα σελίδα, που είχε κρυμμένη ανάμεσα στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου και διάβασε ξανά το μισοτελειωμένο γράμμα. «Αγαπημένε μου, αναρωτιέμαι πως θα ήταν να σε γνώριζα τώρα δα και να αρχίζαμε πάλι από την αρχή. Να με συντροφεύεις ξανά σε άσκοπες περιπλανήσεις. Να κυνηγιόμαστε στους δρόμους σαν μικρά παιδιά. Να χαμογελώ βλέποντας το πρώτο μήνυμα της ημέρας. Να σου λείπω και να μου το γράφεις με έμφαση. Να με παρηγορείς και να με μαλώνεις. Να γελώ με τους καυγάδες μας. Να με θέλεις και να μου το λες. Να είσαι εδώ και να το ξέρω πως σύντομα θα σ’ ανταμώσω. Αναρωτιέμαι…».
Τα μάτια της πλημμύρισαν με δάκρυα που τ’ άφησε να κυλίσουν πάνω στο χαρτί μουτζουρώνοντας τις λέξεις, εξαφανίζοντας τα «να», αφήνοντας μόνο την ερώτηση. Και το παράπονο. Δίπλωσε ξανά το χαρτί στα τέσσερα και το έκοψε στην μέση , και ξανά στην μέση, και ξανά , μέχρι που έμεινε με μια χούφτα κομφετί στο χέρι. Έτσι κομμάτια έγινε κι άμυνά της, το χιούμορ κι αυτοσαρκασμός, που επιστράτευε πάντα στα δύσκολα, η περηφάνια της και το πείσμα της ,που της έδιναν την δύναμη να σηκώνεται πάντα όρθια, η εμμονή και η προσήλωση σε ότι θεωρούσε σημαντικό, που την έκαναν να αγαπάει τα λάθη της. Έγειρε το χέρι και τα άφησε να πέσουν στο γεμάτο αποτσίγαρα τασάκι.
Γνωρίστηκαν χάρη στην αλλεργία της στις μέλισσες και την δική του προστατευτική φύση. Αν και η αλλεργία της ήταν γνωστή από τα παιδικά της χρόνια, ποτέ δεν θυμόταν να προστατεύσει τον εαυτό της. Της άρεσε να φοράει χαρούμενα, πολύχρωμα ρούχα όταν ήταν στην εξοχή, να κυλιέται στις παπαρούνες, να τριγυρνάει από λουλούδι σε λουλούδι μυρίζοντας , αγγίζοντας, χοροπηδώντας σαν παιδί, ενώ συχνά χανόταν στις μικρές περιπλανήσεις της λόγω της μειωμένης αίσθησης προσανατολισμού , που την χαρακτήριζε..
Έτσι κι εκείνη την ημέρα απομακρύνθηκε από την παρέα ακολουθώντας τα χωμάτινα μονοπάτια που οδηγούσαν σε λαβυρίνθους μέσα κι γύρω από το πευκόδασος, που είχαν πάει για πικνίκ. Άπλωσε το χέρι για να χαϊδέψει το ροζ λουλούδι που αντίκρισε κι η μέλισσα που κρυβόταν μέσα του, βρέθηκε δίπλα στο χέρι της. Πριν καλά καλά το καταλάβει ένιωσε τον οξύ και ραγδαία αυξανόμενο πόνο, που ακολουθεί το τσίμπημα, ενώ σύντομα η οδυνηρή φαγούρα και το σταδιακό οίδημα της θύμισαν πως δεν είχε μαζί της τα αντισταμινικά της κι ότι δεν θυμόταν πώς να γυρίσει πίσω.
Τότε, σαν από μηχανής θεός, εμφανίστηκε ο Μάριος με την μηχανή του. Σταμάτησε δίπλα της , άκουσε το πρόβλημα, έβγαλε το κεντρί με το νύχι του, από κάτω προς τα επάνω, όπως ακριβώς έπρεπε, έβγαλε το φουλάρι που φορούσε κι έδεσε σφιχτά το χέρι της ώστε να επιβραδυνθεί η κυκλοφορία του δηλητηρίου κι όσο τα έκανε αυτά της μιλούσε ήρεμα προσπαθώντας να την εμψυχώσει. Την ρώτησε αν ζαλίζεται κι αν μπορεί να ανέβει στην μηχανή για να την μεταφέρει στο πλησιέστερο ιατρικό κέντρο και την κοίταξε στα μάτια για πρώτη φορά.
Ένιωσε την καρδιά της να χτυπά άτακτα και κατάλαβε πως το δηλητήριο της μέλισσας ήταν το λιγότερο που έπρεπε να την απασχολεί. Την περίμενε έξω από το ιατρικό κέντρο μέχρι να της κάνουν την ένεση κορτιζόνης. Την συνόδεψε σπίτι της και μιλήσανε μέχρι αργά, όταν τον κάλεσε για καφέ. Κι η γλυκιά ζάλη της πρώτης εκείνης μέρας, έγινε η αιτία για τον ίλιγγο του σήμερα.
Κοίταξε την μέλισσα που τριγυρνούσε από τις γλάστρες με τα λουλούδια στο τραπέζι της. Πήρε στα χέρια της το άχρηστο βιβλίο και με μια κοφτή και αποφασιστική κίνηση την χτύπησε μ’ αυτό. Ένα περίεργο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της όταν μάζεψε το βιβλίο και την σκοτωμένη μέλισσα και τα πέταξε στα σκουπίδια μαζί με το περιεχόμενο από το τασάκι..

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2009

Η Πάρμι Ρόουζ κι ο σκοτεινός ιππότης




Η Έλλη μπήκε στα άδεια γραφεία, έβγαλε τον συναγερμό και προχώρησε με σερνόμενα βήματα προς το δικό της γραφείο, όπου οι στοίβες με τις εκκρεμότητες είχαν αρχίσει να δημιουργούν ένα μικρό χάρτινο κάστρο.
Κοίταξε με βλοσυρό βλέμμα την οθόνη του υπολογιστή , όπου τα διάφορα ανοιχτά παράθυρα έδειχναν σε ποιο σημείο είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά το προηγούμενο βράδυ.
Έβγαλε από την τσάντα το κινητό, τα τσιγάρα και τον αναπτήρα και την πέταξε στις κούτες που είχε για ακουμπιστήρι πίσω από το γραφείο. Καθώς έφτιαχνε τον καφέ της, άναψε το πρώτο παράνομο τσιγάρο της ημέρας και κοίταξε άγρια την οθόνη του υπολογιστή λες κι έτσι θα εξαφανιζόταν όλα τα κακώς κείμενα που την κυνηγούσαν τις τελευταίες μέρες.
Είχε έρθει νωρίτερα στην δουλειά μήπως χωρίς την γνωστή φασαρία και τα ασταμάτητα κουδουνίσματα των τηλεφώνων ,με καθαρό ακόμα μυαλό, κατόρθωνε να συγκεντρωθεί και κλείσει τις ανοιχτές πληγές, που δεν την άφηναν να προχωρήσει, αλλά τώρα που ήταν εκεί, το είχε ήδη μετανιώσει. Κάθισε μπροστά στον υπολογιστή νιώθοντας μια διάθεση παραίτησης να την κυριεύει.
Έριξε μια κλεφτή ματιά στην αλληλογραφία της , σκοπεύοντας να ασχοληθεί αργότερα με τα e-mail των χρηστών και τις απαιτήσεις των διευθυνόντων, όταν το μάτι της πήρε ένα e-mail από τον προσωπικό της λογαριασμό. Έσπασε το πρώτο χαμόγελο μετά από μέρες, βλέποντας τον αποστολέα- ήταν από τον Γιώργο, τον παιδικό της φίλο, που έμενε εδώ και χρόνια στην Αθήνα και σπάνια πλέον συναντιόντουσαν.
«Πάρμι Ρόουζ, χαμένο κορμί, θα είμαι Θεσσαλονίκη το Σαββατοκύριακο. Κανόνισε να βρεθούμε και μαγείρεψε κανένα όνειρο! Βάζω στο σακούλι τον Σκοτεινό Ιππότη..» . Το χαμόγελο μεγάλωσε διαβάζοντας το μήνυμα. Ένιωσε μια ζεστασιά και το γνωστό γαργαλητό στο μυαλό , ενώ τα μάτια της έλαμψαν σκανδαλιάρικα καθώς μουρμούρισε «Έβγαλα από το σακούλι τον Σκοτεινό Ιππότη. Καλή επιλογή φίλε μου!». Γέλασε κι ένα κύμα νοσταλγίας την έπνιξε.
Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε που περισσότεροι την ήξεραν με το παρανόμι της παρά με το όνομά της; Της φαινόταν τόσο κοντινή και ταυτόχρονα τόσο μακρινή η εποχή εκείνη, που εμφανιζόταν τα απογεύματα με το σακούλι μέσα στην τσάντα.. Δεν είχε απομείνει σχεδόν κανείς από την παλιά παρέα, λες και μια κατάρα τους έσπρωξε μακριά τον έναν από τον άλλο, κι ίσως ο Γιώργος να ήταν ο τελευταίος που την φώναζε ακόμα Πάρμι Ρόουζ.
Το «όνομα» Πάρμι, ήταν το χαϊδευτικό για το ονειροπαρμένη, που πρώτη η Αλεξάνδρα της είχε κολλήσει και στην συνέχεια όλοι στην παρέα. Αν και δεν έβλεπε ποτέ όνειρα κοιμώμενη, τα όνειρα την κυνηγούσαν ξύπνια όλη την ώρα και με την παραμικρή αφορμή άνοιγε η πύλη της φαντασίας κι αυτή χαρούμενη έμπαινε μέσα για να διηγηθεί βγαίνοντας τα όσα υπέροχα συνάντησε στον ονειρόκοσμο. Στην αρχή γινόταν με αφορμή μια τυχαία λέξη ή εικόνα και στην συνέχεια με την συμμετοχή όλων. Έπαιρνε ένα σακουλάκι κι όλοι έριχναν μέσα χαρτάκια με λέξεις οδηγούς για το επόμενο όνειρο. Διάλεγε ένα τυχαία και ξεκινούσε..
Το «επίθετο» Ρόουζ ήταν εξαιτίας της μεγάλης της αγάπης για τα τριαντάφυλλα, ειδικά τα άσπρα και τα κόκκινα , που πάντα ξεφύτρωναν στα όνειρα που διηγιόταν , άσχετα από το περιεχόμενό τους. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η αδυναμία που είχε με το γλυκό του κουταλιού τριαντάφυλλο, που συνήθιζε να τρώει πριν από κάθε ρομαντικό ραντεβού για την γλυκιά γεύση του και την υπέροχη μυρωδιά του. Η διάθεση για τα τριανταφυλλένια φιλιά την έκαναν να μην μπορέσει να κρατήσει ποτέ μυστικούς τους έρωτές της..
Είχε χρόνια που δεν ονειρευόταν πια. Δεν ήξερε αν έφταιγε η έλλειψη χρόνου ή ακροατηρίου , το άγχος και η πίεση στην επαγγελματική και προσωπική της ζωή ή η διάθεση να ενσωματωθεί συμβιβαζόμενη με την πραγματικότητα, αλλά η πύλη των ονείρων είχε κλείσει κι αυτή έμεινε απέξω. Μερικές φορές δεν ήταν καν σίγουρη πως το κορίτσι με τα όνειρα , που διακινδύνευε τα πάντα για μία ιδέα ή μια λέξη και που το σκανδαλιάρικο χαμόγελο και το λαμπερό βλέμμα ήταν σήμα κατατεθέν της, υπήρξε πραγματικά.
Η Έλλη άκουσε τα βήματα που ανέβαιναν τις σκάλες κι ήξερε ότι δεν θα ήταν για πολύ ακόμα μόνη. Απάντησε βιαστικά στο e-mail «Αγαπητέ κύριε, η Πάρμι Ρόουζ μου ζήτησε να σας γράψω πως πάει να συναντήσει τον Σκοτεινό Ιππότη κι ότι το ραντεβού σας για το Σαββατοκύριακο ισχύει».
Η μέρα της στην δουλειά πέρασε μ’ ένα μούδιασμα στο κεφάλι και με μια ανυπομονησία να φύγει από το κλουβί με τους τρελούς, όπως αποκαλούσε το γραφείο τις τελευταίες μέρες, και να χωθεί στο κρησφύγετο της, να πάει επιτέλους σπίτι. Έφυγε αμέσως μετά το πέρας του οκταώρου, πράγμα που δεν συνήθιζε και οδηγούσε σαν κυνηγημένη μέχρι που έφτασε στην γειτονιά της. Σταμάτησε μπροστά στο ανθοπωλείο, πήρε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και πήγε σπίτι.
Το κεφάλι της κόντευε να σπάσει. Ένιωθε τα μηνίγγια της να χτυπάνε στο ρυθμό της ημικρανίας που πλησίαζε, το στομάχι της να ανακατεύεται και το φως να την τυφλώνει. Τράβηξε βιαστικά όλες τις κουρτίνες, έβαλε το τριαντάφυλλο στο νερό, πήρε ένα χάπι και ξάπλωσε . Ξύπνησε σχεδόν μεσάνυχτα από έναν ύπνο χωρίς όνειρα , ζαλισμένη και αποπροσανατολισμένη. Έφτιαξε έναν βαρύ καφέ , σκέτο, χωρίς ζάχαρη, αχτύπητο, καραβίσιο όπως τον έλεγε και βγήκε στο μπαλκόνι, παίρνοντας μαζί της το κόκκινο τριαντάφυλλο για παρέα.
Μεσοκαλόκαιρο κι η πόλη ήταν ήσυχη και παρά την ζέστη και την υγρασία το ελαφρύ αεράκι που φυσούσε και το φεγγάρι απέναντι την έκαναν να νιώσει παράξενα χαρούμενη. Ακούμπησε το τριαντάφυλλο στο τραπέζι και κρατώντας το παγωμένο ποτήρι με τον καφέ, ακούμπησε τους αγκώνες στα κάγκελα του μπαλκονιού και κοίταξε χαμογελώντας γύρω της.
Πρώτα άκουσε και μετά είδε την μηχανή που έστριψε στο στενό δρόμο της γειτονιάς. Σταμάτησε μπροστά στην αντικρινή πολυκατοικία και ο αναβάτης της, ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα, έμεινε για λίγη ώρα ακίνητος πριν να βγάλει το κράνος και σηκώσει το κεφάλι του προς τα επάνω. Έμειναν να κοιτάζονται για λίγη ώρα κι Έλλη χαμογέλασε στον άγνωστο επηρεασμένη από την καλή της διάθεση και ξεχνώντας την περίεργη εμφάνιση της. Κι ενώ αυτός την κοίταζε ακόμα, πήρε το κόκκινο τριαντάφυλλο και του το πέταξε και μπήκε γελώντας μέσα στο σπίτι.
Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη προσεκτικά. Φορούσε ακόμα την τσαλακωμένη της νυχτικιά, τα λυτά μαλλιά της ήταν ανάκατα από τον ύπνο και το αεράκι, τα μάγουλα της κόκκινα και τα μάτια της άστραφταν όπως παλιά. «Σίγουρα, θα με πέρασε για τρελή», μονολόγησε , αλλά το χαμόγελο δεν έσβησε από το πρόσωπό της μέχρι το πρωί.
Η επόμενη μέρα πέρασε σαν σε όνειρο. Χαμογελούσε και απαντούσε μηχανικά στις ερωτήσεις που της κάνανε, ενώ η κατσάδα από τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας , πέρασε απαρατήρητη. Όλα κυλούσαν πάνω της σαν βροχή αφήνοντας ανέπαφο το χαμόγελο και την καλή της διάθεση. Το βράδυ βγήκε στο μπαλκόνι, ντυμένη και χτενισμένη, με τον καραβίσιο της καφέ στο χέρι, περιμένοντας να δει αν θα εμφανιζόταν ξανά ο μαυροφορεμένος αναβάτης. Γύρω στις δώδεκα άκουσε το θόρυβο της μηχανής και βλέποντάς τον να προβάλλει στο στενό, περίμενε να δει πως θα αντιδρούσε.
Σταμάτησε την μηχανή στην απέναντι πολυκατοικία κι έβγαλε κατευθείαν το κράνος κοιτάζοντας κατά πάνω, προς το μπαλκόνι που Έλλη καθόταν χαμογελαστή. Της χαμογέλασε και της ζήτησε να κατέβει να μιλήσουν. Χωρίς να διστάσει έριξε κλειδιά στην τσάντα της και βγήκε έξω.
Τον έλεγαν Μάκη και ήταν από την Αθήνα. Είχε έρθει να επισκεφτεί την αδελφή του που έμενε μόνιμα στην Θεσσαλονίκη και το Σάββατο θα έφευγε. Η Έλλη συστήθηκε ως Πάρμι και καθώς αυτός δεν έκανε ερωτήσεις για το ασυνήθιστο όνομα, δεν του είπε τίποτα παραπέρα. Συμφώνησαν να κάνουν μια βόλτα με την μηχανή αφού και οι δύο δυσκολευόταν να κοιμηθούν. Ένιωσε ελεύθερα και οικεία καθισμένη πίσω του στην μηχανή, αγκαλιάζοντας και με τα δυο της χέρια τη μέση του, κολλώντας το κορμί της πάνω στο δικό του καθώς ανέπτυσσε ταχύτητα και τα μαλλιά της ανεμίζανε γύρω του.
Πήγαν σε μια κοντινή παραλία και κάθισαν εκεί, μακριά από τον κόσμο, βλέποντας το φεγγάρι και μιλώντας με άνεση , ενώ τα διαστήματα σιωπής αντί να είναι γεμάτα αμηχανία ήταν μία ανάπαυλα γεμάτη συνενοχή. Κόντευε να ξημερώσει όταν γύρισαν πίσω. Πριν να μπει στο σπίτι την φώναξε και της έδωσε ένα ταλαιπωρημένο κόκκινο τριαντάφυλλο. «Νομίζω πως εσένα θα σου χρειαστεί περισσότερο» της είπε χαμογελώντας πειρακτικά. «Τα τριαντάφυλλα είναι τα όπλα των γυναικών , ενώ τα σπαθιά αρμόζουν στους άντρες» συνέχισε και τράβηξε μια τούφα που έπεφτε στο πρόσωπό της.
Η Έλλη πήγε στο σπίτι σαν μεθυσμένη, παρόλο που δεν είχε πιει γουλιά. Κοίταξε με αγάπη το ταλαιπωρημένο τριαντάφυλλο και το έβαλε στο μαξιλάρι δίπλα της πριν ξαπλώσει. Ήξερε πως θα τον έβλεπε ξανά κι αυτό της έφτανε.
Το βράδυ ντύθηκε και κατέβηκε κάτω. Όταν ήρθε δεν έσβησε την μηχανή, αλλά την περίμενε να ανέβει. Τυλίχτηκε πάνω του κι αυτός ξεκίνησε. Πήγαν στην ίδια παραλία. Κάθισαν σιωπηλοί για αρκετή ώρα μέχρι που η Έλλη έβγαλε από την τσέπη του μπουφάν της ένα μικρό πακετάκι και του το έδωσε. Ο Μάκης το άνοιξε και μέσα είδε ένα μικρό σπαθί, που γύρω του είχε τυλιγμένο ένα τριαντάφυλλο. Την κοίταξε για μια ατέλειωτη στιγμή και της είπε «Σ’ ευχαριστώ που μ’ έχρισες ιππότη. Θα ήθελα να σε κρύψω πίσω από το σπαθί μου και να σε προστατέψω. Θα ήθελα να τυλιγόσουν κι εσύ γύρω μου σαν το τριαντάφυλλο γύρω από το σπαθί. Αλλά αύριο θα φύγω».
Ένιωσε τα δάχτυλα της Έλλης να ακουμπάνε απαλά στα χείλη του. «Δεν έχει σημασία το αύριο. Είμαστε εδώ τώρα και σήμερα είσαι ο Σκοτεινός μου Ιππότης». Χάιδεψε με τα ακροδάχτυλά της το περίγραμμα των χειλιών του και στην συνέχεια όλου του προσώπου του, σαν τυφλός που προσπαθεί να διαβάσει τις αλήθειες ενός κόσμου που δεν θα αντικρύσει ποτέ. Την έσφιξε στην αγκαλιά του και την φίλησε με τρυφερότητα και απόγνωση. Γύρισαν όταν είχε πλέον ξημερώσει.
Δεν γύρισε να τον κοιτάξει καθώς έφευγε. Ένιωθε το βλέμμα του να της καίει την πλάτη, αλλά ήξερε πως τα όνειρα που βλέπουμε ξύπνιοι, πονάνε αν τα δούμε στο φως του ήλιου.
Διηγήθηκε την ιστορία στον Γιώργο, όταν βρέθηκαν το Σάββατο. Κι εκείνος γέλασε και της έδωσε ένα βάζο με γλυκό τριαντάφυλλο, την συνηθισμένη ανταμοιβή της για τα κατά παραγγελία όνειρα…

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2009

Το κλεμμένο βέλος



Η Σοφία χαμογέλασε στο είδωλό της στον καθρέφτη της μεγάλης αίθουσας, που γινόταν ο γάμος. Περασμένα τριάντα, ψηλή, λεπτή, μελαχρινή, καλοχτενισμένη και ντυμένη με ένα απλό μαύρο φόρεμα έλαμπε από την αυτοπεποίθηση , που έχον οι όμορφες γυναίκες.
Παντρευόταν η καλύτερή της φίλη της, η Γεωργία, που μεγάλωσαν μαζί από παιδιά. Της φαινόταν περίεργο που η Γεωργία έκανε το μεγάλο βήμα, που πήρε την απόφαση να μοιραστεί την ζωή της με τον Αντρέα, που μέχρι χθες ήταν ένας άγνωστος. Σαν χθες της φαινόταν η μέρα που τα έφτιαξε μαζί του κι ας είχαν περάσει πέντε χρόνια, γι’ αυτήν πάντα ήταν ο παρείσακτος. Δεν μπορούσε να καταλάβει την οικειότητα κα την αγάπη της φίλης της κι ίσως να ζήλευε λίγο.
Την προηγούμενη μέρα είχαν μιλήσει πολύ ώρα οι δυο τους χωρίς να μπορέσουν να συνεννοηθούν τελικά. «Πώς ξέρεις πως αυτός είναι ο ιδανικός άντρας για σένα; Τι ξέρεις για αυτόν πέρα από την αγκαλιά του; Πως ξέρεις πως αυτή η αγάπη θα κρατήσει για πάντα; Γιατί βιάζεσαι;» . Πυρπολούσε την φίλη της με ερωτήσεις , που δεν περίμενε να απαντηθούν , καθώς η Γεωργία σπάνια έμπαινε στον κόπο να διαπληκτιστεί μαζί της όταν ήταν σε αυτήν την κατάσταση. Αλλά κι αυτό είχε αλλάξει.
Την έπιασε από το χέρι , όπως ήταν παιδιά, και κάτσανε στα σκαλιά έξω από το μαγαζί , που γινόταν το εργένικο. Την κοίταξε στα μάτια χαμογελώντας ήρεμα, της χάιδεψε τα μαλλιά και της είπε «Εγώ δεν ψάχνω τον ιδανικό άντρα. Ούτε αναζητώ τον ιππότη με την πανοπλία. Και δεν έχω ανάγκη διαβεβαιώσεων και εγγυήσεων για να βαδίσω μαζί του μια ζωή. Τον αγαπώ κι αυτό μου φτάνει. Μην μου το χαλάς».
Η Σοφία έμεινε να την κοιτάει. Ζήτησε συγνώμη και την αγκάλιασε τρυφερά. Το αλατάκι της. Έτσι την έλεγε. Κοντή , ξανθιά, πράα κι ελαφρώς στρουμπουλή ήταν τελείως αντίθετη από την ίδια. Από παιδιά τις φωνάζανε το «αλατοπίπερο» μια και ήταν συνεχώς μαζί παρά τις διαφορές τους. Κι ήταν από τους λίγους ανθρώπους , που εμπιστευόταν απόλυτα. Και της την κλέψανε.
Κοίταξε το ζευγάρι που χόρευε στην πίστα μ’ ένα περίεργο χαμόγελο στα χείλη. Γιατί αυτή ποτέ δεν ένιωσε έτσι; Έρωτες πέρασαν πολλοί, άλλοι βιαστικοί κι άλλοι που κράτησαν χρόνια. Μ’ όλους όμως ένιωθε πως κάτι έλειπε, πως το παζλ δεν ήταν σωστό. Κι έφευγε με το τρένο ενός άλλου έρωτα για να καταλήξει και πάλι στο μηδέν.
Πρέπει να είχε κάποια συναισθηματική αναπηρία , δεν μπορούσε να το εξηγήσει αλλιώς. Όλες οι φίλες κι οι γνωστές ερωτευόταν και αφηνόταν χωρίς αντίσταση στον εκάστοτε ερωμένο, τους αγαπούσαν όπως δήλωναν και τα τελευταία χρόνια τους παντρευόταν, σίγουρες για τα αισθήματά τους και την υπόλοιπη ζωή μαζί τους. Η Σοφία είχε μείνει τελευταία και για το μόνο που ήταν σίγουρη ήταν πως δεν είχε αγαπήσει ποτέ..
Ένιωσε τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα και πήγε γρήγορα να φρεσκαριστεί. Γυρίζοντας στο τραπέζι είδε ένα μικρό άσπρο φάκελο στην θέση της. Απ’ έξω έγραφε «για την Σοφία» κι ήταν κλειστός. Τον άνοιξε γεμάτη περιέργεια και διάβασε «Σοφία, είσαι μία κλέφτρα. Έκλεψες ένα βέλος από τον θεό του Έρωτα και μου το κάρφωσες στην καρδιά. Δεν θα σε μαρτυρήσω. Θα σου ζητήσω όμως αντάλλαγμα».
Κοίταξε γύρω της προσπαθώντας να εντοπίσει τον ένοχο. Δεν πρόσεξε κανένα να την κοιτάει. Χαμογέλασε αμήχανα και σκέφτηκε πως ήταν σίγουρα πρωτότυπος τρόπος για να την προσεγγίσει κάποιος. Όταν θα το έλεγε στην Γεωργία σίγουρα θα γελούσε και θα την πείραζε για μέρες. Έκανε μια γκριμάτσα στην σκέψη ότι θα περνούσαν μέρες μέχρι να μπορέσει να της μιλήσει. Το αλατοπίπερο είχε πλέον χωριστεί.
Την επόμενη μέρα σηκώθηκε με το κεφάλι βαρύ από το ξενύχτι της προηγούμενης μέρας, το ποτό που είχε καταναλώσει και τα πολλά τσιγάρα. Σηκώθηκε με σερνόμενα βήματα να πάει στο μπάνιο, όταν το μάτι της πήρε έναν μικρό άσπρο φάκελο , μπροστά στην εξώπορτά, που έγραφε το όνομά της.
Τον πήρε στα χέρια της και πήγε στην κουζίνα. Τον περιεργάστηκε γυρνώντας τον από όλες τις πλευρές μέχρι να αποφασίσει να τον ανοίξει. Μέσα είχε ένα μικρό χαρτί που έγραφε «Σε σκέφτομαι από χθες το βράδυ συνεχώς. Δεν θέλω να στεναχωριέσαι. Είδα τα μάτια σου πως ήταν λυπημένα, είδα τα δάκρυα που δεν κύλησαν και θέλω να ξέρεις πως θα είμαι εδώ για σένα.». Στο τέλος του σύντομου κειμένου αντί υπογραφής, έγραφε «το κλεμμένο βέλος».
Η Σοφία χαμογέλασε κι ένιωσε ένα γλυκό πόνο στην καρδιά. Κάποιος προσπάθησε να δει την ψυχή της χθες, κάτω από τα χαμόγελα και το προσωπείο της χαράς, κάποιος θέλησε να την πλησιάσει και κατάλαβε την μοναξιά της. Κοίταξε γύρω της ανυπόμονα ψάχνοντας κάποιο τετράδιο, ένα στυλό, έναν φάκελο. Πήγε στο μικρό γραφείο , στο σαλόνι, κι άρχισε να ψάχνει τα συρτάρια.
Βρήκε ένα μικρό τετράδιο , έσκισε μια σελίδα , κράτησε μετέωρο το στυλό για λίγο, δάγκωσε την άκρη του ενώ σκεφτόταν την απάντησή της. «Δεν θα έκλεβα ποτέ από ένα θεό-φοβάμαι την Άτη. Είμαι έτοιμη όμως να πληρώσω το αντίτιμο για την ματιά, την μικρή στιγμή που άνοιξα τα παραθυρόφυλλα της ψυχής μου». Έκλεισε το φύλλο σ’ έναν φάκελο και  ζωγράφισε απέξω ένα βέλος .
Ετοιμάστηκε τραγουδώντας και βγήκε από το σπίτι, αφήνοντας τον φάκελο στο κατώφλι της. Δεν γύρισε πίσω να κοιτάξει , αλλά χαμογελούσε σαν παιδί που έκανε σκανδαλιά στην σκέψη ότι ο άγνωστος παραλήπτης μπορεί να την παρακολουθούσε. Άφησε την αίσθηση της προσμονής και την τυλίξει και απομακρύνθηκε.
Όταν γύρισε ο φάκελος έλειπε και μπαίνοντας στο σπίτι είδε να την περιμένει μπροστά στην είσοδο ένας καινούριος. Τον πήρε τρυφερά στα χέρια της κι έκλεισε πίσω της την πόρτα.
Η ιστορία συνεχίστηκε για καιρό. Κι η Σοφία, που πάντα υπήρξε η εξομολόγος των φίλων και των ερώτων, αλλά δύσκολα μιλούσε για τον εαυτό της, ανακάλυψε την χαρά της εκμυστήρευσης μ’ έναν περίεργο τρόπο, μ’ έναν άνθρωπο που δεν είχε δει ποτέ, που δεν ήξερε ούτε το όνομά του, κι όμως άρχισε να τον αισθάνεται περισσότερο κοντά της από οποιονδήποτε άλλο.
Έγραφαν για τα πάντα. Για την άποψή τους για τον κόσμο, τα τραγούδια που αγαπούσαν, τα βιβλία που διάβασαν, λογομαχούσαν και συμφιλιωνόταν, κυνηγούσαν ο ένας την σκιά του άλλου χωρίς ποτέ να ζητήσουν να βρεθούν. Όσο περνούσε ο καιρός τα μηνύματα γινόταν πιο προσωπικά, πιο ερωτικά , πιο παθιασμένα. Κι η Σοφία με έκπληξη συνειδητοποίησε πως ήταν ερωτευμένη. Και του το έγραψε. Και περίμενε.
Τα γράμματα από τον άγνωστο αραίωσαν. Τα δικά της μένανε μέρες στην εξώπορτα χωρίς να τα πάρει κανείς. Κι ένιωθε πως κάτι είχε σπάσει, ένιωθε την επιφυλακτικότητα, τον δισταγμό στην έκφραση, την απόσταση που μεγάλωνε. Κι ενώ στην αρχή ονειρευόταν την ψυχή της σαν πολύχρωμη πεταλούδα να πετά ψηλά για να συναντήσει την δική του, τώρα έβλεπε την έβλεπε να ζαρώνει  και με τα φτερά βρεγμένα να μένει κολλημένη στο χώμα.
Δεν είχε πει τίποτα σε κανέναν. Δεν είχε τολμήσει να μοιραστεί αυτήν την μυστηριακή εμπειρία με τους φίλους της, ούτε καν με το «αλατάκι». Αλλά τώρα ένιωθε πως θα εκραγεί αν δεν μιλούσε σε κάποιον. Πήρε τηλέφωνο την Γεωργία με σκοπό να της τα πει όλα και να ελαφρύνει την καρδιά της. Δεν την βρήκε. Ένιωσε να πνίγεται.
Πήρε στα χέρια της το μικρό τετράδιο κι έγραψε ένα ακόμα μήνυμα. «Αγάπη μου κρέμασα την ψυχή μου στο φεγγάρι για να βρεθεί κοντά σου και τώρα πέφτει χωρίς αλεξίπτωτο στα πόδια σου. Δώσε μου ένα σημάδι, μια ανάσα, ένα χαμόγελο ή δώσε μου πίσω το κλεμμένο βέλος». Το άφησε στην εξώπορτα, έβαλε το άσπρο της νυχτικό κι έκατσε μπροστά από το παράθυρο να περιμένει.
Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει όταν άκουσε τον θόρυβο. Γύρισε με προσμονή και είδε μπροστά της ένα μικρό βέλος. Το πήρε στα χέρια της και δάγκωσε τα χείλη της μέχρι που μάτωσαν για να μην αφήσει τα δάκρυα να κυλίσουν. Έτρεξε στο παράθυρο, το άνοιξε διάπλατα και κοίταξε έξω.
Η σκιά ενός άντρα πρόβαλε στο φεγγαρόλουστο βράδυ. Προχωρούσε σκυφτός και δεν κοιτούσε γύρω του. Η Σοφία πέταξε με δύναμη το βέλος που κρατούσε ακόμα στα χέρια της. Το είδε να πέφτει κάτω και να σπάει χωρίς να τον αγγίξει.
Ένιωσε τον λυγμό που της έσκιζε τα στήθη κι ήταν έτοιμη να κλείσει το παραθυρόφυλλο και την καρδιά της, όταν είδε μία άλλη σκιά να πλησιάζει. Ο άγνωστος άντρας σήκωσε το σπασμένο βέλος και το έβαλε στην τσέπη του. Σήκωσε το κεφάλι και της χαμογέλασε.

Σάββατο 4 Ιουλίου 2009

Στην άκρη του γκρεμού



Ήταν ένα ζεστό καλοκαιρινό βράδυ. Ο Γιάννης ανηφόριζε με δυσκολία το φιδωτό μονοπάτι , που οδηγούσε στην κορυφή του βουνού.
Έφτασε με κομμένη την ανάσα μπροστά στην παλιά εκκλησία. Έστριψε αριστερά και κατέβηκε τα σκαλιά με τρεμάμενα βήματα. Γύρω του δέντρα που ρίχνανε απειλητικά την σκιά τους τον έκαναν να προχωρήσει πιο γρήγορα. Έστριψε δεξιά και σταμάτησε.
Μπροστά του ήταν ο γκρεμός. Προχώρησε στην άκρη του και κοίταξε γύρω του. Τα φώτα της πόλης πρόβαλαν σαν πυγολαμπίδες κι έδειχνε παράξενα όμορφη από δω ψηλά. Έκανε ακόμα ένα βήμα και σταμάτησε. Μέσα από τα σύννεφα είδε να ξεπροβάλλει η μορφή μιας γυναίκας, τόσο οικείας και τόσο μακρινής, η μορφή της γυναίκας του.
Ξύπνησε μούσκεμα στον ιδρώτα και νιώθοντας ένα παγωμένο χέρι να του σφίγγει την καρδιά. Κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο. Ήταν ακόμα τρεις η ώρα. Κι ήξερε πως δεν θα μπορούσε να ξανακοιμηθεί όσο κι αν το προσπαθούσε.
Επί δύο χρόνια επαναλαμβανόταν αυτό κάθε βράδυ. Όσο κι αν προσπαθούσε να ξεγελάσει το κορμί του εξαντλώντας το με γυμναστική και ναρκώνοντάς το με ποτό, κάθε βράδυ έβλεπε το ίδιο όνειρο και ξυπνούσε την ίδια ώρα , πάντα στις τρεις το πρωί, την ώρα που έφυγε η Στέλλα από την ζωή του για πάντα.
Πέρασαν κι άλλες γυναίκες από την ζωή του και πριν και μετά, αλλά το σημάδι που του άφησε σαν τατουάζ πάνω στην καρδιά του, δεν έσβηνε με τίποτα. Και για όλα έφταιγε εκείνο το βράδυ στον γκρεμό. Δεν την αγαπούσε πια , ήταν σίγουρος γι’ αυτό, αλλά δεν μπορούσε να προχωρήσει γιατί κάτι εκείνην την μέρα έσπασε μέσα του κι άδειασε από έρωτα και συναισθήματα.
Δεν ήταν ποτέ του ιδιαίτερα κοινωνικός. Ο ίδιος ισχυριζόταν πως είναι απλά επιλεκτικός, αλλά τα χρόνια απέδειξαν πως απλά φοβόταν να ανοιχτεί, να μοιραστεί, να εκμυστηρευτεί, να ζήσει. Χρυσό κλουβί η επιφυλακτικότητά του τον προστάτευε από τις κακοτοπιές, αλλά τον κλείδωνε έξω από την χαρά.
Η Στέλλα ήταν ακριβώς το αντίθετο. Γεμάτη ζωή και ενθουσιασμό μιλούσε με όλους για τα πάντα. Ήταν ανοιχτή στην ζωή , στις συγκινήσεις, στον πόνο και στην χαρά κι ήταν τόσο αυθόρμητη, που θύμιζε παιδί. Η γνωριμία τους στάθηκε καταλύτης στην ζωή και των δύο.
Ο Γιαννης έβαζε φρένο στον αυθορμητισμό της κι αυτή τον παρέσυρε με τον ενθουσιασμό της. Στην αρχή θεώρησαν πως αυτό ήταν σημάδι πως ο ένας θα συμπλήρωνε τον άλλο, στην συνέχεια πίστεψαν ο καθένας από την πλευρά του, πως με την αγάπη τους θα νικούσαν τις διαφορές, στα χρόνια που πέρασαν προσπάθησε ο ένας να προσηλυτίσει τον άλλο και λίγο πριν τον τέλος θεωρούσαν και οι δύο τους εαυτούς του αδικημένους.
Από την αρχή της σχέσης τους συνήθιζαν να πηγαίνουν στον γκρεμό και να κάθονται να συζητάνε καθισμένοι εκεί στην άκρη , όλα όσα τους προβλημάτιζαν Εκεί της ζήτησε να τον παντρευτεί, εκεί του είπε πως είναι έγκυος, εκεί χωρίσανε. Κι ο Γιάννης δεν ξαναπήγε. Τουλάχιστον , όχι ξύπνιος.
Ήθελε χρόνια να της ζητήσει να κάνουν έρωτα εκεί, στην άκρη του γκρεμού, αλλά φοβόταν μήπως του αρνηθεί και το απέφευγε. Πάντα πίστευε πως έχουν χρόνο, πως θα γίνει μια άλλη στιγμή, μια άλλη μέρα, μια άλλη χρονιά. Και ο θυμός για το ανεκπλήρωτο όνειρο τον στοίχειωνε.
Εκείνην την ημέρα αποφάσισε πως έπρεπε να τελειώνει και με τα όνειρα και με τους εφιάλτες. Πήγε σε έναν γιατρό και κατάφερε να του γράψει υπνωτικά. Πήρε δύο χάπια πριν ξαπλώσει και χαμογέλασε.
Μπροστά του ήταν ο γκρεμός. Προχώρησε στην άκρη του και κοίταξε γύρω του. Μέσα από τα σύννεφα είδε να ξεπροβάλλει η μορφή μιας γυναίκας, τόσο οικείας και τόσο μακρινής, η μορφή της γυναίκας του. Την κάλεσε κοντά του κι άρχισε να μιλάει. Της είπε όλα όσα φύλαγε στην καρδιά και στο μυαλό του όλα τα χρόνια που ήταν μαζί. Κι αυτή τον άκουγε και του χάιδευε τα μαλλιά. Όταν τελείωσε κάνανε έρωτα εκεί στην άκρη του γκρεμού όπως το ονειρευόταν.
Την Στέλλα την ξύπνησε το τηλέφωνο. Σαν σε όνειρο άκουσε να της λένε για τον θάνατο του Γιάννη. Τον είχαν βρει γυμνό, στην άκρη του γκρεμού Τα μάτια του ήταν ανοιχτά και χαμογελούσε. Ο ιατροδικαστής είπε πως η καρδιά του σταμάτησε να χτυπάει στις τρεις τα ξημερώματα.

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2009

Καντάδα στο φεγγάρι



Ο Παύλος περπατούσε κατά μήκος της μικρής παραλίας σκεφτικός. Κοίταξε το φεγγάρι  που έλαμπε στον ουρανό και δάγκωσε τα χείλη του.
Πόσα χρόνια πέρασαν από εκείνο το καλοκαίρι; Δεκαπέντε; Όχι, δεκαεφτά, ήταν εικοσάρης τότε.
Κάθισε σ’ ένα βράχο δίπλα στην θάλασσα και κοίταξε γύρω του. Ναι, πολλά είχαν αλλάξει από εκείνο το καλοκαίρι του ’92. Έβγαλε από την τσέπη του τα κλειδιά που είχε περασμένα σ’ ένα μπρελόκ, στο οποίο κρεμόταν μια μικρή κιθάρα και χαμογέλασε. Και πολλά έχουν μείνει ίδια.
Στη συγκεκριμένη παραλία ήταν δύσκολη η πρόσβαση τότε. Έπρεπε να την ξέρεις και να περπατήσεις αρκετή ώρα για να φτάσεις. Μικρή και κλειστή σαν αγκαλίτσα, απάνεμη και ήσυχη, σε αποζημίωνε για την ταλαιπωρία με την ήρεμη θάλασσα, το κυματάκι που άκουγες να σκάει ρυθμικά, την αίσθηση ότι έχεις φτάσει στο δικό σου παράδεισο.
Στον ίδιο βράχο καθόταν και εκείνο το Αυγουστιάτικο βράδυ αλλά τότε δεν ήταν μόνος. Είχε αγκαλιά την κιθάρα του, κοιτούσε κατάματα το φεγγάρι κι είχε απέναντί του την Ειρήνη. Κι ήταν έτοιμος να της παίξει ένα καινούριο τραγούδι.
Ένιωσε τον γνωστό γλυκό πόνο στην θύμηση. Ήταν μέρες που δεν αναγνώριζε τον εαυτό του στο πρόσωπο του καθρέφτη, ήταν μέρες που οι αναμνήσεις τον πλήγωναν κι ένιωθε επιτακτικά την ανάγκη να γυρίσει πίσω για να ξαναζήσει εκείνες τις βραδιές και δεν υπήρχε αντίτιμο που δεν θα πλήρωνε αν μπορούσε να το καταφέρει.
Η Ειρήνη ήταν περισσότερο ερωτευμένη με την μουσική του παρά με αυτόν τον ίδιο.Κάθε φορά περίμενε κάτι καινούριο, σχεδόν το απαιτούσε, ενώ καθόταν ακίνητη όσο αυτός έπαιζε και τραγουδούσε τα τραγούδια που είχε γράψει για εκείνη. Τον κοιτούσε με αγωνία και λαχτάρα και μετά του δινόταν με έναν τρόπο που τα χρόνια που πέρασαν δεν κατάφεραν να τον κάνουν να ξεχάσει.
Το τραγούδι του εκείνη την ημέρα ήταν το «αν ήσουν όνειρο» κι ακόμα θυμόταν τους στίχους σαν να ήταν χθες
«Είναι στιγμές
που σκέφτομαι αλλόκοτα
δεν ξέρω αν αυτά συνέβησαν στ' αλήθεια
Ξύπνιος αν είμαι,
τον ύπνο διώξε μακριά
Αν είσαι όνειρο,
ποτέ μην με ξυπνήσεις»
Και δεν τον ξύπνησε. Στα χρόνια που πέρασαν θα θυμόταν το γυμνό κορμί της λουσμένο από το αυγουστιάτικο φεγγάρι, το σμίξιμό τους στην παραλία κι εκείνο το βλέμμα στα μάτια της. Κρατούσε την στιγμή σαν βοτσαλάκι στην παραλία μέσα του. Το κρατούσε σφιχτά κρύβοντάς το φιλάργυρα από τις ματιές των άλλων κι αυτό καθόρισε την συμπεριφορά του και τον άνθρωπο που τελικά έγινε.
Εκείνο το βράδυ η Ειρήνη του έδωσε το μπρελόκ με την κιθάρα τραγουδώντας την τελευταία στροφή από το τραγούδι του, με όλο το πάθος, τον ενθουσιασμό και τον έρωτα που έκαιγε την εικοσάχρονη καρδιά της.
«Το ξέρω,
μια μέρα όλα θα σβήσουνε
Εμείς οι δυο μωρό μου
ποτέ δεν θα χωρίσουμε»
Χωρίσανε δυο χρόνια μετά. Το μπρελόκ δεν το είχε αποχωριστεί στιγμή , όπως και την ανάμνηση της. Αν και οι μελωδίες τον κυνηγούσαν και έπαιζε η μουσική στο κεφάλι του, όλα αυτά τα χρόνια, δεν έγραψε άλλο τραγούδι.
Δεν είχε πια διάθεση να παίξει. Δεν είχε διάθεση να γράψει. Δεν είχε με ποιον να μοιραστεί το τραγούδι του. Γελούσε μέσα του όταν άκουγε πως την μουσική την γράφεις μόνο για σένα. Η κιθάρα του σιώπησε γιατί δεν είχε ακροατήριο.
Κοίταξε με έκπληξη το τσιγάρο που του έκαιγε τα δάχτυλα. Το έσβησε νευρικά και σηκώθηκε. Από κάπου κοντά ακουγόταν φωνές και γέλια. Είδε ένα ζευγαράκι αγκαλιασμένο να κοιτάει το φεγγάρι και να φιλιούνται μετά με πάθος.
Πήρε τον δρόμο της επιστροφής προσπερνώντας τους βιαστικά. Κάτι έσπασε μέσα του. Στάθηκε για μια στιγμή. Άνοιξε την χούφτα του που κρατούσε σφιχτά το μπρελόκ και παρατήρησε το κόκκινο σημάδι στην παλάμη του, το σημάδι από την κιθάρα. Άφησε το μπρελόκ να πέσει στην άμμο και συνέχισε να περπατάει.
Άκουσε μια νεανική φωνή να του φωνάζει. «Κύριε, σας έπεσαν τα κλειδιά σας» και άκουσε τα βήματά τους καθώς τρέχανε από πίσω του. Ο Παύλος γύρισε και κοίταξε το ζευγάρι με τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, τα μάτια που λάμπανε, την μυρωδιά του έρωτα που έφτανε στα ρουθούνια και τον ζάλισε.
«Έχουν περάσει χρόνια που δεν είναι πια δικά μου» τους απάντησε απότομα κι έφυγε βιαστικά. Ο νεαρός άντρας κοίταξε την μικρή κιθάρα κι έκανε πως παίζει έναν φανταστικό σκοπό κοιτώντας την κοπέλα στα μάτια. Αυτή του χαμογέλασε και τον τράβηξε απότομα κοντά της. Χάσανε την ισορροπία τους και κυλίστηκαν στην άμμο ξεχνώντας τα πάντα γύρω τους.
Την ώρα που τα κορμιά τους έσμιγαν , ακούστηκε από την μικρή κιθάρα μουσική και μια νεανική αντρική φωνή που τραγουδούσε
«Ξύπνιος αν είμαι,
τον ύπνο διώξε μακριά
Αν είσαι όνειρο,
ποτέ μην με ξυπνήσεις»