Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009

Η αγκαλιά





«Υπάρχουν στιγμές που οι λέξεις ακροβατούν, γέρνοντας στην προσπάθεια να ισορροπήσουν, ανάμεσα στο συναίσθημα ,που θέλει να εκδηλωθεί και στην απουσία λέξεων να το εκφράσουν», είπε η Κατερίνα κοιτάζοντάς τον, ενώ στα μάτια της έλαμπαν τα δάκρυα, που μετά βίας συγκρατούσε. Αυτός αποφεύγοντας το βλέμμα της, που έψαχνε απαντήσεις, κοίταξε έξω από το παράθυρο.
«Θα μπορούσα να σου πω πολλά», συνέχισε, «αλλά είναι από τις λίγες φορές, που θα επιλέξω να σιωπήσω. Κι αν ποτέ σου με αγάπησες, θα καταλάβεις». Ένιωσε το βάρος της σιωπής, να γεμίζει τον αέρα ανάμεσά τους, μόλις σταμάτησε να μιλάει. Ο αέρας έγινε τόσο βαρύς και τόσο πυκνός, που τα πνευμόνια της πόνεσαν στην προσπάθεια να αναπνεύσει.
Άπλωσε το χέρι της να τον αγγίξει, αλλά το τράβηξε αμέσως πίσω. Η σιωπή είχε ήδη χτίσει τον τοίχο κι αυτός στεκόταν από πίσω του. Ήταν μια σιωπή που έκανε τις αισθήσεις της να παγώνουν και τα συναισθήματα να κόβουν σαν ξυράφια την αλλοτινή οικειότητα. Ήταν πολύ νωρίς, σκέφτηκε, κι όμως τόσο αργά.
Ο λυγμός της χτύπησε στον τοίχο της σιωπής και γύρισε πίσω σαν ηχώ. Μια τελεία στην αρχή της φράσης, που δεν πρόλαβε να γίνει πρόταση, ο έρωτας που δεν εκδηλώθηκε και που επέφερε τον θυμό του. Σιωπηλός ο θυμός κι όμως ούρλιαζε στα αυτιά της τρυπώντας τα τύμπανα της. Έβαλε το μπουφάν της βιαστικά και βγήκε έξω.
Τα δάκρυα που συγκρατούσε όση ώρα ήταν μαζί του, κύλησαν βιαστικά από τα μάτια της , λέρωσαν το πρόσωπό της και καθάρισαν την ψυχή της. Άναψε ένα τσιγάρο με δάχτυλα που έτρεμαν από το κρύο και την ένταση και πήρε μια βαθειά ρουφηξιά. Ο ζεστός καπνός βγαίνοντας από τα πνευμόνια της, ζωγράφισε έναν μικρό κύκλο. Τον κοίταξε αφηρημένα προσπαθώντας να καταλάβει τι ήταν αυτό, που τους έφερε σ’ αυτό το σημείο.
Δεν αποσιωπούσε συναισθήματα, δεν έκανε εύκολα πίσω, δεν έφευγε αμαχητί από τα πεδία μάχης της καρδιάς. Είχαν περάσει πολλά χρόνια, που ο θάνατος της έμαθε πως δεν θα έπρεπε να αφήνει κουβέντες μισοτελειωμένες με τους ανθρώπους που αγαπούσε. Έδιωχνε τα σύννεφα με τον αέρα της ψυχής της, μιλώντας , αναλύοντας, συζητώντας, πιέζοντας, προσπαθώντας όχι να προφυλαχτεί από την βροχή, αλλά να γυμνώσει την ψυχή της στον ήλιο της ματιάς του συνομιλητή.
Δεν μπορούσε όμως να παλεύει μόνη. Ούτε της άρεσαν οι διαρκείς μονόλογοι. Ήξερε πως η σιωπή είναι η δαμόκλειος σπάθη της επικοινωνίας κι όμως σήμερα δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη, παγωμένη από την αδιαφορία και τον θυμό στα μάτια του. Πήρε μια βαθειά ανάσα αφήνοντας τον αέρα να εισβάλλει βίαια μέσα της και να καθαρίσει τις σκέψεις σαν τον βαρδάρη που φυσώντας διώχνει τα σύννεφα και καθαρίζει την ατμόσφαιρα στην πόλη τους.
Όλες οι σχέσεις δοκιμάζονται σε μια στιγμή αδυναμίας κι είναι αυτή που καθορίζει αν θα εξελιχθεί ή θα προσπεράσει. Κάποτε της είχε πει πως θα την περίμενε από την άλλη πλευρά, όπως κι αν είχαν τα πράγματα. Μόνο που σήμερα όλες οι πλευρές ήταν ίδιες. Δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να περιμένει άλλο. Ούτε ήταν ήξερε αν θα τον έβρισκε στην άκρη του δρόμου. Κι η σιωπή δεν μπορούσε να δώσει απάντηση. Έσβησε βιαστικά το δεύτερο τσιγάρο, που της έκαιγε τα δάχτυλα και γύρισε πίσω.
Εκείνος καθόταν στην καρέκλα, στην ίδια θέση που τον άφησε. Δεν γύρισε να την κοιτάξει και για μια στιγμή ένιωσε να λιποψυχά. Σκάλισε την μνήμη της για να βρει κάτι να πιαστεί και να πάρει θάρρος και να νικήσει την διάθεση παραίτησης , που την είχε κυριεύσει πριν. Προχώρησε κοντά του, κρατώντας ακούσια την ανάσα της και τον άγγιξε στον ώμο. «Θα είμαι εδώ» του είπε κι έκανε να φύγει.
Ένιωσε τα χέρια του να την αγκαλιάζουν και να την σφίγγουν επάνω του με σταθερότητα και πάθος. Τον αγκάλιασε κι αυτή και τρύπωσε μέσα στο λιμάνι της αγκαλιάς του, αφήνοντας έναν αναστεναγμό , που μπερδεύτηκε με τον δικό του. Έμειναν εκεί, μετέωροι στην στιγμή, να ακουμπάνε και να σφίγγουν, να απαντάνε σ’ όλες τις ανείπωτες ερωτήσεις, να γιατρεύουν τις πληγές, να καλύπτουν τα κενά της σιωπής και να την γεμίζουν με φως .
Γαντζώθηκε επάνω του με τα νύχια της να μπαίνουν στην σάρκα του σαν ναυαγός που βρήκε την σανίδα σωτηρίας και κρέμεται επάνω της για να επιβιώσει. Ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει κάτω από την παλάμη της στο ρυθμό της δικής της καρδιάς, την ζεστασιά του κορμιού του να απλώνεται μέσα της , την ανάσα του στον λαιμό της να κάνει το κορμί της να πάλλεται και να ανατριχιάζει.
Η σιωπή που τόσο απεχθανόταν και της θύμιζε νεκροταφείο συναισθημάτων, ξαφνικά μεταμορφώθηκε στην Ιθάκη της καρδιάς της. Η μυρωδιά του κορμιού του μπερδεύτηκε με την δική της και δεν μπορούσε πλέον να ξεχωρίσει που τελείωνε ο εαυτός της κι άρχιζε εκείνος.
Έκλεισε τα μάτια της και χάιδεψε τα φτερά του. Αφέθηκε και παραδόθηκε στην αγκαλιά ,όταν άκουσε το φτερούγισμα. Δεν είδε το φως ,που τους τύλιξε, όταν χαμογέλασε .Άπλωσε το χέρι της στα τυφλά και πήρε ένα βέλος από την φαρέτρα.

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009

Το κλειστό παράθυρο




Η Νίκη καθόταν στην αγαπημένη της θέση. Δίπλωσε να πόδια της και αγκαλιάζοντάς τα, ακούμπησε το πιγούνι στα γόνατά της. Έτσι κουβαριασμένη , κοίταξε έξω από το κλειστό παράθυρο.
Ήταν βράδυ κι όπως πολλά βράδια δεν μπορούσε και δεν ήθελε να κοιμηθεί. Της άρεσε αυτή η ώρα, που η πόλη ησύχαζε και τα όνειρα βγαίνανε βόλτα στους έρημους δρόμους. Της άρεσε να ακούει τους θορύβους και να τους αποκωδικοποιεί πριν κοιτάξει έξω για να επιβεβαιώσει την προέλευσή τους. Μα πιο πολύ απ’ όλα της άρεσε η αίσθηση εγγύτητας και απόστασης με τους άλλους συνταξιδιώτες του ονείρου, όπως αποκαλούσε τις σκιές στα φωτισμένα παράθυρα των πολυκατοικιών.
Σήμερα είχε διάθεση για κρυφτούλι. Δεν άναψε φως. Το φως του φεγγαριού έμπαινε από το παράθυρο και την γέμιζε με νοσταλγία για την χαμένη μαγεία. Την μαγεία που χάθηκε μαζί του και ξεκίνησε τον εκούσιο εγκλεισμό της στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της, στους τέσσερις τοίχους , που φυλάκιζαν την ψυχή της. Θα μπορούσε να δραπετεύσει. Θα μπορούσε να αντισταθεί στην διάθεση της παραίτησης. Αλλά δεν ήταν έτοιμη. Ήθελε να επανακτήσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό και στα αισθήματά της.
Άναψε το κερί, που είχε πάντα κοντά της και το ακούμπησε δίπλα της. Η μουσική που είχε βάλει να παίζει μόλις που ακουγόταν , αλλά αυτή άκουγε ξεκάθαρα την μουσική και τους στίχους των τραγουδιών, που είχε επιλέξει για το σημερινό ξενύχτι. Κοίταξε πάλι έξω από το παράθυρο, προσπαθώντας να αδειάσει το κεφάλι της από τις σκέψεις, να λυτρωθεί για λίγο από το βάσανο της λογικής. Τράβηξε τις κουρτίνες και κλείνοντας τα μάτια έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω, τυλίγοντας τα χέρια της ακόμα πιο σφιχτά γύρω από τα γόνατα.
Τότε άκουσε τον θόρυβο . Κάτι βρισκόταν έξω από το παράθυρο. Κάτι που η προσγείωση στο περβάζι του παραθύρου διέκοψε την ονειροπόλησή της. Κάτι που σερνόταν θαρρείς προσπαθώντας να φτάσει κοντά της. Άνοιξε τα μάτια και κόντρα στο φως του φεγγαριού, είδε την σκιά μιας γάτας. Με αργές κινήσεις για να μην την τρομάξει, ανασηκώθηκε και τράβηξε τις κουρτίνες.
Βρέθηκε μπροστά σε έναν μαύρο γάτο που την κοιτούσε κατάματα με τα κίτρινα μάτια του να φέγγουν. Με μια ξαφνική παρόρμηση, άνοιξε το παράθυρο και περίμενε να δει τις αντιδράσεις του. Εκείνος , αφού δίστασε μια στιγμή, πήδηξε ανάλαφρα μέσα στο δωμάτιο. Αφού περπάτησε για λίγη ώρα με την ουρά σηκωμένη, νιαουρίζοντας περίεργα , σε όλο το δωμάτιο, σταμάτησε την εξερεύνηση της μικρής της φυλακής και έκατσε δίπλα της.
Η Νίκη είχε πάρει την προηγούμενη στάση της μπροστά στο παράθυρο και δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Άπλωσε το χέρι της μόνο και τον χάιδεψε. Της άρεσε η απαλή γούνα κάτω από τα δάχτυλά της, η ζεστασιά που ανέδινε, το απαλό γουργουρητό. Η σιωπή της νύχτας γέμισε με την παρηγοριά της συντροφιάς. Σε λίγη ώρα ένιωσε τα μάτια της να κλείνουν. Αισθανόταν χαλαρή και νωχελική σαν γάτα. Χαμογέλασε στην σκέψη και πήγε για ύπνο, αφήνοντας τον απρόσμενο επισκέπτη μπροστά στο μισάνοιχτο παράθυρο.
Ξύπνησε το πρωί χωρίς τον γνωστό πονοκέφαλο, γεμάτη ενεργητικότητα και σιγοτραγουδώντας πήγε στο σαλόνι. Ο γάτος είχε φύγει. Χαμογέλασε μαζεύοντας το γεμάτο καφέ ακόμα φλιτζάνι , άδειασε το τασάκι, αντικατέστησε το λιωμένο κερί και έκλεισε το ανοιχτό παράθυρο. Δεν ήταν σίγουρη πως δεν το ονειρεύτηκε , αλλά ήταν σίγουρη πως κάτι είχε αλλάξει. Και αυτή η αλλαγή την γέμισε αισιοδοξία.
Το βράδυ την βρήκε με μια αίσθηση προσμονής. Έκατσε στην γνωστή της θέση, αλλά ένιωθε πως κάτι έλειπε από την συνήθεια. Σηκώθηκε κρατώντας στο χέρι το κερί και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο γάτος ήταν ξαπλωμένος στο περβάζι της και κοιμόταν. Άνοιξε το παράθυρο και στο άκουσμά του, αυτός ξύπνησε και τεντώθηκε. Αμέσως μετά πήδηξε μέσα στο δωμάτιο και κουλουριάστηκε στην θέση, που πέρασε την προηγούμενη βραδιά.
Κάθισε δίπλα του οκλαδόν κι άρχισε να τον χαϊδεύει. Οι λέξεις που κρυμμένες μέσα της την έπνιγαν βγήκαν επιτέλους από τα χείλη της. Μιλούσε για ώρα, εκμυστηρευόμενη όλα όσα είχε στην καρδιά της, όλα όσα φίμωναν μέχρι τώρα τα αισθήματά της, όλα όσα δεν είχαν ειπωθεί. Κι ακούγοντας την φωνή της να λέει τα ανομολόγητα , ένιωθε το βάρος στο στήθος της να υποχωρεί και τον πόνο να απομυθοποιείται.
Κατάλαβε πως ο εγκλεισμός της είχε πάρει τέλος. Έτσι απλά, χωρίς τυμπανοκρουσίες, ένιωσε πως θα μπορούσε να προχωρήσει. Να ανοίξει και πάλι την καρδιά και τις αισθήσεις της. Να εμπιστευτεί , εμπιστευόμενη τις οδηγίες της ψυχής της. Να απλώσει το χέρι και να χαϊδέψει τον μαύρο γάτο , που θα ερχόταν όταν δεν τον περίμενε.
Δεν έκλεισε το παράθυρο πηγαίνοντας για ύπνο. Δεν θα προσπαθούσε να κρατήσει την συντροφιά του γάτου, δεσμεύοντάς τον. Ήξερε πως θα ερχόταν ξανά. Και πως θα τον άφηνε να φύγει ξανά χωρίς πικρία. Ο έρωτας θα ερχόταν σαν απροσδόκητο δώρο , όπως ο γάτος, κι αυτή θα δεχόταν το δώρο αυτό, ανοίγοντας διάπλατα το παράθυρο .