Η Εριφύλη ξύπνησε ακούγοντας τον ήχο που έκαναν οι σταγόνες της βροχής πέφτοντας με δύναμη στο δέντρο. Άνοιξε τα μάτια της και χαμογέλασε. Επιτέλους, έβρεχε! Σηκώθηκε από το κρεβάτι με τα μάτια ακόμα κλειστά , το χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της και χοροπηδώντας ανάλαφρα, βγήκε έξω από το μικροσκοπικό της σπίτι.
Κάθισε στο κλαδί του δέντρου με τα γυμνά πόδια της κρεμασμένα και από τις δυο πλευρές να ξεπλένονται στην βροχή που είχε δυναμώσει. Ακούμπησε την πλάτη της στον κορμό του δέντρου και διπλώνοντας με προσοχή τα φτερά της, έριξε πίσω το κεφάλι και γέλασε δυνατά και χαρούμενα. Τράβηξε το αραχνονήμα τρεις φορές, κι οι διαμαντένιες στάλες της βροχής κουδούνισαν χαρούμενα στέλνοντας το μήνυμα σε όλα τα ξωτικά της βροχής.
Θα είχαν πολλή δουλειά μόλις σταματούσε η βροχή. Ήταν δική τους ευθύνη να ξαναδίνουν χρώμα στα δέντρα και τους καρπούς τους, τα φυτά και τα λουλούδια τους, που ξεθώριαζαν από τις νεροποντές. Φέτος, της είχαν αναθέσει τα μήλα κι αυτό ήταν μεγάλη τιμή κι η υπερηφάνεια γι’ αυτό το προνόμιο, την έκανε ανυπόμονη και βιαστική. Δεν είχε βρέξει από τότε που της έδωσαν το μενταγιόν με το χρυσό μήλο, αναγνωριστικό της θέσης και υπενθύμιση της σπουδαιότητας της.
Το βάψιμο των μήλων του Φλεβάρη είχε μεγάλη σημασία, γιατί δεκατέσσερα από αυτά θα βρισκόταν στα καλάθια των νεράιδων των πόλεων, που θα τα πουλούσαν σε εφτά γυναίκες και εφτά άντρες, οι οποίοι θα γινόταν ζευγάρι, αν αντάμωναν στις 14 Φεβρουαρίου έχοντας δαγκώσει τουλάχιστον ένα κομμάτι από το μαγικό ζευγάρι των μήλων.
Κάθε ξωτικό της βροχής ονειρευόταν πως θα έβαφε τα μήλα που θα επέλεγε το τέλειο ζευγάρι, ώστε να ανταμώσουν τα δίδυμα μήλα κι οι αγοραστές τους. Διαλέγανε με προσοχή δύο όμοια μήλα και τα βάφανε στο χρώμα της αρεσκείας τους, κόκκινο, πράσινο ή κίτρινο, ανάλογα με το αποτέλεσμα που ευελπιστούσαν να πετύχουν. Κόκκινο για τον έρωτα, πράσινο για την αγάπη και κίτρινο για την φιλία ήταν τα χρώματα που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν περιμένοντας τον Μελάνθιο, τον πρίγκιπα των ξωτικών, που με δεμένα τα μάτια, θα διάλεγε τα επτά ζευγάρια μήλων.
Το ονειροπόλημά της διέκοψε ο ήχος βιαστικών βημάτων, φτερουγισμάτων και οι ψίθυροι των ξωτικών, που φορώντας στο στήθος τους τα χρυσά μενταγιόν μαζευόταν στο ξέφωτο του δάσους, φορτωμένα με πινέλα και τα κουβαδάκια με τα χρώματα. Η βροχή είχε σταματήσει και τα ξωτικά της βροχής ήταν έτοιμα να πιάσουν δουλειά. Η Εριφύλη σηκώθηκε αλαφιασμένη και ανοίγοντας τα μεταξένια φτερά της, πέταξε βιαστικά προς την μεγάλη βελανιδιά στην κουφάλα της οποίας αποθηκεύανε τα μαγικά χρώματα.
Έφτασε γρήγορα και κλείνοντας τα φτερά της, άρχισε να τρέχει προς την ιερή είσοδο του δέντρου. Μπαίνοντας μέσα, κατάλαβε, πριν ακόμα κοιτάξει προσεκτικά γύρω της, πως είχε αργήσει. Τα μεγάλα δοχεία με τα χρώματα είχαν σχεδόν αδειάσει. Με την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή, έσκυψε πάνω από το δοχείο με το κόκκινο. Ήταν σχεδόν άδειο. Το ίδιο και το πράσινο. Το ίδιο και το κίτρινο. Έκατσε στο χωμάτινο πάτωμα κι άρχισε να κλαίει.
Λίγα λεπτά αργότερα σηκώθηκε, τίναξε το χώμα από πάνω της, σήκωσε ψηλά το πηγούνι και χαμογέλασε. Με τα μάτια της να αστράφτουν, άρπαξε βιαστικά τα πινέλα κι ένα από τα τελευταία κουβαδάκια και πήγε βιαστικά προς ένα από τα μεγάλα δοχεία. Πήρε την κουτάλα που κρεμόταν στην άκρη του κι έσκυψε προσεχτικά, προσπαθώντας να μην χάσει την ισορροπία της καθώς έξυνε τον πάτο του δοχείου.
Ο Περικλής καθόταν μπροστά στον υπολογιστή του με ύφος περιπαικτικό. Επιθεώρησε τα όπλα του, το εύστροφο μυαλό του, την ακέραια λογική του, το χιούμορ του. Χρησιμοποιούσε συχνά το χιούμορ σαν ξίφος και σαν ασπίδα προστασίας που σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα όπλα του τον βοηθούσε να υπερνικά τα εμπόδια και να αποφεύγει τις κακοτοπιές. Αλλά τώρα τα έστρεφε ενάντια στον ίδιο. Κι ήξερε καλά την αχίλλειο πτέρνα του.
Το πρόσωπό του έμεινε ανέκφραστο καθώς είδε την πράσινη κουκκίδα, που περίμενε τόση ώρα να εμφανιστεί, το σημάδι της παρουσίας της και το πράσινο φως για την δική του χαμένη Ατλαντίδα, για την γη της Εδέμ, τον κόσμο του ονείρου και των συναισθημάτων, την αχίλλειο πτέρνα του, που με χαρά άφηνε γυμνή κι εκτεθειμένη κάθε φορά που μιλούσε μαζί της.
Η Φρύνη χαμογέλασε καθώς διάβασε το σχόλιο του Περικλή. Είχαν περάσει αρκετοί μήνες που οι συναντήσεις τους στον χώρο της εργασίας, είχαν γεννήσει την ανάγκη για επικοινωνία. Άρχισαν να μιλάνε στην αρχή δειλά, μαζεμένα και στην συνέχεια να γυμνώνουν τις ψυχές τους, να μιλάνε για όλα και για όλους και αυτή η επικοινωνία στήριξε την μεταξύ τους εκτίμηση και τον αλληλοσεβασμό.
Κι ενώ η φιλία τους οδηγούσε αβίαστα στην αγάπη, η ανάγκη για επικοινωνία μεγάλωνε. Συχνά έπιανε τον εαυτό της στις καθημερινές της ενασχολήσεις να αναρωτιέται τι θα έλεγε, πως θα αντιδρούσε, τι θα έκανε ο Περικλής, αν ήταν παρών, αν ήταν μαζί της. Ξυπνούσε μέσα της κάτι απροσδιόριστο, κάτι ξεχασμένο και ταυτόχρονα τόσο οικείο που έκανε την επαφή μαζί του πολύτιμη και μοναδική.
Η Καλλιρρόη κοίταξε το καλάθι με το τελευταία μήλο. Ήταν ήδη απόγευμα και δεν είχε καταφέρει να το πουλήσει. Το δίδυμό του στο καλάθι της Ευρύκλειας το είχε πάρει το πρωί μια γυναίκα με ονειροπόλα μάτια και λαμπερό χαμόγελο. Κλώτσησε θυμωμένα μια πέτρα με το λεπτεπίλεπτο πόδι της και σκέφτηκε πως για όλα έφταιγε η Εριφύλη, αυτό το περίεργο ξωτικό της βροχής, που αποφάσισε να κάνει του κεφαλιού της. Κράτησε το μήλο με προσοχή στο χέρι της και το κοίταξε. Ήταν πολύ όμορφο, για να το διαλέξει ένας άνθρωπος. Κι ακόμα πιο δύσκολο να διαλέξουν και τα δύο.
Το μήλο ήταν βαμμένο με τρία χρώματα: λαμπερό κόκκινο, γλυκό κίτρινο κι έντονο πράσινο και το ασυνήθιστο χρώμα του απέτρεπε τους καχύποπτους ανθρώπους να το αγοράσουν, ενώ η διαφορετικότητά του δεν τους άφηνε να δουν την ομορφιά και τη σημασία του. Η Εριφύλη ήταν πολύ χαρούμενη όταν παρουσίασε τα μήλα της και όλα τα ξωτικά και οι νεράιδες συμφώνησαν πως ήταν τα τέλεια μήλα για το τέλειο ζευγάρι. Όταν ο Μελάνθιος με τα μάτια του δεμένα τα επέλεξε, όλοι χειροκρότησαν κι άρχισαν να τραγουδούν και να χορεύουν. Το γλέντι κράτησε μέχρι το πρωί.
Ο Περικλής σταμάτησε μπροστά στην κοπέλα με το καλάθι. Κοίταξε με περιέργεια το τρίχρωμο μήλο. «Πόσο έχει;» ρώτησε την νεράιδα. Η Καλλιρρόη ένιωθε ακόμα θυμωμένη για την πεζή ηλιθιότητα των ανθρώπων. Δεν γύρισε να τον κοιτάξει και παγωμένα του απάντησε «εκατό ευρώ», για να τον ξεφορτωθεί. Ο Περικλής ένιωσε την απόρριψη κι ενώ η λογική τού έλεγε να φύγει, πείσμωσε και αφέθηκε στο παράλογο συναίσθημα ότι αυτό το μήλο έπρεπε να γίνει δικό του. Έβγαλε χωρίς να μιλήσει τα χρήματα από το πορτοφόλι του, τα πέταξε μέσα στο καλάθι και πήρε το μήλο.
Προχώρησε προς το αυτοκίνητο βιαστικά βλαστημώντας για την βλακεία του και δάγκωσε ένα κομμάτι από το μήλο, ενώ σκεφτόταν πως θα έπρεπε να του κρατήσει τουλάχιστον ένα μήνα, για να βγάλει τα λεφτά του. Κι ενώ το γνωστό περιπαικτικό ύφος εμφανίστηκε στο πρόσωπό του, είδε την Φρύνη που καθόταν στο παγκάκι απέναντί του, μασουλώντας αφηρημένα ένα περίεργο τρίχρωμο μήλο, ίδιο με το δικό του.
Εκείνη την στιγμή η Φρύνη σηκώθηκε. Έκανε μια κίνηση ώστε να τεντώσει την πλάτη της προς τα πίσω για να ξεπιαστεί, έπιασε τα μαλλιά της με τα χέρια της και τα μάζεψε στιγμιαία επάνω κι ο Περικλής έμεινε κεραυνόπληκτος από την αγνή, καθάρια, καθηλωτικά φυσική ομορφιά της που αντίκρυσε κι αιχμαλωτίστηκε από την εικόνα. Έτσι όπως έπεφτε ο ήλιος από το πλάι πίσω της, της έδινε μια λάμψη που δεν είχε προσέξει άλλη φορά. Του πήρε λίγη ώρα να συνέλθει και να κοιτάξει αμήχανα γύρω του μήπως τον είδε κανείς καθηλωμένο να την χαζεύει.
Η Φρύνη ένιωσε μια περίεργη θέρμη μόλις έφαγε το τρίχρωμο μήλο. Το είχε αγοράσει πριν δέκα λεπτά από μια περίεργη πλανόδια πωλήτρια. Ήταν τόσο όμορφο και διαφορετικό, που δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της από πάνω του. Στην αρχή σκέφτηκε να το κρατήσει, αλλά στην συνέχεια αποφάσισε πως ο μόνος τρόπος για να διατηρήσει την ομορφιά του ήταν να γίνει ένα μαζί του κι άρχισε να το δαγκώνει απολαυστικά.
Μόλις τεντώθηκε για να ξεπιαστεί, ένιωσε, παρά είδε τον Περικλή απέναντί της. Τα μάτια της βυθίστηκαν στα δικά του για μια ατέλειωτη στιγμή κι αισθάνθηκε πως αυτό ήταν το κομμάτι που έλειπε από το παζλ της ζωής της. Χαμογέλασαν ταυτόχρονα, καθώς έκαναν το πρώτο βήμα για να ανταμώσουν...